Το ζήτημα των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων στις δημοσκοπήσεις εξακολουθεί σταθερά να λαμβάνει συγκριτικά χαμηλά ποσοστά ανάμεσα στα προβλήματα που απασχολούν τους πολίτες, με πολύ μεγάλη διαφορά από ζητήματα όπως η ακρίβεια, τα ελληνοτουρκικά, οι μισθοί και οι εργασιακές συνθήκες, η διαφθορά και η διαφάνεια (βλ., για παράδειγμα, έρευνα Prorata, «Εφ.Συν.», 26-27.11.2022). Σε τούτο το άρθρο θα προσπαθήσω να απαντήσω σε ένα ερώτημα που με απασχολεί από το καλοκαίρι: Γιατί, παρ’ όλα αυτά, οι υποκλοπές είναι το ζήτημα στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ και τα (λιγοστά) ΜΜΕ που τον υποστηρίζουν δίνουν απόλυτη προτεραιότητα στην αντιπολιτευτική τους πρακτική;
Για την ευρύτερη κατανόηση του ζητήματος, θα πρέπει να ξεκινήσουμε «ανάποδα», ούτως ειπείν. Γιατί ο πολύς κόσμος αδιαφορεί, ή τουλάχιστον δεν πείθεται πως οι παρακολουθήσεις είναι ανάμεσα στις βασικές προτεραιότητες που θα έπρεπε να τον απασχολούν; Το ερώτημα οφείλουμε να το προσεγγίσουμε σε δυο επίπεδα, ένα γενικό κι ένα κάπως πιο συγκεκριμένο.
Στο γενικό επίπεδο, ας αναλογιστούμε κατ’ αρχάς ποια είναι η εικόνα της σύγχρονης κοινωνίας, όπως αυτή προκύπτει από τα ΜΜΕ αλλά και από την καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων. Πρώτον, όσον αφορά τη διάκριση ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας. Ο πολιτισμός των «ριάλιτι», όπου προσωπικές πρακτικές/σχέσεις/ανταγωνισμοί/πάθη/έρωτες καθίστανται δημόσιο θέαμα, με την εθελούσια κιόλας συμμετοχή των προσώπων που εκτίθενται, αλλά και, πιο πρόσφατα, η πρακτική των αναρτήσεων με «σέλφι» ιδιωτικών στιγμών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν υπονομεύσει ριζικά τουλάχιστον την ηθική διάσταση τούτης της διάκρισης.
Δεύτερον, ως προς την τεχνική δυνατότητα των παρακολουθήσεων. Και πάλι λόγω της μαζικής και οικειοθελούς συμμετοχής του κόσμου στην κατανάλωση και στη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, οι άνθρωποι έχουν μάθει να ζουν με τη διαρκή αίσθηση πως επιτηρούνται διαρκώς. Θεωρητικά τουλάχιστον, οι πάντες γνωρίζουν ότι με τη χρήση ενός κινητού ή υπολογιστή, εντελώς απαραίτητου εργαλείου στην καθημερινότητά τους, οι κινήσεις τους και τα όσα λένε ή γράφουν τίθενται δυνάμει στην ευάλωτη θέση του αντικειμένου της παρακολούθησης ενός άγνωστου ή αόρατου επιτηρητή, που μπορεί να είναι η ψηφιακή εταιρεία, το κράτος, μια μυστική υπηρεσία ή ο γείτονας. Οι πολίτες έχουν συνηθίσει να ζουν με αυτό. Ας θυμηθούμε, ακόμη και πριν από την επικράτηση της ψηφιακής τεχνολογίας, πόσο συχνή ήταν (και είναι) η φράση: «Αυτά δεν λέγονται από το τηλέφωνο».
Τέλος, ακόμη και στο ζήτημα του ποιες ειδήσεις τραβούν την προσοχή – είτε στα μανταλάκια των περιπτέρων, είτε στα τηλεοπτικά «πρωινάδικα», είτε στους ιστότοπους με μαζική επισκεψιμότητα: η αποκάλυψη των πάσης φύσεως «σκανδάλων» –ερωτικών, οικονομικών, πολιτικών– που επιτυγχάνεται κατόπιν αποτελεσματικής παρακολούθησης των συμμετεχόντων σε αυτά από τα «λαγωνικά» της δημοσιογραφίας.
Εκλαϊκεύοντας και εκχυδαΐζοντας τη διαπίστωση του Μισέλ Φουκό, ότι οι νεωτερικές κοινωνίες είναι οι κοινωνίες της γενικευμένης και εξατομικευμένης επιτήρησης, εμείς θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι η κοινωνία της γενικευμένης κλειδαρότρυπας – και ο κόσμος έχει μάθει να την αποδέχεται ως τέτοια.
Πιο συγκεκριμένα, τώρα. Το ζήτημα των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων προέκυψε ως σκάνδαλο, όχι επειδή ξαφνικά αποκαλύφθηκε πως κάποιοι απλοί πολίτες παρακολουθούνται –πράγμα που και ήδη γνωστό και, με μία έννοια, αποδεκτό είναι για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω–, αλλά επειδή αποκαλύφθηκε ότι παρακολουθούνται κάποιοι πολιτικοί, δημοσιογράφοι και μεγαλοεπιχειρηματίες. Δηλαδή κάποιοι «επώνυμοι» – κάποιοι «ισχυροί», με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό στη συνείδηση του κόσμου. Το ότι το υποκείμενο των παρακολουθήσεων στην προκειμένη περίπτωση είναι η κυβέρνηση, και μάλιστα ο στενός πυρήνας του ίδιου του πρωθυπουργού, ουδεμία εντύπωση προξενεί – αφού ούτως ή άλλως οι έχοντες εξουσία παρακολουθούν. Και το ότι τα αντικείμενα της παρακολούθησης είναι ισχυρά πρόσωπα και, μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, στελέχη της κυβέρνησης και του πολιτικο-οικονομικού καθεστώτος, όχι απλώς δεν ξενίζει, αλλά υπό μία έννοια… ικανοποιεί και το «περί δικαίου αίσθημα». Μας παρακολουθούν εμάς, ας παρακολουθούν και τους δικούς τους, καλά τους κάνουν. Ή αλλιώς: Και τι μας νοιάζει εμάς αν οι ισχυροί παρακολουθούνται μεταξύ τους;
Ο ΣΥΡΙΖΑ και τα Μέσα που τον υποστηρίζουν έχουν αυτοπαγιδευτεί σε μια σκανδαλολογία που δεν οδηγεί πουθενά. Από πλευράς πολιτικής ουσίας, η κριτική της επιτηρητικής εξουσίας είναι σχεδόν τόσο σημαντική όσο και η εναντίωση στο καπιταλιστικό σύστημα. Που σημαίνει πως οφείλει να αποτελεί βασικό συστατικό της γενικής στρατηγικής της Αριστεράς, αλλά δεν μπορεί να κατέχει μονίμως τη θέση του υπ’ αριθμόν ένα ζητήματος σε επίπεδο τακτικής. Από πλευράς επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας, σιγά το μέγα σκάνδαλο που αποκαλύφθηκε.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητή της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών