Από τον Μαρξ κι έπειτα, η Αριστερά είναι αντικαπιταλιστική – ή έστω κυρίως αντικαπιταλιστική. Που σημαίνει ότι αναγνωρίζει, τόσο στη σφαίρα της θεωρίας όσο και στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής και εμπειρίας, ότι στη νεωτερικότητα, από τη βιομηχανική επανάσταση κι έπειτα, ο καπιταλισμός είναι το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας. Και ότι, επί πλέον, το εν λόγω σύστημα στηρίζεται στην κοινωνική αδικία και στην εκμετάλλευση, και εκ των πραγμάτων και από την ίδια του τη δομή παράγει και αναπαράγει παντού καταστάσεις ανελευθερίας και συνθήκες ανθρώπινης δυστυχίας.
Οσο κι αν ακούγεται βαρύγδουπο, τούτο σημαίνει πως η Αριστερά φέρει στους ώμους της την τεράστια ευθύνη του γνήσιου κληρονόμου του Διαφωτισμού. Αλλά όχι μόνο επειδή εκείνη είναι η μόνη ιδεολογική και πολιτική δύναμη που επιμένει με συνέπεια και χωρίς υποκρισία στην επιδίωξη των ιδανικών της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης. Κάτι που είναι ασύγκριτα πιο «βαρύ» ως κληρονομιά, είναι το καθήκον της Αριστεράς να αγωνίζεται για την επίτευξη τούτων των ιδανικών στηριζόμενη στην καθαυτό διανοητική διάσταση του Διαφωτισμού, ήτοι στην επιστημονική ορθολογικότητα. Και τούτο είναι ιδιαίτερα δύσκολο, για δύο αλληλοσυνδεόμενους λόγους.
Ο πρώτος είναι πως η επιστημονική ορθολογικότητα, η επιστημονική γνώση εν γένει, έχει τεθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου και σχεδόν από γεννησιμιού της στην υπηρεσία του καπιταλιστικού συστήματος. Ο καπιταλισμός ιδρύθηκε και εξασφάλισε την κυριαρχία του εκμεταλλευόμενος την επιστημονική γνώση και τις πολλαπλές της εφαρμογές.
Χωρίς να είναι από μόνη της ή από τη φύση της καπιταλιστική η επιστημονική γνώση, οι περισσότεροι κλάδοι της επιστήμης, στον βαθμό που περικλείουν και εφαρμογές, έχουν συγκροτήσει τα αντικείμενά τους και τη λογική τους δομή ούτως ώστε να εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και να συμβάλλουν στη διαιώνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Τούτο αποδείχτηκε περίτρανα με την υγειονομική κρίση του κορονοϊού, όπου αποκαλύφτηκε ότι ολόκληρη η επιστήμη της παραγωγής φαρμάκων κατά τις τελευταίες δεκαετίες είχε σχεδιαστεί όχι με γνώμονα την εξασφάλιση της υγείας των πληθυσμών, αλλά με κύριο στόχο την επίτευξη του μέγιστου δυνατού κέρδους για τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Ο δεύτερος λόγος κάνει τα πράγματα ακόμα δυσκολότερα. Η Αριστερά ήταν αναγκασμένη να στήσει εκ του μηδενός την επιστημονική προσέγγιση του πεδίου της δικής της δραστηριότητας. Δηλαδή, να συγκροτήσει μια επιστήμη της ιστορίας των κοινωνικών σχηματισμών και των ταξικών αγώνων. Τούτο έπραξε ο Μαρξ – από εκεί όμως ξεκινάνε και τα προβλήματα. Στην επιστημονική γνώση των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων, ιδίως από τη σκοπιά της Αριστεράς, ας πούμε στον ιστορικό υλισμό, τα ατομικά και συλλογικά υποκείμενα της επιστημονικής γνώσης, που συναποτελούν την ίδια την Αριστερά, περιλαμβάνονται με την ίδια τους την πολιτική πρακτική, δηλαδή ως αριστερά, ανάμεσα στα αντικείμενα της επιστημονικής τους γνώσης. Οι αγώνες της Αριστεράς αποτελούν μέρος του αντικειμένου των επιστημονικών της ερευνών. Και τούτο είναι ανυπέρβλητο εμπόδιο για πολλαπλούς λόγους – θα απομονώσω όμως έναν εξ αυτών για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου.
Το ότι η εμπειρία και η πρακτική της Αριστεράς ανήκουν στο αντικείμενο της επιστημονικής της γνώσης σημαίνει ότι αναπόφευκτα διαμορφώνουν ανάλογα και την τελευταία. Στο πεδίο της ιστορίας δεν επικρατούν συνθήκες επιστημονικού εργαστηρίου, όπου αν αποτύχει ένα πείραμα το αφήνουμε και περνάμε στο επόμενο. Η Αριστερά οφείλει να διδάσκεται από τα λάθη της. Αν όμως τα «λάθη» αφορούν πρακτικές και τρόπους σκέψης πολλών δεκαετιών, η σκέψη των αριστερών έχει συγκροτηθεί τόσο θεμελιακά, έχει μάθει να στηρίζεται σε θεωρητικά και ερμηνευτικά σχήματα τόσο βαθιά ριζωμένα στο διανοητικό της οπλοστάσιο, ώστε συχνά της είναι σχεδόν αδύνατο να απαλλαγεί από δαύτα.
Ο διπολισμός που είχε επικρατήσει κατά τις τεσσερισήμισι δεκαετίες του ψυχρού πολέμου είχε οδηγήσει την Αριστερά στην επικίνδυνη πλάνη ότι ο ιμπεριαλισμός είναι ενιαίος – παρά τα διδάγματα της κλασικής λενινιστικής θεωρίας περί ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων που είχε στηρίξει τόσο την ερμηνεία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου όσο και την προοπτική της ίδιας της Ρωσικής Επανάστασης.
Η Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν είναι μια πασιφανώς ιμπεριαλιστική δύναμη. Στο εσωτερικό της επικρατεί άγριος καπιταλισμός, στρατιωτικά είναι επικίνδυνα ισχυρή, η εξωτερική της πολιτική αποβλέπει εμφανώς στην ανασύσταση της παλαιάς Ρωσικής Αυτοκρατορίας. («Η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης ήταν η μεγαλύτερη γεωπολιτική καταστροφή του 20ού αιώνα», είχε πει ο Πούτιν – και δεν εννοούσε προφανώς ότι του λείπει το σοσιαλιστικό καθεστώς.) Και ορισμένοι στην Αριστερά επιμένουν να αναλύουν την εισβολή στην Ουκρανία σχεδόν αποκλειστικά με όρους μιας και ενιαίας ιμπεριαλιστικής δύναμης – του ΝΑΤΟ.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών