Συνεντεύξεις

Λεονάρδο Παδούρα: «Αφηγούμαι την ιστορία μιας γενιάς ανθρώπων που είναι ηττημένοι»

Υπάρχει μια φωτογραφία που εμφανίζεται τον Γενάρη του 1990 και περιλαμβάνει όλη την παρέα των φίλων, τη λεγόμενη Συμμορία. Και υπάρχει άλλη μία, μετά από χρόνια. Μιλήστε μας γι’ αυτές.

Κατά κάποιο τρόπο αυτό το μυθιστόρημα είναι η ιστορία της γενιάς μου. Από την ωριμότητά τους μέχρι που αρχίζουν τα γηρατειά. Συμβαίνουν πολλά γεγονότα στη ζωή τους επειδή ακριβώς συμβαίνουν πολλά γεγονότα στην ιστορία της Κούβας. Καθοδηγούνται από μια συγκεκριμένη λογική η οποία το ’89, το ’90, το ’91 σπάει. Είναι σαν αυτή τη φωτογραφία του ’90 να την έσκισε κάποιος σε κομμάτια και την πέταξε στον άνεμο. Και από κει και μετά αρχίζουν να ανασυνθέτουν αυτή τη φωτογραφία η οποία τελικά θα εμφανιστεί 25 χρόνια μετά. Στη νέα φωτογραφία όλοι είναι γεμάτοι ουλές. Σημάδια που δημιουργεί σε όλους το πέρασμα του χρόνου και ψυχικές ουλές μέσα τους από αυτά που έχουν συμβεί στη ζωή τους όλα αυτά τα χρόνια. Κάποιοι έχουν φύγει από την Κούβα, είτε κουβαλώντας μαζί τους ένα κομμάτι από το παρελθόν είτε προσπαθώντας να σβήσουν αυτό το παρελθόν. Κάποιοι συνεχίζουν να ζουν στην Κούβα και βιώνουν όλα αυτά τα προβλήματα που έχει ζήσει η χώρα. Κανένα από τα πρόσωπα αυτά δεν φαίνεται ίδιο με τη φωτογραφία που σκίσαμε 23 χρόνια πριν. Και αυτό είναι που ονομάζουμε ζωή. Θα ήταν πολύ βαρετά αν ο άνθρωπος ήταν ο ίδιος στα εβδομήντα του όπως και στα τριάντα του. Γιατί από κανέναν δεν μπορείς να αφαιρέσεις όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Κάποιες αλλαγές είναι περισσότερο δραματικές, άλλες πιο ευτυχείς, όμως η ζωή είναι κάτι που μας φέρνει διαρκώς αντιμέτωπους με διάφορες πραγματικότητες.

Τρεις γυναίκες φαίνεται να οδηγούν την πλοκή: Αδέλα, Κλάρα, Ελίσα.

Αυτοί οι τρεις χαρακτήρες κουβαλούν πάνω τους ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της πλοκής. Είναι τρεις χαρακτήρες πολύ ισχυροί αλλά και εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Τρία γυναικεία πρόσωπα δημιουργημένα από έναν άνδρα συγγραφέα. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα να μπω στη λογική αυτών των προσωπικοτήτων. Το να οικοδομήσω τον χαρακτήρα της Ελίσα ήταν πολύ εύκολο από δραματική σκοπιά αλλά πάρα πολύ δύσκολο να εκφράσω τον τρόπο που σκέφτεται. Γιατί έπρεπε να έρθει σε ρήξη με το παρελθόν της και να φτιάξει μια καινούρια ιστορία. Όμως, αυτή η ζωή την οποία άρχισε να οικοδομεί με τη νέα της ταυτότητα ήταν για μένα ένα μυστήριο. Γι’ αυτό η Ελίσα συνεχώς με εξέπληττε όσο προχωρούσε το μυθιστόρημα, δημιουργούσε καταστάσεις που κάθε φορά εξέφραζε τον δικό της τρόπο σκέψης. Το πρόβλημα με την Ελίσα είναι ότι λέει ψέματα ακόμη και στον εαυτό της. Γι’ αυτό είναι δύσκολο να καταλάβουμε ποιος ακριβώς άνθρωπος είναι. Η Αδέλα προέρχεται από έναν πολύ ιδιαίτερο κόσμο. Χαρακτήρας που έχει σχηματιστεί από διαφορετικές κουλτούρες ενώ δημιουργεί τη δική της κουλτούρα. Η ανάγκη να πλησιάσει μία από αυτές τις κουλτούρες είναι αυτό που την καθορίζει. Η Αδέλα είναι ένας άνθρωπος ο οποίος συνεχώς ανακαλύπτει κάτι καινούριο. Μια από αυτές τις ανακαλύψεις είναι ο χαρακτήρας του Μάρκος και ό,τι σημαίνει γι’ αυτήν. Αυτή που θέλει να ανακαλύψει τι πράγμα είναι η Κούβα ερωτεύεται έναν Κουβανό πολύ Κουβανό και αρχίζει την εξερεύνηση της Κούβας με έναν πολύ εσωτερικό τρόπο. Και ανακαλύπτει ότι δεν είναι αυτό που πάντα πίστευε πως ήταν. Η Κλάρα είναι ένας άνθρωπος με μεγάλη συνοχή αλλά διαρκώς υφίσταται όλες αυτές τις αλλαγές που συμβαίνουν στην Κούβα κατά τη διάρκεια των 25 χρόνων. Παντρεμένη με δυο παιδιά, και μηχανικός, χάνει ξαφνικά τον σύζυγό της, χάνει τη δουλειά της και βρίσκεται στην υπαρξιακή και οικονομική κατάσταση να αποτελέσει εκείνη το κέντρο της οικογένειας. Κι έτσι η ίδια αλλά και το σπίτι της μετατρέπονται σε μαγνήτη που γύρω του μαζεύει τους άλλους χαρακτήρες σαν δορυφόρους.

Δύσκολη πρόκληση όλοι αυτοί οι χαρακτήρες.

Η οικοδόμηση αυτών των χαρακτήρων ήταν περίπλοκη, διότι ως άνδρας συγγραφέας έπρεπε να μπω στη λογική αυτών των γυναικών, και αυτό με έκανε πάρα πολύ προσεκτικό ώστε να αποδώσω τον τρόπο που σκέφτονται και συμπεριφέρονται.

Κάθε καινούριο μυθιστόρημα που γράφω το βλέπω σαν μια πρόκληση. Θα μπορούσα κάλλιστα να γράφω όλα αυτά τα χρόνια μυθιστορήματα όπως τη δεκαετία του ενενήντα με τον αστυνομικό Μάριο Κόντε. Και μόνο με την τεχνική που έχω θα έγραφα πολύ εύκολα τέτοια βιβλία. Όμως, κάθε νέο μου μυθιστόρημά θέλω να είναι καλύτερο από το προηγούμενο. Το τελευταίο το σκέφτηκα και το σχεδίασα με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι τα προηγούμενα έργα μου. Πρώτα απ’ όλα έφτιαξα πολλούς χαρακτήρες μαζί με τις γυναίκες για τις οποίες μιλήσαμε. Προσπάθησα να χτίσω μια πολύ δυνατή ιστορία γύρω από κάθε πρόσωπο. Πιστεύω πως αυτή η στρατηγική λειτούργησε γιατί το αναγνωστικό κοινό ταυτίζεται με αυτούς τους χαρακτήρες. Γι’ αυτό οργάνωσα μια διαφορετική δομή από τα προηγούμενα βιβλία και ήταν σαν να έχτιζα τοίχους για να φτιάξω ένα σπίτι. ‘Έβαζα έναν τοίχο εδώ, έναν τοίχο εκεί, παραδίπλα ένα παράθυρο και αυτό το σπίτι λίγο-λίγο αποκτούσε μορφή όσο προχωρούσα το χτίσιμο. Κατά κάποιο τρόπο αυτό το σπίτι είναι όπως αυτό που ζει η Κλάρα. Με πολλούς χώρους, πολλά φώτα, πολλές εισόδους. Αν με ρωτούσατε να σας πω συγκεκριμένα πώς συνέλαβα αυτή τη δομή δεν θα μπορούσα να απαντήσω. Διαρκώς ένιωθα να απαντάω στις ανάγκες των χαρακτήρων και της πλοκής. Και αυτό με υποχρέωνε να γράφω πηγαίνοντας μπρος πίσω, μέχρι την τελική μορφή που πήρε αυτό το βιβλίο.

Οι πρωταγωνιστές επαναλαμβάνουν τη φράση: «από ήττα σε ήττα μέχρι την τελική νίκη». Στο τέλος, όμως, μένει η αίσθηση της ήττας. Κάπου αναφέρεστε και στην «ιστορική κόπωση» των Κουβανών.

Προφανώς είναι μια φράση πολύ ειρωνική. Αυτή η ειρωνεία, ακριβώς, έγκειται στην τελική νίκη καθότι αφηγούμαι την ιστορία μιας γενιάς ανθρώπων που είναι ηττημένοι. Μιλάμε για ήττα που έχει επηρεάσει όλα τα επίπεδα της ζωής μας. Εγώ είχα την τύχη μέσα από τη δουλειά μου ως συγγραφέα να μπορέσω να πραγματώσω τα όνειρα μου. Αν όμως μιλήσεις με τους συνομήλικούς μου της γειτονιάς μου, τους ανθρώπους της εποχής μου, θα δεις ότι είναι άνθρωποι βαθιά ηττημένοι. Άνθρωποι που είναι αναγκασμένοι να εφαρμόζουν πολλές στρατηγικές επιβίωσης για να συνεχίζουν να ζουν με αξιοπρέπεια. Αυτό συνδέεται με την κατάσταση της ιστορικής κόπωσης στην οποία ζούμε. Στην Κούβα είμαστε ιστορικοί στα πάντα αλλά τελικά η ιστορία μας έχει πολλές αποτυχίες.

Η διασπορά έχει μεγάλη ιστορία και μεγάλο βάρος στην Κούβα.

Η εξορία είναι μια σταθερά στη ζωή της Κούβας από τον 19ο αιώνα. Έχω γράψει ένα μυθιστόρημα που δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά και λέγεται «Το μυθιστόρημα της ζωής μου», και αφορά έναν Κουβανό ποιητή, τον Χοσέ Μαρία Ερέδια, που ήταν ο πρώτος εξόριστος, πέθανε στο Μεξικό το 1839. Επομένως το δράμα της εξορίας μάς καταδιώκει πάντα. Μετά τον θρίαμβο της επανάστασης έφυγε από το νησί η ανώτερη αστική τάξη αλλά και άνθρωποι που υπηρέτησαν το καθεστώς Μπατίστα. Τη δεκαετία του εξήντα έφυγαν από την Κούβα πολλοί άνθρωποι της μεσοαστικής τάξης. Το ’80 γίνεται μια μαζική έξοδος 130 χιλιάδων ανθρώπων μέσα σε 3-4 μήνες. Εκείνη την εποχή έφυγε κόσμος από όλες τις ομάδες. Άνοιξε ένα λιμάνι, το Μαριέλ, απ’ όπου θα μπορούσαν να προσεγγίσουν πλοία από τις ΗΠΑ και να πάρουν κόσμο. Μάλιστα άνοιξαν οι φυλακές και οι κρατούμενοι έφυγαν και αυτοί. Αλλά τη δεκαετία του ’80 υπήρχε ένα είδος ηρεμίας. Από την κρίση του 1990 αρχίζει μια κλιμάκωση του αριθμού των Κουβανών που φεύγουν στο εξωτερικό. Με κάποιες κορυφώσεις όπως το 1994 που φεύγει ο Οράσιο. Ανοίγουν τα σύνορα και σε λίγες εβδομάδες φεύγουν αρκετοί Κουβανοί. Από τότε αυτή η αιμορραγία δεν έχει σταματήσει. Τους μήνες της προεδρίας του Μπάιντεν έχουν φύγει για τις ΗΠΑ 171.000 Κουβανοί. Άρα ζούμε και σήμερα μια μεταναστευτική κρίση πολύ πιο δραματική από τις προηγούμενες. Διότι όλοι αυτοί αναγκάζονται να διασχίσουν την Κεντρική Αμερική μέσω Νικαράγουας και να ανέβουν έως τα σύνορα των ΗΠΑ. Να διαπραγματεύονται σε κάθε σύνορα με τα λεγόμενα κογιότ που θα τους περάσουν στην άλλη πλευρά, και πρέπει να έχουν πολλά χρήματα για τους πληρώνουν. Είναι κάτι που δεν θα επηρεάσει μόνο το σήμερα αλλά και το μέλλον της Κούβας. Γιατί οι περισσότεροι από αυτούς είναι νέοι με πολύ καλή εκπαίδευση και κατάρτιση.

Στις συζητήσεις στην Κούβα, πριν από την κρίση, γίνονται συνεχείς αναφορές για τους τρόπους προμήθειας βασικών αγαθών μέσα από προσωπικές συνδιαλλαγές. Θα θέλαμε μια σύγκριση με το καθεστώς της ειδικής περιόδου που προέκυψε τη δεκαετία του ενενήντα.

Συνειδητοποιήσαμε, όταν εξαφανίστηκε η Σοβιετική Ένωση, πως μέχρι τότε ζούσαμε σε μια εικονική χώρα. Λείπανε κάποια πράγματα αλλά οι βασικές ανάγκες όλων ήταν σε μεγάλο βαθμό καλυμμένες. Είχαμε π.χ. παπούτσια που δεν ήταν γνωστής μάρκας αλλά ήταν μια χαρά. Με το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης περάσαμε από την εικονική στην πραγματική χώρα. Τότε δεν υπήρχαν παπούτσια ούτε η πιθανότητα να αποκτήσουμε. Υπήρχε έλλειψη στο ηλεκτρικό, στα καύσιμα, στο φαγητό, στα φάρμακα. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ενενήτνα αρχίζει μια βελτίωση, με τη βοήθεια της Βενεζουέλας. Εισήλθαμε στον 21ο αιώνα με ελλείψεις αλλά μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Πεθαίνει ο Τσάβες, η Βενεζουέλα χάνει την οικονομική της ισχύ. Στην εποχή Ομπάμα υπάρχει μια βελτίωση με τις ΗΠΑ, η οποία εξαφανίζεται με τον Τραμπ. Έρχεται και η πανδημία η οποία, πρακτικά, καταστρέφει τον τουρισμό και παραλύει την οικονομία της χώρας. Και φτάνουμε στη σημερινή κατάσταση που υπάρχουν πάλι ελλείψεις σε πολλά βασικά πράγματα. Και δεν ξέρουμε μέχρι πότε θα ζούμε σε αυτή την κατάσταση. Οι οικονομικοί σύμμαχοι δεν είναι όπως πριν, η Ρωσία δεν είναι Σοβιετική Ένωση! Και βέβαια μην ξεχνάμε το εμπάργκο από τις ΗΠΑ που επί δεκαετίες στραγγαλίζει τη χώρα!

Τελικά όλες τις προσπάθειες των Κουβανών να ορθοποδήσουν στην αμερικάνικη κοινωνία καταλήγουν σκόνη στον άνεμο;

Πιστεύω πως η Ιστορία πάντα αφήνει κάτι πίσω της. Όταν, για παράδειγμα έλεγα πως φεύγουν από την Κούβα οι νέοι με την καλύτερη κατάρτιση, αυτό σημαίνει ότι ζουν σε μια κοινωνία που εγγυάται αυτή την παιδεία. Το πρόβλημα είναι πως ενώ τους παρέχει αυτή την εκπαίδευση δεν μπορεί να προσφέρει τη ζωή που θα αντιστοιχεί με τα προσόντα που έχουν. Πιστεύω πως στην Κούβα υπάρχει εκπαιδευτικό σύστημα που δημιουργεί μια κοινωνία πιο καλά εκπαιδευμένη από άλλες χώρες στην περιοχή. Το θέμα είναι πως σε οικονομικό επίπεδο το σύστημα δεν έχει λειτουργήσει. Και οποιαδήποτε πρόοδος χρειάζεται μια οικονομική βάση – δεν το λέω εγώ, το λέει ο μαρξισμός. Πιστεύω πως αυτό που χρειάζεται η Κούβα είναι να γίνουν διαρθρωτικές αλλαγές στην οικονομία της ώστε να μπορέσει να προχωρήσει. Το πρόβλημα είναι πως η πολιτική κορυφή φοβάται πως αυτές οι αλλαγές μπορεί να οδηγήσουν σε μια απώλεια του ελέγχου. Άρα μπαίνουμε σε μια αντιφατική κατάσταση που δεν ξέρουμε πως θα την επιλύσουμε. Για να μη γίνουν, λοιπόν, όλα σκόνη στον άνεμο πρέπει να βρούμε τρόπο να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον άνεμο για να πάει μπροστά η κοινωνία.

Τι γράφετε τώρα;

Ένα καινούριο μυθιστόρημα που θα δημοσιευθεί τον Αύγουστο στην Ισπανία και έχει πρωταγωνιστή τον Μάριο Κόντε, ακριβώς την εποχή που τελειώνει το «Σαν σκόνη στον άνεμο». Φτάνει ο Ομπάμα στην Κούβα και δημιουργείται μια κίνηση στο νησί που δίνει πολλές ελπίδες στον κόσμο. Ταυτόχρονα υπάρχει και μια παράλληλη ιστορία που αναφέρεται στις αρχές του 20ού αιώνα, στα 1910, που περιστρέφεται γύρω από τον πιο διάσημο μαστροπό της Κούβας. Πιστεύω πως είναι η πιο αστυνομική και η πιο αβανέζικη από τις ιστορίες μου.

Ευχαριστούμε τον μεταφραστή όλων των βιβλίων του Λεονάρδο Παδούρα, Κώστα Αθανασίου, για τη βοήθειά του.

Στο πλαίσιο του 14ου Φεστιβάλ ΛΕΑ (Ελληνο-ιβηροαμερικανικό Φεστιβάλ Λογοτεχνίας εν Αθήναις) είχαμε τη χαρά και την τιμή να μιλήσουμε για άλλη μια φορά με τον κουβανό συγγραφέα Λεονάρδο Παδούρα, έναν εκ των σημαντικότερων της Λατινικής Αμερικής. Γεννημένος στην Αβάνα δεν θέλησε ποτέ να εγκαταλείψει την πόλη του. Έγινε παγκοσμίως γνωστός με τη νουάρ τετραλογία του «Οι τέσσερις εποχές», με βασικό χαρακτήρα τον αστυνομικό Μάριο Κόντε. Όμως αυτό που απογείωσε τη γραφή του ήταν το εμβληματικό, «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» (εκδόσεις Καστανιώτης, όπως όλα τα βιβλία του) το 2011, με την ιστορία του Ραμόν Μερκαντέρ, του ανθρώπου που δολοφόνησε τον Τρότσκι, παράλληλα με την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης και του κομμουνιστικού κινήματος στον μεσοπόλεμο.

Έρχεται τώρα το τελευταίο του βιβλίο «Σαν σκόνη στον άνεμο» να ανεβάσει τον πήχη πολύ ψηλά: οι Κουβανοί που σκόρπισαν στον άνεμο της ιστορίας και οι τρόποι τους για να επιβιώσουν στην εξορία αλλά και αυτοί που αποφάσισαν να μείνουν στο νησί και να υποστούν τα αποτελέσματα της άρνησης τους να ξεριζωθούν. Το τραύμα της διασποράς δεν αφήνει κανέναν αλώβητο. Εξαιρετικοί χαρακτήρες, λεπτοδουλεμένοι, πλήθος στοιχείων της κουβανικής κουλτούρας, μπαρόκ περιγραφές και κρατερά συναισθήματα φιλίας και αφοσίωσης.

Αντώνης Ν. Φράγκος

Η ΕΠΟΧΗ