Macro

Κύρκος Δοξιάδης: Το Πολυτεχνείο και οι συμμαχίες

Η παταγώδης αποτυχία της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας να αντιμετωπίσει την πανδημία σίγουρα οφείλεται σε τεράστιο βαθμό στη δική της ανικανότητα. Πρόκειται για ανικανότητα που δεν αντανακλά μόνο την προσωπική ανεπάρκεια των στελεχών της – θα έλεγα ότι είναι περισσότερο μια ανικανότητα βαθιά ιδεολογική. Με δύο τρόπους, έναν «αρνητικό» και έναν «θετικό».

Ο πρώτος έχει να κάνει με τη γνωστή αντιαριστερή μανία της Δεξιάς. Οτιδήποτε κι αν προτείνει η Αριστερά, το απορρίπτει με το πείσμα μικρού παιδιού που έχει κακιώσει και δεν παραδέχεται ότι ο άλλος μπορεί να έχει δίκιο. Ο «θετικός» τρόπος συνίσταται στην αλαζονεία της εξουσίας που, στην περίπτωση της ελληνικής Δεξιάς, στηρίζεται κυρίως σε δύο βάσεις.

Η πρώτη, γενικότερης ισχύος, είναι η εμμονική προσκόλληση στις ιδεολογικές αρχές του νεοφιλελευθερισμού, που προξενεί από δυσπιστία έως απέχθεια απέναντι σε οποιαδήποτε πολιτική σχετίζεται με την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, ακόμα και σε συνθήκες υγειονομικής (και οικονομικής) κρίσης. Η δεύτερη έχει βέβαια να κάνει με την ακλόνητη πεποίθησή της ότι αυτή είναι ο «φυσικός» κυβερνήτης της χώρας, και κατά συνέπεια οι όποιες επιλογές της είναι εξ ορισμού αλάνθαστες.

Ας μην είμαστε όμως τόσο αυστηροί. Η ανικανότητα της αντιμετώπισης της πανδημίας δεν είναι αποκλειστικό γνώρισμα της ελληνικής Δεξιάς. Είναι σχεδόν παγκόσμια αδυναμία των περισσότερων καθεστώτων και κυβερνήσεων. Είναι εγγενής αδυναμία ενός συστήματος, του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, το οποίο, αφού κατέστρεψε τις υποδομές της δημόσιας υγείας και άφησε ανενόχλητες τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες να κερδοσκοπούν εις βάρος μιας μακροπρόθεσμης ερευνητικής στρατηγικής για τη ριζική καταπολέμηση και πρόληψη των ασθενειών, τώρα προσπαθεί να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα – επιχειρώντας να επιλύσει το όντως εξαιρετικά δυσεπίλυτο δίλημμα μεταξύ οικονομικής επιβίωσης και στοιχειώδους υγειονομικής φροντίδας.

Στο καθαρά πολιτικό πεδίο όμως, η κυβέρνηση δεν συναντά τέτοιου είδους προβλήματα. Και θα ήταν ολέθριο σφάλμα για την Αριστερά να υποτιμά τις ικανότητες του αντιπάλου της. Η Δεξιά οργανώνει την αντιαριστερή της εκστρατεία όπως εκείνη ξέρει. Αδίστακτα, μεθοδικά, εκμεταλλευόμενη την οποιαδήποτε αδυναμία εκτιμά ότι εμφανίζει ο δικός της αντίπαλος. Η απόφαση για την απαγόρευση συναθροίσεων άνω των 3 ατόμων κατά το τετραήμερο του Πολυτεχνείου δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ηταν μέρος μελετημένου σχεδίου για την αποδυνάμωση της Αριστεράς. Ορισμένοι το χαρακτήρισαν προβοκάτσια – ότι δηλαδή θα προκαλούσε τον ΣΥΡΙΖΑ να παραβεί τη δική του απόφαση για μη συμμετοχή στην πορεία ούτως ώστε να του χρεώσει μετά τα όποια επεισόδια. Εγώ πιστεύω ότι η Δεξιά ήταν πιο πονηρή (άλλο αν τελικά δεν της βγήκε). Ηξερε πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα άλλαζε τη δική του απόφαση. Ηξερε επιπλέον πως το ΚΚΕ και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά θα προχωρούσαν με τις δικές τους αποφάσεις και θα κατέβαιναν στις πορείες.

Και σε αυτήν ακριβώς τη διαφοροποίηση στήριζε την επιδίωξή της. Υπολόγιζε πως με το να δραματοποιήσει την κατάσταση καθιστώντας τις πορείες παράνομες θα συνέβαλλε περαιτέρω στην πολυδιάσπαση της Αριστεράς και της αντιπολίτευσης γενικότερα. Το ΚΚΕ θα κατηγορούσε τους συριζαίους ότι είναι λακέδες της Δεξιάς και προδίδουν τη μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και ο ΣΥΡΙΖΑ θα απαντούσε ανάλογα. Το ήδη αδύναμο αντικυβερνητικό μέτωπο, κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο της πανδημίας και της επερχόμενης επιδείνωσης της οικονομικής κρίσης, θα καθίστατο ακόμη πιο ανίσχυρο να ασκήσει αποτελεσματική αντιπολίτευση.

Αθελά της προφανώς, η κυβερνητική αυτή επιλογή κατόρθωσε το ακριβώς αντίθετο. Μάλλον για πρώτη φορά μετά τη δημιουργία του Συνασπισμού, υπήρξε σύμπλευση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων της Αριστεράς, που εκφράστηκε με κοινό κείμενο – το οποίο μάλιστα συνυπέγραψε και το ΜέΡΑ25, η τρίτη αριστερή αντιπολιτευτική δύναμη. Αποτελεί όντως «ειρωνεία της ιστορίας» – ό,τι δεν είχαν διανοηθεί καν να επιχειρήσουν επί τόσα χρόνια οι ίδιες οι δυνάμεις της Αριστεράς επετεύχθη σε διάστημα μόλις ενός 24ώρου από μια σχεδιασμένη ενέργεια της Δεξιάς που αστόχησε.

Το από εδώ και πέρα έχει τώρα σημασία. Θα αναφερθώ στην πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, που μου είναι πιο «οικεία». Προκειμένου να μπορέσει να συμβάλει στη δυνατότητα δημιουργίας μιας αριστερής συμμαχίας, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει προηγουμένως να ξεπεράσει μια τελείως διαστρεβλωμένη αντίληψη που έχει περί πολιτικών συμμαχιών. Μέχρι τώρα, για μέρος τουλάχιστον της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, «συμμαχία» σημαίνει μια λίγο-πολύ ευκαιριακή «διεύρυνση» σε επίπεδο προσωπικοτήτων, με άτομα ανένταχτα που είναι πρόθυμα, υπό προϋποθέσεις, να ενταχθούν στο ίδιο το κόμμα. Ενώ συμμαχία προφανώς σημαίνει συμμαχία μεταξύ διαφορετικών κομμάτων, που το καθένα διατηρεί την αυτονομία του.

Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών