Το 1983, αν θυμάμαι καλά, στο Λονδίνο, είχα βρεθεί σε δείπνο με παρέα Ελλήνων εφοπλιστών. Δεν ήταν όλοι μόνιμοι κάτοικοι Λονδίνου, κάποιοι διέμεναν κυρίως στην Ελλάδα. Νέος και υπερβολικά καλοπροαίρετος τότε (ίσως και λίγο αφελής στις αναλύσεις μου), αλλά μάλλον και για να κάνω λίγο πιο ενδιαφέρουσα τη βραδιά μου, είχα αποπειραθεί να τους πείσω με ορθολογικά επιχειρήματα ότι η διαφύλαξη της δημοκρατίας στην Ελλάδα είναι και προς το συμφέρον της αστικής τάξης.
Από τις αντιδράσεις τους, θυμάμαι μόνο το γενικό κλίμα δυσπιστίας που διαφαινόταν έντονα στον τρόπο που με αντιμετώπιζαν – μαζί με κάποια ευγένεια, είναι η αλήθεια, που υποθέτω πως οφειλόταν στο ότι η ταξική μου προέλευση δεν απείχε και πολύ από τη δική τους. Μία κουβέντα όμως έχει παραμείνει αποτυπωμένη στη μνήμη μου. Στο επιχείρημά μου ότι το γαλλικό καθεστώς είχε κατορθώσει να αντιμετωπίσει κοτζάμ Μάη του ’68 χωρίς να καταλυθεί η δημοκρατία, μια κυρία είχε αντιδράσει λέγοντας: «Αλλο Γαλλία, άλλο Ελλάδα».
Θα φανεί υπερβολικό αυτό που θα πω, αλλά δεν είναι. Η κυρίαρχη ιδεολογική αναπαράσταση της σχέσης της ελληνικής ανώτερης τάξης με τις κατώτερες συμπυκνώνεται πληρέστατα στον «χαριτωμένο» τρόπο που καρπαζώνουν και βρίζουν το υπηρετικό τους προσωπικό οι «νοικοκυραίοι» στις παλιές ελληνικές κωμωδίες. Πρόκειται για την ουσία του ταξικού ρατσισμού. Οπως τα σεξιστικά «καλαμπούρια» εξακολουθούν και σήμερα να προξενούν γέλιο επειδή θεωρείται «φυσική» η κατωτερότητα των γυναικών, η ελληνική αστική τάξη έκανε «χιούμορ» με τη «φυσική» κατωτερότητα των κατώτερων τάξεων που αναμενόμενο ήταν να «τις τρώνε» από τα κατά τα άλλα συμπαθέστατα αφεντικά τους.
Επανέρχομαι στο περιστατικό με την παρατήρηση της κυρίας. Η σχέση της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης με τη νεωτερικότητα είναι εκείνη της «Ψωροκώσταινας» με την «Εσπερία»: καλές οι αρχές του Διαφωτισμού και η δημοκρατία, αλλά για τους πολιτισμένους λαούς, όχι για εμάς. Επιλεκτική βέβαια η σχέση, καθ’ ότι η ίδια αυτή τάξη είναι φανατικά υπέρμαχη οποιουδήποτε «εκσυγχρονισμού» αφορά την αύξηση του ιδιωτικού κέρδους και την «ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας».
Στο προηγούμενο άρθρο μου στην «Εφ.Συν.» είχα υποστηρίξει ότι στρατηγικός στόχος του καθεστώτος είναι η επιστροφή σε μια κουτσουρεμένη δημοκρατία που θα θυμίζει το μετεμφυλιακό αντικομμουνιστικό κράτος. Εκείνο το κράτος όμως δεν είχε μόνον έναν στενά πολιτικό χαρακτήρα – δεν ήταν δηλαδή απλώς ένα καθεστώς βίαιης δίωξης της οργανωμένης Αριστεράς από τις πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπούσαν τους νικητές του Εμφυλίου. Ηταν ταυτόχρονα ένα βαθύτατα ταξικό καθεστώς, που βόλευε από κάθε άποψη το κυρίαρχο τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης ως προς την ανενόχλητη απόλαυση της ταξικής κυριαρχίας του.
Ο προνεωτερικός χαρακτήρας της κυριαρχίας της μεγαλοαστικής τάξης στην Ελλάδα εκδηλώνεται με το γεγονός πως η εν λόγω τάξη δεν έχει τον παραμικρό ενδοιασμό να εκφράζει την κυριαρχία της στο ιδεολογικό επίπεδο. Πώς; Μα διά μέσου του ανερυθρίαστου ταξικού ρατσισμού που αναφέρθηκε πιο πάνω.
Προφανώς και δεν είναι άσχετος ο ταξικός ρατσισμός των Ελλήνων μεγαλοαστών με τον αντικομμουνισμό τους. Αλλά και τούτος ο τελευταίος είχε αποκτήσει, τουλάχιστον από την εποχή του Εμφυλίου, έναν ρατσιστικό χαρακτήρα. Ας μην ξεχνάμε την υβριστική λέξη «κατσαπλιάς» – που ορίζεται από τον Στράτη Μυριβήλη, στην έντονα αντικομμουνιστική του περίοδο, ως εξής: «Τι είναι ο κατσαπλιάς; Είναι αυτό το ον το άθλιο και άπατρι, το βρωμερό, το αιμοβόρο, το χωρίς συνείδηση και ανθρωπιά δίπουν, που χτυπά όταν σε βρει άοπλον και το βάζει στα πόδια». Και ευθέως για τους κομμουνιστές, ο ίδιος αυτός Μυριβήλης θα πει: «Είναι τρελοί αυτοί οι άνθρωποι; Οχι. Είναι απλώς κομμουνιστές. Είναι διαφοροποιημένοι πρώην Ελληνες που τώρα ανήκουν στη νέα φυλή…» [1].
Ο ταξικός ρατσισμός της ελληνικής Δεξιάς και της εγχώριας μεγαλοαστικής τάξης είναι ένας «γνήσιος» ρατσισμός – δεν είναι ο «ομαλοποιητικός» ρατσισμός που είναι εγγενής στον καπιταλισμό και που, ιδίως κατά το πρώτο στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αντιμετώπιζε τις κατώτερες τάξεις ως «επικίνδυνα στρώματα» που πρέπει να πειθαρχηθούν και να διαπαιδαγωγηθούν. Από τους Ελληνες μεγαλοαστούς, οι κατώτερες τάξεις (και οι αριστεροί εκπρόσωποί τους) αντιμετωπίζονται ως κατώτερη φυλή.
Εξ ου και το ταξικό μίσος εναντίον του δημόσιου Πανεπιστημίου. Μετά τη Μεταπολίτευση, με τον εκδημοκρατισμό και τον (αληθινό) εκσυγχρονισμό του, το ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο άρχισε να αποτελεί μια αληθινή απειλή. Είναι δυνατόν τα παιδιά του υπηρετικού μας προσωπικού και των εργατοϋπαλλήλων μας να σπουδάζουν σε συνθήκες εφάμιλλες με εκείνες των δικών μας, που ξοδευόμαστε για να τα στέλνουμε στα καλύτερα Πανεπιστήμια της Εσπερίας;
[1] Βλ. http://vaspik.blogspot.com/2017/06/1923.html
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών