Κάτι που δεν έχω σταματήσει να πιστεύω σχεδόν από τότε που άρχισα να είμαι αριστερός είναι πως η αριστερή ιδεολογία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιστημονική προσέγγιση της κοινωνικο-πολιτικής πραγματικότητας. Και ότι αυτό είναι κάτι που τη διακρίνει ριζικά από τις καθεστωτικές ιδεολογίες – που, στην καλύτερη περίπτωση, η σχέση που διατηρούν με την επιστημονική γνώση της κοινωνίας και της πολιτικής είναι καθαρά εργαλειακή. Οι (θετικιστικές, κατά κανόνα) επιστημονικές θεωρίες με τις οποίες συνδέονται απέχουν παρασάγγας από τη βαθύτερη κατανόηση των κοινωνικο-πολιτικών γεγονότων και καταστάσεων.
Τούτο με τη σειρά του σημαίνει πως, παρά μια αφελέστατη και δυστυχώς διάχυτη άποψη που σκόπιμα καλλιεργείται από το ιδεολογικο-πολιτικό καθεστώς, η Αριστερά διαθέτει μια ασύγκριτα πιο ρεαλιστική σύλληψη των κοινωνικο-πολιτικών πραγμάτων από εκείνην της Δεξιάς. Αρκεί να σκεφτούμε το πασιφανώς βλακώδες ιδεολόγημα στο οποίο ομνύουν ιδίως τώρα, την εποχή του νεοφιλελευθερισμού, οι περισσότεροι δεξιοί από κοινού με τους ακροκεντρώους: ότι στην «οικονομία της αγοράς», δηλαδή στον καπιταλισμό, υπερισχύουν οι αξιότεροι.
Η Αριστερά όμως οφείλει να είναι ρεαλιστική και ως προς την κατανόηση του εαυτού της. Αν, σύμφωνα τουλάχιστον με τη mainstream ψυχανάλυση, δεν μπορεί να υπάρξει αυτο-ανάλυση σε επίπεδο ατομικό, τούτο σίγουρα δεν ισχύει για τους συλλογικούς φορείς της Αριστεράς. Ας θυμηθούμε πως η ίδια η μαρξιστική παράδοση επιβάλλει την αέναη αυτοκριτική των αριστερών κομμάτων. Και τούτη προφανώς είναι ανέφικτη χωρίς τη ρεαλιστική και τεκμηριωμένη ανάλυση των όποιων λαθών και αδυναμιών τους. Θα πήγαινα ένα βήμα παραπέρα και θα έλεγα πως, ειδικά στην ανάλυση του εαυτού της, η Αριστερά οφείλει να είναι όχι απλώς ρεαλιστική αλλά κυνική. Να μη διστάζει δηλαδή να επισημαίνει ακόμη και προσωπικές αδυναμίες. Οχι όμως για να τις καταδικάσει ή να «κάνει κουτσομπολιό», αλλά για να συμβάλει κατά το δυνατόν στον περιορισμό τους διαμέσου ακριβώς της κατανόησής τους.
Αυτό που συνέβη στον ΣΥΡΙΖΑ, κατά το τετράμηνο που μεσολάβησε από την πρώτη εκλογική του συντριβή το 2023 (21 Μαΐου) έως την εκλογή του Κασσελάκη στην προεδρία του κόμματος (24 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους), έχει αφήσει τόσο βαθιές και μακροπρόθεσμες συνέπειες που ακόμη δεν τις έχουμε πλήρως συνειδητοποιήσει. Σε ένα πρώτο επίπεδο, ας πούμε κυρίως αντικειμενικό, σταμάτησε να είναι «κόμμα εξουσίας», δηλαδή κόμμα που μπορεί ρεαλιστικά να διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία, και ταυτόχρονα απέβαλε σχεδόν εξ ολοκλήρου τα όποια αριστερά χαρακτηριστικά που είχαν απομείνει μετά την εφαρμογή του τρίτου μνημονίου.
Οι υποκειμενικές επιπτώσεις τούτων των συγκλονιστικών γεγονότων και της νέας κατάστασης που αυτά έχουν δημιουργήσει είναι πιο δύσκολο να συνειδητοποιηθούν – ίσως διότι αφορούν άτομα και τις προσωπικότητές τους. Στο επίπεδο των απλών μελών του παλιού ΣΥΡΙΖΑ, είτε αυτά έχουν παραμείνει οργανωμένα -εντός ή εκτός ΣΥΡΙΖΑ- είτε έχουν «πάει σπίτι τους», έχουν να «συμφιλιωθούν» με την πικρή αλήθεια ότι το κόμμα που στήριζαν και για το οποίο αγωνίστηκαν δεν προσδιορίζει πλέον παρά ελάχιστα τα πολιτικά πράγματα της χώρας. Οσο ανεβαίνουμε ψηλότερα στην «κομματική ιεραρχία», οι υποκειμενικές συνθήκες πίκρας και απογοήτευσης καθίστανται όλο και πιο δύσκολες, διότι οι ταυτίσεις είναι εντονότερες και προσκτώνται θεσμικό χαρακτήρα.
Τα πράγματα βέβαια είναι ακόμα πιο κρίσιμα στην περίπτωση της υποκειμενικότητας των βουλευτών – όσων κατόρθωσαν να (επαν)εκλεγούν το 2023, αλλά που αντιμετωπίζουν το πολύ σοβαρό ενδεχόμενο να μην τα καταφέρουν στις επόμενες εκλογές. Για εκείνους το ζήτημα δεν είναι απλώς ότι η Αριστερά απέχει πλέον από την εκτελεστική εξουσία, αλλά ότι και οι ίδιοι προσωπικά κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός νομοθετικής εξουσίας. Ας αναφερθούμε στη Νέα Αριστερά, στην Αριστερά που προσπαθεί να παραμείνει Αριστερά. Οταν σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις τη δείχνουν σταθερά κάτω από το 3%, ο πειρασμός για τους βουλευτές της να προσδεθούν σε ένα κόμμα που (τώρα) κυμαίνεται γύρω στο 5% με 6% είναι όντως πολύ μεγάλος. Ας ομολογηθεί ότι αυτό είναι το αληθινό κίνητρο – και όχι ότι μαζί με τον (τωρινό) ΣΥΡΙΖΑ η Νέα Αριστερά θα ανατρέψει τον Μητσοτάκη.
Εγώ θα πω ότι αυτό το κίνητρο είναι σεβαστό. Σε δύο χρόνια όμως, που μάλλον θα γίνουν οι επόμενες εκλογές, η μέχρι τώρα εντυπωσιακά καθοδική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ πιθανότατα θα τον οδηγήσει κάτω από το 3%. Αν η Νέα Αριστερά πείσει τον κόσμο ότι είναι όντως νέο κόμμα και όχι μια παρέα που έφυγε δυσαρεστημένη και τώρα διαπραγματεύεται την επιστροφή της, υπάρχουν περιθώρια για αισιοδοξία – και ως προς την επανεκλογή των βουλευτών της.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών