Από τις εθνικές εκλογές του 1977 έως εκείνες του 2023, στην Ελλάδα επικρατούσε δικομματισμός. Δηλαδή μια κατάσταση κατά την οποία κυριαρχούσαν εκλογικά δύο κόμματα, που εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία. Το κόμμα της Δεξιάς, η Ν.Δ., ήταν σταθερά ο ένας πόλος του δικομματισμού. Από το 1977 έως το 2012 ο άλλος πόλος ήταν το ΠΑΣΟΚ (που σήμερα γιορτάζει τα πενήντα του χρόνια) και από το 2012 έως το 2023 ο ΣΥΡΙΖΑ.
Με δεδομένη αυτή τη –σχηματοποιημένη, αλλά όχι ανακριβή- δομή της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας, η σύγκριση μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ καθίσταται αναπόφευκτη. Πριν από τα μνημόνια το ΠΑΣΟΚ και μετά το πρώτο μνημόνιο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το «αντίπαλο δέος» του κόμματος της Δεξιάς. Παρ’ ότι εκ πρώτης όψεως τούτη η ομοιότητα φαίνεται επιφανειακή, οι ιδεολογικές της συνέπειες ως προς τη συγκρότηση της ταυτότητας των δύο κομμάτων δεν είναι αμελητέες. Συχνά, ιδίως κατά το τελευταίο διάστημα, προβάλλεται ως το μείζον ζήτημα που αφορά την αντιπολίτευση η ανάγκη να συγκροτηθεί ένας φορέας που θα κατορθώσει να διώξει τη Δεξιά. Η «αντι-Δεξιά» ως πολιτική ταυτότητα ήταν και η θεμελιακή αφετηρία της επιχειρηματολογίας υπέρ της πασοκοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ που υπήρξε κεντρικός στόχος της ηγεσίας του κατά την περίοδο 2019-2023.
Από την άλλη, οι τραγικές εκλογικές επιπτώσεις του όλου εγχειρήματος της πασοκοποίησης καταδεικνύουν και στην πράξη τα όρια τούτης της δομικής ομοιότητας ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Η προσπάθεια να επαναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ την περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, και συνεπώς να μετατραπεί σε κάτι άλλο από αυτό που ήταν, αναπόφευκτα ισοδυναμούσε με τη βαθμιαία αυτο-αναίρεσή του και τη συνακόλουθη καταβαράθρωση της εκλογικής του επιρροής. Ας δούμε λοιπόν και τις διαφορές.
Αν η βασική –και σχεδόν η μόνη ουσιαστική– ομοιότητα μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ συνίστατο στη δομική θέση του αντι-δεξιού πόλου που κατείχαν πριν και μετά το 2012 αντίστοιχα, η βασική διαφορά θα πρέπει να αναζητηθεί στις ριζικά διαφορετικές ιστορικές συνθήκες στις οποίες αναδείχτηκαν κόμματα εξουσίας το μεν και ο δε.
Η τριετία 1974-1977, αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, μάλλον ήταν η λιγότερο οξυμένη κοινωνικο-πολιτικά περίοδος της μεταπολεμικής Ελλάδας. Η δικτατορία είχε μόλις καταρρεύσει, συμπαρασύροντας στην πτώση της το ιδεολόγημα της «εθνικοφροσύνης» και τις συνακόλουθες σκληρές κατασταλτικές πρακτικές του μετεμφυλιακού αντικομμουνιστικού κράτους. Είχε νομιμοποιηθεί η κομμουνιστική Αριστερά, και η καραμανλική Δεξιά, στο πλαίσιο ενός «ευρωπαϊκού προσανατολισμού» και με σταθερό στόχο την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, είχε συμβάλει σε έναν πρωτόγνωρο για τα τότε ελληνικά δεδομένα εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής. Το ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκε και ισχυροποιήθηκε ραγδαία ως το κόμμα εκείνο που θα ολοκλήρωνε τον εκδημοκρατισμό σε τομείς όπου η Δεξιά, λόγω κοινωνικο-ταξικών της εξαρτήσεων και διασυνδέσεων με το σκληροπυρηνικό ιδεολογικό της παρελθόν, δεν επρόκειτο να αποτολμήσει: κοινωνικό κράτος (ΕΣΥ), εκσυγχρονισμός οικογενειακού δικαίου, αναγνώριση εθνικής αντίστασης.
Παρά την επιφαινόμενη πόλωση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, που οξυνόταν περαιτέρω από την αντι-δυτική ρητορική του Ανδρέα Παπανδρέου, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., στις ειδικές συγκυρίες των πρώτων μεταδικτατορικών χρόνων, αλληλοσυμπληρώνονταν ως προς τους ρόλους που έμελλε το κάθε κόμμα να παίξει στο ευρύτερο πλαίσιο της εκπλήρωσης ενός καθυστερημένου αστικού εκσυγχρονισμού. Εξ ου και το γεγονός της ουσιαστικής σύμπλευσης των δύο, από την οκταετία Σημίτη κι έπειτα, όταν ο εν λόγω «εκσυγχρονισμός» προσέλαβε τον χαρακτήρα της νεοφιλελευθεροποίησης.
Η διετία 2010-2012, κατά την οποία ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός άρχισε να δείχνει το σκληρό του πρόσωπο με το πρώτο μνημόνιο και τις πολιτικές λιτότητας, ήταν περίοδος μιας πρωτοφανούς μεταδικτατορικά κοινωνικής αναταραχής. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε ως το κόμμα που κατόρθωσε να εκφράσει την τεράστια κοινωνική δυσαρέσκεια, οι αντικειμενικές αιτίες της οποίας είχαν ένα βαθύτατα ταξικό πρόσημο. Πέρα από τη δική του μέχρι τότε ιστορία ως του κόμματος που είχε προκύψει από την πολύπαθη ιστορία της ανανεωτικής Αριστεράς, η δομική του θέση σε εκείνη τη συγκυρία τον προσδιόριζε ως ούτως ή άλλως ένα ριζοσπαστικό, γνήσια αντισυστημικό, δηλαδή αντινεοφιλελεύθερο/αντικαπιταλιστικό κόμμα.
Το ότι κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του -2015-2019- ο ΣΥΡΙΖΑ εξαναγκάστηκε να ψηφίσει και να εφαρμόσει μνημόνιο αποτελεί την –κατά μέγα μέρος- αντικειμενική αιτία της εκλογικής του καθίζησης. Η απόπειρα πασοκοποίησης όμως που ακολούθησε, ιδίως μετά την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας, ήταν απολύτως υποκειμενική επιλογή της ηγεσίας – και κατά τούτο αυτοκτονική. Επισφράγισε στη συνείδηση του κόσμου την πλήρη ενσωμάτωσή του στο σύστημα. Μια συστημική «αντι-Δεξιά», σε συνθήκες ενός αχαλίνωτου πλέον νεοφιλελευθερισμού δεν είχε απολύτως κανέναν λόγο ύπαρξης.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι Ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών