Με αφορμή την σε δική της σύλληψη και σκηνοθεσία «Ορέστεια του Στρίντμπεργκ», που παίζεται στο Θέατρο Ανεσις, η γυναίκα που έχει κατηγορηθεί συχνά ως «προβοκάτορας» στο σύγχρονο ελληνικό θέατρο μιλάει για όλα, ειλικρινά, αλλά και κάθε άλλο παρά προβοκατόρικα.
Λένα Κιτσοπούλου. Το έργο της διχάζει. Κι επειδή οι διαφωνίες, ακόμη και οι θεατρικές, σηκώνουν… οπαδιλίκι, προκαλούν μέχρι και καλλιτεχνικούς εμφυλίους. Μιλάμε για αντίπαλα στρατόπεδα, όχι αστεία. Κι όμως η ίδια επιστρατεύει το χιούμορ για να πει ό,τι έχει να πει. Βέβαια πρόκειται για ένα χιούμορ όχι απλώς καυστικό αλλά εμπρηστικό. Σε βαθμό… ανεξέλεγκτης πυρκαγιάς. Οπως έγινε πέρσι με τους «Σφήκες» της που παρουσιάστηκαν στο Φεστιβάλ Αθηνών. Αθυροστομία για τους μεν, ανθηροστομία για τους δε. Είναι ακριβώς για τους ίδιους λόγους που οι μεν τη μισούν και οι δε τη λατρεύουν. Δηκτικός λόγος, βαριές και υβριστικές κουβέντες, σκληρή γλώσσα, μα ακόμη πιο ανελέητες αλήθειες, από αυτές που δύσκολα κάποιος παραδέχεται. Στην πορεία της, με όπλα μια ελευθερία πνεύματος και μια ελευθεριότητα έκφρασης, τα έχει βάλει σχεδόν με όλα: τα εθνικά μας σύμβολα και την πατριδοκαπηλία που πιστεύει ότι θα ήταν λόγος για να ντρέπεται κανείς, τον ρατσισμό μας απέναντι στους ξένους, αλλά όχι όλους τους ξένους, ίσως αυτούς τους… αλλόθρησκους «μαυριδερούς», την παιδική σεξουαλική κακοποίηση, που… είναι οικογενειακή υπόθεση, την έμφυλη βία, αυτή κι αν είναι οικογενειακή υπόθεση, την κοινωνική βαναυσότητα, από την ομοφοβία μέχρι την ερωτική ασφυξία, το πόση μοναξιά κρύβεται τελικά στις σχέσεις, τη συστημική κοροϊδία. Τραβάει τις καταστάσεις στα άκρα μπας και ενεργοποιηθούν οι αντιδράσεις μας. Ομως από την άλλη μήπως δεν τις τραβάει εκείνη, αλλά οι καταστάσεις που ανεχόμαστε είναι προκλητικά ακραίες; Κι έπειτα λένε πως φταίει ο φονιάς. Σιγά μη δεν φταίει, αλλά από πότε το φταίξιμο το έχει κάποιος που βάζει τον μεγεθυντικό φακό στην αποτρόπαιη κατάσταση κι όχι ο εκφασισμός της καθημερινότητας που ζούμε;
Πάντως από το 2006 που τιμήθηκε με το βραβείο νεοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού «Διαβάζω» για τη συλλογή διηγημάτων «Νυχτερίδες» (εκδόσεις Κέδρος) δεν έχει πιάσει αράχνες: τα έργα της αγαπιούνται από τους νέους για την αντισυμβατικότητά τους και μεταφέρονται συχνά στο θεατρικό σανίδι, ενώ και η ίδια συνεχίζει να εκπλήσσει με τις νέες της δουλειές. Τελευταίο της δημιούργημα «Η Ορέστεια του Στρίντμπεργκ». Σε αυτό δεν συνομιλεί απλώς με τα έργα «Ο χορός του θανάτου», «Η πιο δυνατή» και «Οι δανειστές», του συγγραφέα που ανέδειξε τα δεινά του έγγαμου βίου, αλλά δείχνει το βάθος της ματιάς της που είναι ανάλογη της ανατροπής την οποία επιτυγχάνει – και ίσως εδώ βρίσκεται το κλειδί των αντιδράσεων.
Για την Κιτσοπούλου το γνωστό τρίο του Στρίντμπεργκ, που το συναντάμε και στα τρία αυτά έργα του, «αλληλοσκοτώνεται μέσα σε μια μάχη όπου ο πιο ισχυρός θα επικρατήσει, ο πιο ερωτευμένος θα διαλυθεί και ο λιγότερο ερωτευμένος θα ερωτευτεί χειρότερα από όλους» για να νικήσει στο τέλος ο Αισχύλος, που «πολύ πριν τον Στρίντμπεργκ μας είπε για τον κύκλο της ζωής που ξεκινάει από τον έρωτα, ο οποίος μετατρέπεται σε μίσος, το οποίο ενεργοποιεί την εκδίκηση, η οποία φέρνει τον φόνο, ο οποίος φέρνει τις τύψεις και τις ενοχές». Διεισδύοντας με μαεστρία σε κλασικά έργα, καταφέρνει να τα αναποδογυρίσει όπως μόνο εκείνη ξέρει, βγάζοντας στο φως την ξεφτισμένη φόδρα πίσω από το επίσημο ένδυμα. Ξηλώνει το γιλεκάκι το πλεγμένο με δυσάρεστες αλήθειες και τόνους κοινωνικής υποκρισίας. Και ευτυχεί επιτυγχάνοντας και τον ερμηνευτικό άθλο των ηθοποιών που το φέρουν στους ώμους τους, δίνοντας τον καλύτερο-χειρότερο εαυτό τους για να αποκαλύψουν τα σκοτάδια που κρύβονται μέσα μας, προτού βρουν στέγη στις σχέσεις μας.
Πώς συνυφαίνει τόσα φαινομενικά ετερόκλητα είδη, πώς αποδομεί και συνταιριάζει καταστάσεις που επιβιώνουν ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου και πώς από τον Αισχύλο και τον Στρίντμπεργκ όλα αυτά συνδέονται με τη λαϊκοπόπ μουσική και το τραγούδι «Δανεικά»;
Επιχειρήσαμε να βρούμε τις απαντήσεις βουτώντας στο κιτσοπούλειο σύμπαν και μετά απευθύνοντας τα ερωτήματα στην ίδια για να κατανοήσουμε τους συνειρμούς που οδήγησαν σε αυτή την παράσταση. Ξεκαθαρίζοντας πως «η τέχνη δεν μπορεί να είναι politically correct».
● Οταν οι Βορειοευρωπαίοι έγραφαν για τα σκοτάδια του έγγαμου βίου, εμείς είχαμε σκοτώσει τον άπιστο σύζυγο και τη μάνα μας; Ποια είναι τα μονοπάτια που πήρατε για να φτάσετε στην «Ορέστεια του Στρίντμπεργκ»;
Πώς μου έρχονται έτσι; Είναι και λίγο παιχνίδια με τις λέξεις, με τους τίτλους. Ηθελα να καταπιαστώ με αυτά τα τρία έργα που είναι και ο βασικός άξονας. Εκεί πάτησα, με απλές σκέψεις: επειδή είναι τρία είναι μια τριλογία, επειδή πρόκειται περί «σφαγής» των ζευγαριών και των ανθρώπων είναι και μια «Ορέστεια». Ολα αυτά κάπως με βοηθάνε να κάνω τέτοια παιχνίδια, να μην περιοριστώ και εγκλωβιστώ αλλά να ξανοιχτώ, να μη μείνω σε ένα έργο του Στρίντμπεργκ.
Μου αρέσει η πρόκληση και ήθελα να καταπιαστώ με έναν κλασικό συγγραφέα. Μου αρέσει πολύ να διαβάζω βιογραφίες συγγραφέων, τους καταλαβαίνω καλύτερα απ’ ό,τι αν διαβάζω τα έργα τους. Με είχε συγκινήσει το αυτοβιογραφικό του πεζό «Ο γιος της δούλας»: μέσα από αυτό κατάλαβα όλα του τα έργα, το θέμα του με τον γάμο των δικών του γονιών, ανάμεσα στη χαμηλής τάξης μητέρα και τον αστό πατέρα, με συγκίνησε. Και κάπου εκεί άρχισα σιγά σιγά να μπαίνω σε αυτό. Δεν είναι ότι εξαρχής έχω την ιδέα. Γράφοντας πλέκεται και το προσωπικό μου βίωμα εκείνης της περιόδου και σκηνοθετώντας πλέκονται τα υλικά σε αυτό που κάνω. Τα έργα μου τα κάνω σαν γλυπτά, προσθέτω ό,τι βρίσκω στην πορεία, δεν είμαι τόσο εγκεφαλική. Γράφω όπως μιλάμε και πολλές φορές νομίζουν ότι είναι αυτοσχεδιασμοί αλλά και τα λάθη είναι έτσι γραμμένα ώστε να μοιάζουν κι αυτά φυσικά…
«Δεν μπορεί η τέχνη να είναι politically correct»
● Και θίγετε τόσους χαρακτήρες και κουλτούρες. Ποια η σχέση σας με τη woke κουλτούρα;
Τι είναι αυτό;
● Κάτι συγγενικό με την πολιτική ορθότητα, σας λέει κάτι;
Δεν έχω σχέση. Νομίζω κανένας άνθρωπος δεν έχει σχέση. Ο άνθρωπος είναι τόσο αρρωστημένος, το είδος του είναι τόσο φασιστικό, τόσο φθονερό, τόσο κακό. Βιάζει και σκοτώνει από πάντα, από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα. Δεν υπάρχει τίποτα politically correct. Εμείς θέλουμε να εκθέσουμε την κοινωνική πραγματικότητα, τον άνθρωπο που μόνο πολιτικά ορθός δεν είναι, αυτή είναι μια ιδέα που έχουμε στο κεφάλι μας που δεν ισχύει και προσπαθούμε να κάνουμε τους σωστούς. Τώρα ανακαλύψαμε τον τροχό. Το θέατρο δεν είναι ένα σχολείο καλής συμπεριφοράς, είναι μια τέχνη που αναδεικνύει την κοινωνία και το ανθρώπινο είδος ως έχει. Εγώ δεν εκθέτω την προσωπική μου άποψη. Γι’ αυτό μπερδεύονται: βάζω έναν να βρίζει, φασίστα, φαλλοκράτη, είναι αυτός ο τύπος. Δείχνει τις διάφορες πλευρές της κοινωνίας μας και των ανθρώπων, δεν μπορεί η τέχνη να είναι politically correct.
● Σας κατηγορούν ότι χρησιμοποιείτε την πρόκληση για την πρόκληση όμως.
«Αυτό που λες εγώ το ακούω βερεσέ», όπως λέει ένα αγαπημένο μου τραγούδι, γιατί εγώ ξέρω ότι δεν το κάνω γι’ αυτό, ξέρω τον εαυτό μου και δεν μπορεί να με επηρεάσει όποιος με κρίνει έτσι. Παλεύω να πω αυτό που πιστεύω με κόπο και κόστος, να εκθέσω τον εαυτό μου με βάσανο. Παλεύω όσο πιο αφιλτράριστα να πω αυτό που βλέπω, να μιλήσω τη γλώσσα μου, ούτε καν σκέφτομαι να προκαλέσω, ούτε καν έχω σκεφτεί τον θεατή, ψάχνω να βρω αν έχω κεντράρει εκεί που θέλω, εκεί που με ικανοποιεί εμένα και τους συνεργάτες μου που μαζί θα πούμε την ιστορία, δεν σκέφτομαι τι θα πει ο άλλος, δεν έχω φτάσει μέχρι εκεί ώσπου να γίνει η πρεμιέρα του έργου μου.
● Εχετε επίσης μια ροπή προς τη λαϊκοπόπ κουλτούρα του ελληνικού τραγουδιού στα έργα σας σε αντίθεση με τη ραφιναρισμένη επιλογή των λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών που η ίδια τραγουδάτε. Πώς τα συνδυάζετε;
Με αυτά τα λαϊκοπόπ τραγούδια εκθέτω την πιο ευτελή πλευρά που πιστεύω ότι όλοι μας έχουμε. Δεν θέλω να τη μειώσω, όλοι περιέχουμε έναν τέτοιο εαυτό και δεν θέλω να τον απαρνηθώ επειδή είμαι της τέχνης, είμαι σε πολλά εισαγωγικά του ποιοτικού. Ολοι μας έχουμε κλάψει με μια Βίσση, μια Βανδή ή σε μια στιγμή έχουμε σπάσει ένα πιάτο ή χορέψει ένα ζεϊμπέκικο. Εχουμε χαρεί, έχουμε συγκινηθεί, είναι μέρος της ζωής μας, δεν θέλω να το αποκλείσω και το χρησιμοποιώ τη στιγμή που θεωρώ ότι είναι απαραίτητο. Κάτι προκαλεί ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο μπαίνει, με το τι έχει προηγηθεί, έχει σημασία πού το βάζεις και τι εξυπηρετεί εκείνη τη στιγμή, δεν είναι ότι πιστεύω σε αυτό καθεαυτό ως μουσικό έργο αλλά με έναν τρόπο κλείνει το μάτι, ξυπνά ένα ένστικτο…
● Λειτουργεί δραματουργικά;
Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιώ πολυφορεμένες εκφράσεις, ρητά, «τ’ είχες Γιάννη, τ’ είχα πάντα», και ατάκες, κοινοτοπίες που εμφανίζονται ως λαϊκές σοφίες, ανάλογα με το τι θέλω να πω για τον χαρακτήρα. Εχω μια στενή σχέση με τη μουσική. Από παιδί έκανα πολλή κλασική μουσική, είχα φτάσει στο πτυχίο στο πιάνο, μου αρέσει να τραγουδάω. Κάπως ασχολήθηκα με το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι, εμφανίζομαι σε μουσικές σκηνές και μαγαζιά, στον αγαπημένο μου «Αγγελο» στα Εξάρχεια που είναι και στέκι μου. Εχω σχέση με τη μουσική και αγάπη ειδικά στο ρεμπέτικο, έχω μια φλέβα που χτυπάει στο μπουζούκι και συγκεκριμένοι στιχουργοί και συνθέτες με τρελαίνουν…
● Και όπως ακούγεται και στο τέλος του έργου «Τα πάντα είναι δανεικά / Και για όλα αναδρομικά / Ερχεται η ώρα που πληρώνουμε»;
Ε ναι, για όλα κάτι πληρώνουμε, εννοείται αυτό.
● Η κοινωνική παθογένεια βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου σας. Η σύζυγος του αστυνομικού της Βουλής που είναι και συνεργός του στη σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών τους είπε ότι όλα τα έκανε «για τη ζεστή αγκαλιά του» και μου φάνηκε ότι άκουσα ατάκα από έργο σας.
Δυστυχώς είναι κάπως φυσικά αυτά τα πράγματα, με την έννοια ότι οι άνθρωποι που έχουν κακοποιηθεί είναι κλισέ ότι αποζητούν το ίδιο μοτίβο και το επαναλαμβάνουν στη δική τους οικογένεια, είναι φαύλος κύκλος και είναι λογικό να νιώθει μια ασφάλεια μέσα στην κακοποίηση. Δυστυχώς υπάρχουν τα κακά της οικογένειας και είναι ένας λόγος που δεν πρέπει να κάνουν όλοι παιδιά. Δυστυχώς καταλαβαίνω τι λέει αν και δεν τη γνωρίζω την υπόθεση. Το βίωμα των παιδικών χρόνων είναι μεγάλο πράγμα και δεν μπορεί να φύγει από πάνω σου κι εκεί θα ψάχνει την αγάπη και ό,τι ζει θα το μεταφράζει σε αγάπη όσο άρρωστο κι αν είναι…
♦ Η Ορέστεια του Στρίντμπεργκ
Σύλληψη/σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Θέατρο Ανεσις (λ. Κηφισίας 14 & λ. Αλεξάνδρας, μετρό Αμπελόκηποι)
Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: ECATI
Σκηνικά-κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Φωτισμοί: Νίκος Βλασσόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Ευδοκία Ρουμελιώτη, Χρήστος Σαπουντζής, Χρήστος Μαλάκης, Μαρία Μοσχούρη,
Γιάννης Μπαριτάκης
Ιωάννα Σωτήρχου