Ο Μάκης Βορίδης παραιτείται από υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου υπό την πίεση του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει δεκτή την παραίτησή του και ορίζει στη θέση του υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου τον Θάνο Πλεύρη. Παρά τις –για προφανείς λόγους- φιλότιμες προσπάθειες αποσύνδεσής του από την ακραιφνώς ναζιστική ιδεολογική τοποθέτηση του πατέρα του, Κωνσταντίνου Πλεύρη, ο Θ. Πλεύρης δεν μας έχει πείσει και τόσο. Ειδικά ως προς την αρμοδιότητα του χαρτοφυλακίου που μόλις ανέλαβε, αλησμόνητη παραμένει η άποψή του ότι το μεταναστευτικό και προσφυγικό θα λυθεί αν στα σύνορα υπάρξουν νεκροί (μετανάστες και πρόσφυγες, εννοείται). Δύσκολο φαινόταν αλλά ισχύει. Ο Μητσοτάκης κατάφερε να επιλέξει για υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου έναν ακόμα πιο ακροδεξιό και από τον Βορίδη.
Τις ίδιες ημέρες περίπου, η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως καταθέτει το νέο εργασιακό νομοσχέδιο. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι με αυτό το νομοσχέδιο η κυβέρνηση δίνει τη χαριστική βολή στα ήδη κατακρεουργημένα εργασιακά δικαιώματα. Ο Φρίντριχ Χάγιεκ, ο Γκάρι Μπέκερ και άλλοι –ζώντες ή τεθνεώτες- επιφανείς γκουρού του νεοφιλελευθερισμού θα αισθάνονταν δικαιολογημένη υπερηφάνεια για τα πνευματικά τους τέκνα που στελεχώνουν τη σημερινή κυβέρνηση της ελληνικής Δεξιάς.
Ακροδεξιά πολιτική και νεοφιλελευθεροποίηση είναι οι δύο κεντρικοί άξονες της στρατηγικής του ελληνικού κοινωνικο-πολιτικού καθεστώτος τουλάχιστον από τότε που επανεξελέγη η Δεξιά στην κυβέρνηση το 2019. Μετά και τις εκλογές του 2023 και τη συνακόλουθη διάλυση της Αριστεράς (κατόπιν και της νικηφόρας έκβασης της επιχείρησης «Κασσελάκης»), η Δεξιά πλέον βαδίζει ουσιαστικά ανενόχλητη προς την ολοκλήρωση της εν λόγω στρατηγικής.
Παράλληλα, κατά τους τελευταίους μήνες, μετά τις νέες αποκαλύψεις για το έγκλημα των Τεμπών και για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, η ελληνική πολιτική ζωή κυριαρχείται από ταραχώδεις διαμάχες. Λόγω όμως ακριβώς της απουσίας μιας ισχυρής αντιπολίτευσης, χλομό φαίνεται, ακόμη και τώρα, το σενάριο ανατροπής της δεξιάς κυβέρνησης. Χωρίς προφανώς να μπορούμε να προβλέψουμε κάτι με βεβαιότητα, το πιθανότερο είναι πως η κυβερνητική «φθορά» θα παραμείνει στο επίπεδο της παραίτησης κάποιων υπουργών.
Τόσο το έγκλημα στα Τέμπη όσο και το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι πολιτικά γεγονότα με ευρύτερη σημασία. Το πρώτο αποτελεί κραυγαλέα ένδειξη της αδιαφορίας του καθεστώτος για τις στοιχειώδεις υποδομές από τις οποίες εξαρτώνται η ζωή και η ασφάλεια των πολιτών. Και το δεύτερο αποτελεί την κορωνίδα, θα λέγαμε, της εξαθλίωσης της ελληνικής πολιτικής που επέρχεται μετά από πολλές δεκαετίες κυριαρχίας του πελατειακού συστήματος. Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι η θλιβερή επιβεβαίωση της εντύπωσης που επικρατεί ότι η διαφθορά δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας της καθεστωτικής πολιτικής. Η δήλωση του προέδρου της Νέας Αριστεράς («Διαχειρίστηκα 26 δισεκατομμύρια ευρώ του ΕΣΠΑ και ζω στο νοίκι») σε άλλες εποχές πιθανότατα θα ακουγόταν προκλητική – ότι περιμένει να του πούμε και «μπράβο» για το αυτονόητο. Τώρα ήταν μια σχεδόν απαραίτητη υπενθύμιση ότι ΔΕΝ «είμαστε όλοι ίδιοι».
Γενικά, η διαρκής ενασχόληση της Αριστεράς με τα εν λόγω ζητήματα είναι αναπόφευκτη. Τούτο όμως οδηγεί σε μια κατάσταση που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «πολιτική ματαιότητα». Ακριβώς επειδή είναι κοινοβουλευτικά και δημοσκοπικά ανίσχυρη, το μόνο που μπορεί να κάνει η Αριστερά είναι να καταγγέλλει. Ακόμη και αν πειθόταν ο Μητσοτάκης να κάνει τώρα εκλογές, μακράν το πιθανότερο είναι ότι θα τις κέρδιζε – και τα πράγματα για την Αριστερά (αλλά και για την ελληνική κοινωνία) θα ήταν τότε ακόμα χειρότερα.
Υπάρχει και μια άλλη πλευρά του ζητήματος, που μακροπρόθεσμα ίσως είναι πιο σημαντική. Με το να είναι αναγκασμένη η Αριστερά να επικεντρώνεται διαρκώς σε σκάνδαλα και σοβαρά εγκλήματα, αποκτά άθελά της μια ιδεολογικο-πολιτική ταυτότητα που περιορίζει δραστικά τον ρόλο της ως Αριστεράς. Ο ρόλος ενός αδέκαστου «συλλογικού λαϊκού εισαγγελέα» μπορεί να είναι ο αναπόφευκτος ρόλος της αριστερής αντιπολίτευσης σε μια δεξιά κυβέρνηση βουτηγμένη στην παρανομία, αλλά ταυτόχρονα απομακρύνει από την ουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν έχω βέβαια στοιχεία για να υποστηρίξω ότι πρόκειται για σκόπιμη μανούβρα της Δεξιάς, αλλά η επικέντρωση της διαμάχης σε ζητήματα –κατάφωρης, έστω- παραβίασης των νόμων τη Δεξιά μακροπρόθεσμα τη βολεύει. Οσο διαθέτει την πλειοψηφία στη Βουλή, η ίδια δεν κινδυνεύει από τις καταγγελίες περί σκανδάλων και παρανομιών. Το νομοσχέδιο της Κεραμέως δεν αποτελεί καμιά παρανομία. Θα κινδύνευε όμως το καθεστώς που στηρίζει την κυβέρνηση, αν παρέλυαν η οικονομία και η διοίκηση από απεργίες διαρκείας μέχρι να αποσυρθεί το εν λόγω νομοσχέδιο.