Αν μου ζητούσαν να επισημάνω το σημαντικότερο οργανωτικό γνώρισμα ενός αριστερού κόμματος, θα απαντούσα ως εξής: ότι η δημοκρατική του λειτουργία συμπίπτει απόλυτα με τον ρεαλισμό της πολιτικής του στρατηγικής. Με άλλα λόγια, πιστεύω πως είναι τελείως λάθος η άποψη ότι η δημοκρατική λειτουργία ενός κόμματος της Αριστεράς είναι απλώς «θέμα αρχών», που σημαίνει «πολυτέλεια», όταν έχουμε να κάνουμε με χάραξη ρεαλιστικής και βιώσιμης πολιτικής, την οποία μόνο μια ηγετική ομάδα που «ξέρει από αυτά» μπορεί να αναλάβει.
Η ιδιαιτερότητα του αριστερού κόμματος συνίσταται στο ότι τα μέλη και οι οργανώσεις του δεν είναι απλώς οι ψηφοφόροι των οργάνων του στα συνέδρια. Είναι οι ζωντανοί μεταδότες των αναγκών και επιθυμιών των λαϊκών μαζών, των κατώτερων και μεσαίων τάξεων. Το κόμμα ως «συλλογικός διανοούμενος» δεν είναι μια γκραμσιανή θεωρητική παρόλα, ούτε σημαίνει πως τα μέλη του αριστερού κόμματος έχουν όλα μεταπτυχιακά ή διδακτορικό.
Είναι ο όρος που χαρακτηρίζει το αριστερό κόμμα στο σύνολό του, δηλαδή με τα μέλη και τις οργανώσεις του, ως φορέα που αφουγκράζεται, εκφράζει, καθοδηγεί και καθοδηγείται από τις λαϊκές μάζες που θέλει να εκπροσωπεί, σε μια διαδικασία που αν δεν είναι δημοκρατική είναι ανύπαρκτη. Αυτός είναι ο ρεαλισμός της Αριστεράς – ήτοι η καθημερινή αλλά και στρατηγική σχέση της με την κοινωνική πραγματικότητα. Και δεν πρόκειται για εξιδανικευμένο θεωρητικό σχήμα που δεν έχει εφαρμοστεί πουθενά. Αυτή ήταν η πραγματικότητα των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών, σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων – όσο ήταν δημοκρατικά και αριστερά.
Οταν όλη αυτή η διαδικασία υποκαθίσταται από μια «φωτισμένη» ηγεσία που αποφασίζει την πολιτική της εκπροσώπησης ή -πόσο μάλλον- επιλέγει ποιοι θα είναι οι «εκπρόσωποι» των μαζών, εγκαταλείπεται ο ρεαλισμός και περνάμε στον οπορτουνισμό. Ο ρεαλισμός της αριστερής κοινωνικής και πολιτικής ανάλυσης παραχωρεί τη θέση του στον οπορτουνιστικό «ρεαλισμό» των «ειδικών» και των δημοσκοπήσεων. Τούτο δεν σημαίνει πως υποτιμώ τη συγκυριακή σπουδαιότητα που μπορεί να έχουν οι τελευταίες. Οπως δεν υποτιμώ και την αξία του οπορτουνισμού. Εξηγούμαι.
Το ΠΑΣΟΚ κατά την «ένδοξη» περίοδο της ραγδαίας ανόδου του ήταν περίπτωση ενός επιτυχημένου οπορτουνισμού. Καμία σχέση με δημοκρατικό αριστερό κόμμα (κόμμα που κάνει το πρώτο του συνέδριο δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή του και που εκλέγει τον πρόεδρό του διά βοής -βλ. και Τάσος Παππάς, «Εφ.Συν.», 23.11.2019, «Κόμμα της ελάσσονος συμπολίτευσης;»– είναι ο ορισμός του μη δημοκρατικού κόμματος), κατάφερε παρ’ όλα αυτά να κυριαρχήσει στην πολιτική ζωή του τόπου κατά τις τέσσερις πρώτες μεταδικτατορικές δεκαετίες. Και τούτο διότι η ηγεσία του είχε κατορθώσει, κατά τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του, να εφαρμόσει ορισμένες εξαιρετικά επιτυχημένες οπορτουνιστικές επιλογές. Σε γενικές γραμμές, τούτες οι επιλογές θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν με τον όρο «ιδεολογική πολυσυλλεκτικότητα».
Ηταν μια επιτυχημένη οπορτουνιστική στρατηγική, διότι, όπως φαίνεται και από τη λέξη «οπορτουνισμός», η επιτυχία της κρίθηκε όχι μόνον από τις ικανότητες της ηγεσίας, αλλά και -κυρίως- από τις «ευκαιρίες» που παρείχε η τότε επικρατούσα κοινωνικο-πολιτική κατάσταση.
Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου μπόρεσε να συνδυάσει ιδεολογικά στοιχεία από την ακόμη ισχυρή ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, από τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου που είχαν απήχηση και στην Ελλάδα μετά την εμπειρία της δικτατορίας και του Κυπριακού, καθώς και από τα απομεινάρια της προδικτατορικής Ενωσης Κέντρου (που παρείχαν και την απαραίτητη για το ελληνικό πολιτικό σύστημα πελατειακή βάση του νεότευκτου τότε κόμματος) – και στον χώρο των νέων, στοιχεία από έναν «ντούρο» μαρξισμό-λενινισμό που ανταγωνιζόταν εκείνον της ΚΝΕ και που είχε πέραση στην ευρύτερη ριζοσπαστικοποιημένη νεολαία της εποχής.
Παρά την κατάρρευση της επικρατειακής διπολικότητας του Ψυχρού Πολέμου, με την παγκόσμια επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, η λειτουργική διπολικότητα που κυριαρχεί στον εικοστό πρώτο αιώνα είναι πιο απόλυτη, καθότι παρέχει λιγότερες «ευκαιρίες» εναντίωσης στο σύστημα. Αφήνοντας απ’ έξω τις διαφορετικές παραλλαγές της Ακροδεξιάς και τον ισλαμικό εξτρεμισμό, η επιλογή τώρα είναι μία: υπέρ ή κατά του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Η «προοδευτική» ιδεολογική πολυσυλλεκτικότητα είναι πλέον ανέφικτη.
Η μία μετά την άλλη, οι οπορτουνιστικές ηγεσίες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, προσπαθώντας να αυτοπροβάλλονται ως πιο «λάιτ» εκδοχές του νεοφιλελευθερισμού, έπεσαν στην παγίδα και απορροφήθηκαν από το σύστημα. Ο πιο αποτυχημένος οπορτουνισμός αυτού του είδους υπήρξε η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ από το 2012. Η «πασοκοποίηση» είναι το κραυγαλέο παράδειγμα προς αποφυγήν σε διεθνές επίπεδο. Θα ήταν τραγωδία με ανυπολόγιστες συνέπειες αν το ισχυρότερο κόμμα της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής Αριστεράς ακολουθούσε αυτή την αυτοκαταστροφική πορεία.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών