Ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να είναι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης – υπερτερώντας με 35 έδρες στη Βουλή έναντι του ΠΑΣΟΚ, που παραμένει τρίτο κόμμα με 31 έδρες. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις τείνει να σταθεροποιείται στη θέση του πέμπτου κόμματος – πιο κάτω όχι μόνο από το ΠΑΣΟΚ, αλλά και από το ΚΚΕ και την Ελληνική Λύση.
Αν όντως παγιωθεί αυτή η κατάσταση, που είναι και το πιο πιθανό, θα έχουμε να κάνουμε με μια αναντιστοιχία μάλλον πρωτοφανή στα πολιτικά χρονικά. Οπως βέβαια πρωτοφανές ήταν και το φαινόμενο που την προκάλεσε. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης επί τη βάσει των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου του 2023. Η μετάλλαξη που υπέστη εν τω μεταξύ όμως, ιδίως από τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους με την εκλογή Κασσελάκη στην προεδρία, τον έκανε αγνώριστο.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στην ιδεολογική μετάλλαξη, δηλαδή στο ότι σταμάτησε να έχει την οποιαδήποτε πραγματική σχέση με την Αριστερά. Κάτι που συμβάλλει ίσως πιο καθοριστικά στη δραστική αποδυνάμωση της εκλογικής του απήχησης είναι ότι παρουσιάζει την εικόνα ενός κόμματος που τελεί υπό διάλυση. Μετά τις μεγάλες αποχωρήσεις που συνέβησαν τον Νοέμβριο του 2023 («Ομπρέλα», «6+6») και που κατέληξαν στη συγκρότηση της Νέας Αριστεράς, ο Κασσελάκης και οι συν αυτώ προσπάθησαν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι: «απαλλαγήκαμε από τα βαρίδια που δυσαρεστήθηκαν επειδή έχασαν στις εκλογές για την προεδρία και τώρα προχωράμε όλοι μαζί ενωμένοι και ακάθεκτοι». Κατά το τελευταίο διάστημα, αυτή η εντύπωση διαψεύδεται κραυγαλέα, με ολοένα και περισσότερο κωμικοτραγικό τρόπο.
Τούτη η μάλλον πρωτόγνωρη στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας κατάσταση έχει δύο διαστάσεις – άμεσα αλληλοσυνδεόμενες. Η μία είναι ότι για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση υπάρχει μια Δεξιά που κυβερνά ουσιαστικά ανενόχλητη. Ούτε ο Καραμανλής του 54% το 1974 δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί άσκηση (δεξιάς) κυβερνητικής πολιτικής χωρίς σοβαρό αντίπαλο. Τα κόμματα της ελάσσονος αντιπολίτευσης είναι ούτως ή άλλως και θεσμικά ανίσχυρα, και το παρόν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί κανείς πλέον να το πάρει στα σοβαρά.
Η άλλη διάσταση βέβαια είναι τι σημαίνουν όλα αυτά για την κατάσταση της Αριστεράς. Σκέφτομαι πως κάποιος κακεντρεχής πασόκος θα μπορούσε να πει ότι η Αριστερά (ο ΣΥΡΙΖΑ) αντικατέστησε το ΠΑΣΟΚ (από το 2012) στη θέση του αντίπαλου δέους της Δεξιάς, απλώς και μόνο προκειμένου μερικά χρόνια αργότερα να μην υπάρχει αντίπαλο δέος της Δεξιάς. Για όσους/ες στην Αριστερά παραμένουν αριστεροί/ές, τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα.
Ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ σταμάτησε να είναι αντίπαλο δέος της Δεξιάς ήδη από τότε που καταποντίστηκε εκλογικά τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2023. Οταν η Δεξιά έχει υπερδιπλάσιες ποσοστιαίες μονάδες (θυμίζω: Ν.Δ. 40,56%, ΣΥΡΙΖΑ 17,83%) και υπερτριπλάσιες έδρες (Ν.Δ. 158, ΣΥΡΙΖΑ 47), μικρή έως ελάχιστη σημασία έχει αν λέγεσαι «κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης». Επομένως, τα όσα επακολούθησαν –παραίτηση Τσίπρα, εμφάνιση και επικράτηση Κασσελάκη, αποχωρήσεις Νοεμβρίου, φαινόμενα πλήρους διάλυσης των τελευταίων εβδομάδων–, εκ των υστέρων βέβαια ατενίζοντας τα γεγονότα, θα μπορούσαν να θεωρηθούν αναμενόμενες συνέπειες μιας παταγώδους αποτυχίας. Ενα είδος Νέμεσης που επιφύλασσε η Ιστορία σε μια Αριστερά που φάνηκε ανάξια των περιστάσεων και των ευθυνών της απέναντι στον λαό. Λιγότερο μεταφυσικά, με όρους στρατηγικών συσχετισμών: το κοινωνικο-πολιτικό καθεστώς δεν αρκέστηκε στην εντυπωσιακή εκλογική και γενικότερη ιδεολογικο-πολιτική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ. Απεργάστηκε σχέδιο ολοσχερούς καταστροφής του (μέσω Κασσελάκη), το οποίο και έφερε εις πέρας.
Ωστόσο, με μια έννοια, τούτο είναι παρηγοριά για τους πρώην συριζαίους αριστερούς. Ιστορικά, το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ, παρά το μνημόνιο που αναγκάστηκε να εφαρμόσει, παρά τον αρχηγισμό και την τάση πασοκοποίησης που ακολούθησε, μέχρι την άλωση από τον Κασσελάκη αποτελούσε απειλή για το κοινωνικο-πολιτικό καθεστώς – και γι’ αυτό εκείνο δεν θα ησύχαζε μέχρι την πλήρη αφάνισή του. Ηταν κόμμα που κάποτε υπήρξε όντως αριστερό – και κάποια «αριστερά βαρίδια» είχαν απομείνει.
Δεν είναι εύκολο για το νέο κόμμα της (Νέας) Αριστεράς να γεμίσει το ιδεολογικο-πολιτικό κενό που προέκυψε από την καταστροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Τα κόμματα όμως της Αριστεράς δεν ισχυροποιούνται από μόνα τους, ούτε βέβαια στηρίζονται από το καθεστώς. Ενισχύονται σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες, που προξενούν και ευνοούν τις αντιστάσεις των λαϊκών τάξεων. Πριν από την εκλογική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ, υπήρχαν οι πλατείες και οι αγανακτισμένοι. Ως μικρό έστω κόμμα της Αριστεράς, υπήρχε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ας υπάρχει και πάλι ένα αριστερό κόμμα.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών