Macro

Κύρκος Δοξιάδης: Περί προόδου

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε πρόσφατη εκδήλωση για τα 40 χρόνια στην Ε.Ε., δήλωσε μεταξύ άλλων τα εξής: «Γύρω από το ζητούμενο της δυνατής ευρωπαϊκής Ελλάδας οικοδομήθηκαν, λοιπόν, ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις αναβαθμίζοντας την ποιότητα της εσωτερικής πολιτικής ζωής. Με ένα μόνο σκοτεινό διάλειμμα: την περίοδο κατά την οποία επικράτησε ο διχαστικός λαϊκισμός, το 2015. Τότε που η χώρα οδηγήθηκε ένα μόλις βήμα πριν από τον γκρεμό. Και πάλι όμως, οι προοδευτικές δυνάμεις αντιστάθηκαν και διέλυσαν τα έωλα συνθήματα».

Οπως ήταν τελείως αναμενόμενο και απολύτως δικαιολογημένο, τούτες οι δηλώσεις προκάλεσαν θύελλα οργισμένων αντιδράσεων, από την Αριστερά γενικότερα και από τον ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα. Εγώ πάλι, ίσως επειδή λόγω κάποιας «επαγγελματικής διαστροφής» συνηθίζω να ερμηνεύω ποικιλοτρόπως τον δημόσιο λόγο, σχεδόν χάρηκα. Σκέφτηκα ότι αν η Δεξιά εξακολουθεί να θεωρεί «σκοτεινό διάλειμμα» την «αριστερή παρένθεση», τούτο σημαίνει πως μπορεί και να ήταν όντως αριστερή. Και ως προς τον «διχαστικό λαϊκισμό», επίσης αντιλαμβάνομαι ως εύσημα προς την Αριστερά –με δεδομένο το συγκεκριμένο υποκείμενο εκφοράς του λόγου– τόσο το «διχαστικός» όσο και το «λαϊκισμός».

Πιο πολύ με ενόχλησε και με προβλημάτισε η τελευταία πρόταση του αποσπάσματος που παραθέτω. Και ειδικότερα η χρήση του όρου «προοδευτικές δυνάμεις» για να αναφερθεί στον εαυτό του και στις κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις που εκπροσωπεί. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να πω: «Ακου θράσος!». Κατόπιν άρχισα να συνειδητοποιώ κάποια πράγματα.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Δεξιά και οι κυρίαρχες κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις γενικότερα χρησιμοποιούν για τον εαυτό τους τον χαρακτηρισμό «προοδευτικός». Αλλωστε η ατελείωτη φλυαρία περί «εκσυγχρονισμού» και «μεταρρυθμίσεων», που σταθερά συνοδεύει ως επωδός όλες τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές εδώ και κάμποσα χρόνια, υπονοεί ταυτόχρονα κάποια έννοια προόδου. Οι όροι «πρόοδος» και «εκσυγχρονισμός» είναι περίπου ταυτόσημοι – ιδίως αν αναλογιστούμε ότι και οι δύο ορίζονται σε αντιδιαστολή με τον «συντηρητισμό» ή την «οπισθοδρόμηση».

Θα μπορούσαμε λοιπόν να σκιαγραφήσουμε την τρέχουσα ιδεολογικο-πολιτική αντιπαλότητα, σχεδόν με τη μορφή γελοιογραφίας, όπου Αριστερά και Δεξιά (η δεύτερη μαζί με το αντι-αριστερό «Κέντρο») θα στέκονται αντικριστά η μια στην άλλη και θα κραυγάζουν εκατέρωθεν: «Εμείς είμαστε οι προοδευτικές δυνάμεις!». «Οχι, εμείς!» (Ας μη λησμονούμε και τη σχετικά πρόσφατη προσθήκη του όρου «Προοδευτική Συμμαχία» στην ονομασία του ΣΥΡΙΖΑ.)

Πέρα από τη φαιδρότητα του όλου πράγματος, το ζήτημα είναι βαθύτατα ιδεολογικό. Δεν θα καταπιαστώ εδώ με το πολιτικο-φιλοσοφικό ζήτημα του πώς ερμηνεύεται η πρόοδος από διαφορετικές πολιτικές οπτικές γωνίες (που άλλωστε ανάγεται στα πολλαχώς ερμηνεύσιμα προτάγματα του ίδιου του Διαφωτισμού). Στη σύγχρονη εποχή, στο επίπεδο της πρακτικής πολιτικής ιδεολογίας, έχουμε να κάνουμε με την αντιστροφή κάποιων όρων, που επενεργεί κατά τρόπο θεμελιώδη και σε τεράστιο βαθμό (ακόμη) ασυνείδητο.

Ειδικά οι έννοιες της προόδου και του προοδευτικού συχνά (αν και όχι κατ’ ανάγκην) παραπέμπουν σε μια αφήγηση ή αναπαράσταση της ανθρώπινης Ιστορίας, σύμφωνα με την οποία η ανθρωπότητα, έστω διά μέσου αντιφάσεων, συγκρούσεων και πρόσκαιρων οπισθοδρομήσεων, διαρκώς προοδεύει, υπό την έννοια ότι οδηγείται αναπόφευκτα, νομοτελειακά, προς ένα καλύτερο μέλλον ή προς το «τελικό στάδιο» της ιστορικής πορείας. Μέχρι την πτώση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», τούτη η αφήγηση συνόδευε σχεδόν αποκλειστικά την ιδεολογία της Αριστεράς (βλ. σχ. στο προηγούμενο άρθρο μου στην «Εφ.Συν.»).

Γι’ αυτόν τον λόγο, ό,τι πω τώρα ίσως φανεί παράδοξο, αλλά δεν είναι. Η νομοτελειακή αναπαράσταση της ιστορικής «προόδου» έχει περάσει πλέον σχεδόν εξ ολοκλήρου στην ιδεολογία του αντιπάλου της Αριστεράς – των κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων που ομνύουν στο όνομα της «ελεύθερης αγοράς», δηλαδή του καπιταλισμού. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη θεωρία περί «τέλους της Ιστορίας» του Φουκουγιάμα – αυτή ίσως ήταν η πιο περίτεχνη θεωρητική της έκφανση. Τι ήταν το περίφημο «Δεν υπάρχει εναλλακτική» της Μάργκαρετ Θάτσερ αν όχι αυτό ακριβώς; Αν όχι δηλαδή η βαθιά πεποίθηση πως η Ιστορία οδηγεί νομοτελειακά την ανθρωπότητα προς την πλήρη αποδοχή των νεοφιλελεύθερων δογμάτων;

Και προφανώς η ιδεολογική αυτή εμμονή στη νεοφιλελεύθερη νομοτέλεια δεν περιορίζεται στη ρητορική των πολιτικών αρχηγών. Υφέρπει ως το ιδεολογικό υπέδαφος ολόκληρης της αρχιτεκτονικής της Ε.Ε. από το Μάαστριχ κι έπειτα. Ηταν η ιδεολογική καταξίωση για τη μέχρι τελικής πτώσεως προσήλωση στην καταστροφική πολιτική των μνημονίων. Οντως, απέναντι σε μια τέτοια «πρόοδο» η Αριστερά είναι οπισθοδρομική.

Η απάντηση της Αριστεράς ας μην είναι η επιστροφή στη δική της εκδοχή της ιστορικής νομοτέλειας. Ας είναι η –θεωρητική, ιδεολογική, πρακτική– καταστροφή της νομοτέλειας και της «προόδου» των ιδεολόγων του νεοφιλελευθερισμού.

Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών