Macro

Κύρκος Δοξιάδης: Περί προγραμματικής βάσης

Κάτι που τίθεται διαρκώς ως προϋπόθεση στις συζητήσεις περί πιθανής συνεργασίας των «προοδευτικών δυνάμεων», από περίπου όλες τις πλευρές, αλλά κυρίως από τη Νέα Αριστερά, είναι πως η συνεργασία και η όποια συμμαχία μπορούν να συμβούν μόνο σε προγραμματική βάση – όχι επί τη βάσει ευκαιριακών συγκλίσεων. Ας δούμε λοιπόν πιο συγκεκριμένα ποιες είναι οι πρακτικές συνέπειες του να τίθεται η προγραμματική βάση ως προϋπόθεση για συνεργασία.

Πρώτα απ’ όλα, αν τούτη η προϋπόθεση αντιμετωπιστεί στοιχειωδώς στα σοβαρά, αποδυναμώνεται σε τεράστιο βαθμό το διάχυτο αλλά αφελέστατο ιδεολόγημα του «Βρείτε τα (πάση θυσία) για να πέσει ο Μητσοτάκης». Αν τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν μπορούν να «τα βρουν» σε θεμελιώδες προγραμματικό επίπεδο, εξυπακούεται ότι δεν θα μπορούν να συνεργαστούν ούτε για να πέσει ο Μητσοτάκης. Φέρνω ακραίο παράδειγμα για να γίνω κατανοητός: Θα ήταν παράλογο να συμμαχήσει η Αριστερά με την Ακροδεξιά για να πέσει η κυβέρνηση της Δεξιάς. Ενα το κρατούμενο.

Το δεύτερο ζήτημα αφορά ακριβώς την πρακτική διάσταση των επιμέρους κομματικών προγραμμάτων. Επειδή στην πολιτική δεν «είσαι ό,τι δηλώσεις», μπορεί ένα κόμμα να εξακολουθεί να λέγεται «Ριζοσπαστική Αριστερά» και στο καταστατικό του να εξακολουθεί (για λόγους αδράνειας, κυρίως) να έχει ως στρατηγικό στόχο τον «σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία», αλλά στην πολιτική του πρακτική η σχέση του τόσο με τη μεν όσο με τον δε να είναι όση η σχέση του φάντη με το ρετσινόλαδο.

Το τρίτο ζήτημα, που συνδέεται άμεσα με το δεύτερο, είναι ότι η προϋπόθεση της προγραμματικής σύγκλισης προσγειώνει αναπόφευκτα τις συζητήσεις για συνεργασία και ενότητα στη «σκληρή» πραγματικότητα. Ορισμένες φορές ακούγονται εκκλήσεις για ενότητα που εκφράζονται με τρόπο που υπονοεί ότι πρόκειται για κάτι πανεύκολο – και που δεν συμβαίνει απλώς επειδή κάποιοι «κοιμούνται» ή είναι υπερβολικά πεισματάρηδες. Μέχρι και οι… εκλογές στην Πορτογαλία χρησιμοποιήθηκαν ως επιχείρημα για να «ξυπνήσουν» κάποιοι στην Ελλάδα και να προχωρήσουν επιτέλους στην περιπόθητη ενότητα. Οταν έχεις να συζητήσεις στη βάση προγραμμάτων και συνολικών πολιτικών πρακτικών, καθίσταται εμφανές ότι έχεις να κάνεις με μια διαδικασία επίπονη, που απαιτεί προσεκτικές κινήσεις και που πάντως δεν εγγυάται προεξοφλημένο αποτέλεσμα.

Και φτάνουμε στο ουσιαστικότερο ζήτημα που προκύπτει από την προϋπόθεση της προγραμματικής βάσης. Οσοι φωνάζουν «Βρείτε τα», κατά κανόνα το κάνουν ως επείγουσα έκκληση για να «φύγει ο Μητσοτάκης». Εχω κατ’ επανάληψη εξηγήσει (και όχι μόνον εγώ) ότι με τα τωρινά δημοσκοπικά δεδομένα είναι ούτως ή άλλως υπερβολικά αφελές να πιστεύει κανείς ότι θα αρκέσει το άθροισμα της εκλογικής ισχύος των κομμάτων της ήσσονος (κεντρο)αριστερής αντιπολίτευσης για να πέσει η κυβέρνηση της Ν.Δ. (Για το ΠΑΣΟΚ δεν τίθεται ούτως ή άλλως ζήτημα συνεργασίας – όπως φάνηκε περίτρανα και από την άρνησή του να συνυπογράψει την επιστολή-καταγγελία που κατέθεσε το ΚΚΕ εναντίον της κυβέρνησης για τη Γάζα.) Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά σε αυτό το ζήτημα, που είναι πιο ουσιώδης.

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι όντως η χειρότερη κυβέρνηση από την εποχή της Μεταπολίτευσης – με διαφορά κιόλας. Δεν έχουμε να κάνουμε όμως ούτε με στρατιωτική δικτατορία ούτε με χώρα υπό ξένη κατοχή. Οι εκκλήσεις για ενότητα πάση θυσία εμμέσως πλην σαφέστατα στηρίζονται στην άποψη ότι έχουμε να κάνουμε με «κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Η οποία όντως επιβάλλεται να αντιμετωπιστεί ως «αρνητικός αυτοσκοπός». Ως κάτι δηλαδή που πρέπει να ανατραπεί με έναν κοινό αγώνα ο οποίος αφήνει κατά μέρος τις όποιες ιδιαιτερότητες και διαφορές όσων συμμετέχουν σε αυτόν. Χωρίς να χρησιμοποιείται άμεσα η επιχειρηματολογία της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης», ακούγεται συχνά η παρεμφερής έννοια του «θεσμικού κατήφορου»: ότι δηλαδή ο στόχος μας είναι η απαλλαγή από μια κατάφωρα παράνομη κυβέρνηση.

Οσο ακόμη έχουμε κοινοβουλευτισμό, οι πολιτικοί αγώνες διεξάγονται με όρους θετικών πολιτικών προγραμμάτων, που με τη σειρά τους στηρίζονται στην κοινωνικο-πολιτική ταυτότητα του κάθε φορέα. Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ο αδιαφιλονίκητος εκπρόσωπος του μεγάλου κεφαλαίου την εποχή του ολοένα και πιο ασύδοτου καπιταλισμού. Τούτη η κοινωνικο-πολιτική ταυτότητα εξηγεί γιατί είναι όντως η χειρότερη κυβέρνηση μετά τη χούντα. Ταυτόχρονα βέβαια εξηγεί και τη σταθερή εκλογική της ισχύ. Η συζήτηση επί προγραμματικής βάσης ίσως βοηθήσει την Αριστερά να ξαναβρεί τη δική της χαμένη κοινωνικο-πολιτική ταυτότητα. Μόνο έτσι θα μπορέσει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά «τον Μητσοτάκη». Και όχι συμμαχώντας με κάποιον που πιστεύει πως χωρίς ισχυρό ιδιωτικό τομέα δεν θα έχουμε ισχυρό κοινωνικό κράτος.

Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ