Αποσαφηνίζω εκ προοιμίου ότι δεν είμαι οικονομολόγος. Διαθέτοντας στοιχειώδεις γνώσεις μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας, καταθέτω απλώς κάποιες σκέψεις για ένα φαινόμενο που με απασχολεί εδώ και καιρό. Υποθέτω ότι οι οικονομολόγοι έχουν ασχοληθεί με αυτά τα ζητήματα κατά τρόπο ασύγκριτα πιο τεκμηριωμένο.
Αρχίζω με μια απλουστευμένη παρουσίαση της μαρξιστικής έννοιας της υπεραξίας. Στη μαρξιστική θεωρία, ο εργαζόμενος δεν ανταλλάσσει απλώς ώρες εργασίας για τον μισθό του. Επειδή εκείνος δεν κατέχει περιουσία, προκειμένου να μπορέσει να ζήσει, αναγκάζεται να πουλήσει ή να νοικιάσει στον καπιταλιστή την εργατική του δύναμη – δηλαδή την ικανότητά του να εργάζεται και να παράγει. Επειδή η σχέση ανταλλαγής είναι εκ των πραγμάτων άνιση, η τιμή στην οποία πουλάει στον καπιταλιστή την ικανότητά του, δηλαδή ο μισθός του, αντιστοιχεί σε αξία μόνον όση του χρειάζεται για να ζήσει – δηλαδή για να καλύψει τις βασικές του ανάγκες. Είναι όμως ικανός να παράγει περισσότερη αξία από όση του χρειάζεται για να καλύψει τις ανάγκες του. Αυτό λοιπόν το πλεόνασμα αξίας, που λέγεται υπεραξία, το εισπράττει ο καπιταλιστής – και εκεί συνίσταται η οικονομική εκμετάλλευση στον καπιταλισμό.
Η καπιταλιστική εκμετάλλευση λοιπόν, «παραδοσιακά», βρίσκεται στη σχέση μεταξύ καπιταλιστή και εργαζόμενου. Τους καταναλωτές ο καπιταλισμός τούς θέλει «πλούσιους», για να μπορούν να αγοράζουν. Εξ ου και μια βασική λογική αντίφαση του καπιταλισμού: φτωχοί εργαζόμενοι και «πλούσιοι» καταναλωτές – αντίφαση δεδομένου ότι σε τεράστιο βαθμό πρόκειται για τα ίδια άτομα. Οι λαϊκές μάζες είναι βεβαίως ταυτόχρονα εργαζόμενοι και καταναλωτές. Οι τρόποι με τους οποίους ο καπιταλισμός προσπαθεί να «επιλύσει» αυτή την αντίφαση είναι γνωστοί: τεχνητές ανάγκες, διαφήμιση, δάνεια – που ωθούν τους φτωχούς εργαζόμενους να συμπεριφέρονται καταναλωτικά σαν να ήταν πλούσιοι και που οδηγούν όμως παράλληλα σε αλλεπάλληλες χρηματοπιστωτικές κρίσεις.
Φαίνεται όμως πως κατά τα τελευταία χρόνια ο καπιταλισμός αποφάσισε να διευρύνει το πεδίο της άμεσης οικονομικής εκμετάλλευσης και στη σχέση με τους καταναλωτές. Αναφέρω κάποια από τα συμπτώματα αυτής του της απόφασης. Νερωμένα υγρά πιάτων και αραιωμένα σαμπουάν. Πακέτα απορρυπαντικών με μειωμένη ποσότητα. Συσκευασίες τόσο πρόχειρα φτιαγμένες που θες υπεράνθρωπη μυϊκή δύναμη ή εργαλεία όπως μαχαίρι ή ψαλίδι για να τις ανοίξεις. Σουπερμάρκετ που πουλάνε χαλασμένες σκελίδες σκόρδου. «Ντιζαϊνάτες» ανακαινίσεις μπάνιων με φτηνά υλικά και κακοτεχνίες, που αφήνουν τα υδραυλικά σε χειρότερη κατάσταση. Εστιατόρια σε τουριστικές περιοχές που σερβίρουν ψευτογκουρμεδιές σε εξωφρενικές τιμές. Ψηφιακά προϊόντα που, διευκολύνοντας τη ζωή σου, σου τη δυσκολεύουν κιόλας και που διαρκώς χαμηλώνουν την ποιότητα των υπηρεσιών που προσφέρουν κατά τρόπο απολύτως απρόβλεπτο και ανεξήγητο (ξαφνική εξαφάνιση αρχείων ή folder, ανακατεμένη σειρά αντιδράσεων στο facebook κ.ά.).
Ο Φρέντρικ Τζέιμσον, στο κλασικό του κείμενο «Ο μεταμοντερνισμός ή η πολιτιστική λογική του ύστερου καπιταλισμού» (άρθρο: 1984, βιβλίο: 1991), είχε υποστηρίξει ότι, στον σύγχρονο καπιταλισμό, «η φρενήρης οικονομική πίεση να παραχθούν νέα κύματα ακόμη πιο καινοφανών εμπορευμάτων (από ρούχα μέχρι αεροπλάνα), σε ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς εναλλαγής, αναθέτει σήμερα μια ολοένα και περισσότερο ουσιαστική δομική λειτουργία και θέση στην αισθητική καινοτομία και στον πειραματισμό». Τούτο εξακολουθεί να ισχύει, αλλά κατά τα τελευταία χρόνια φαίνεται πως η «αισθητική καινοτομία» λειτουργεί και ως άλλοθι για τη γενικευμένη χειροτέρευση της ποιότητας των εμπορευμάτων, που σημαίνει για τη γενικευμένη μείωση της αληθινής τους αξίας.
Τούτη η κατάσταση τείνει να προσλάβει τόσο διευρυμένη μορφή, ώστε θα μπορούσαμε να μιλάμε πλέον για συνολική στρατηγική των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Αρχικά, η πρακτική εφαρμογή της στρατηγικής αφορά και πάλι τον τομέα της παραγωγής και συνίσταται στην πάση θυσία μείωση του κόστους: της εργατικής δύναμης (απολύσεις προσωπικού, συμπίεση του χρόνου παραγωγής), καθώς και των μέσων παραγωγής (φτηνά υλικά, ανεπαρκή μηχανήματα). Αλλά τα αποτελέσματα της μείωσης της αληθινής αξίας των εμπορευμάτων τα βιώνουν βέβαια οι καταναλωτές.
Η καπιταλιστική εκμετάλλευση κατ’ αυτόν τον τρόπο, χωρίς καθόλου να απομακρύνεται από τη σχέση των καπιταλιστών με τους εργαζόμενους, επεκτείνεται και στη σχέση των πρώτων με τους καταναλωτές. Ο καταναλωτής πληρώνει το εμπόρευμα στην κανονική του αξία, ενώ η αληθινή αξία του εμπορεύματος που καταναλώνει είναι μειωμένη. Οπως ισχύει και με το πλεόνασμα αξίας, δηλαδή με την υπεραξία, το «έλλειμμα αξίας» που προκύπτει από τη μείωση της αξίας του εμπορεύματος, δηλαδή την «υποαξία», το εισπράττει και πάλι ο καπιταλιστής. Στον σύγχρονο καπιταλισμό, η τάξη των εργαζόμενων υφίσταται διπλή εκμετάλλευση. Ως εργαζόμενοι, αφαίρεση της υπεραξίας των εμπορευμάτων που παράγουν. Ως καταναλωτές, αφαίρεση της υποαξίας των εμπορευμάτων που καταναλώνουν.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών