Εχω υποστηρίξει κατ’ επανάληψη σε προηγούμενα άρθρα μου πως η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη στην προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ πιθανότατα ήταν αποτέλεσμα προσεκτικού σχεδιασμού των καθεστωτικών πολιτικο-οικονομικών δυνάμεων, που αποσκοπούσε στην καταστροφή της Αριστεράς.
Εκ του αποτελέσματος κρίνοντας, επρόκειτο για έναν εξαιρετικά επιτυχημένο σχεδιασμό. Οσα μέλη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θέλησαν να παραμείνουν στην Αριστερά, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν και να σχηματίσουν νέο φορέα. Τούτο είχε το αναπόφευκτο ολέθριο αποτέλεσμα να παραχωρήσουν τον πολιτικό θεσμό που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ –και που εξακολουθεί να είναι αξιωματική αντιπολίτευση– σε έναν αδίστακτο νεοφιλελεύθερο καιροσκόπο. Το αποτέλεσμα ήταν ολέθριο κατά τουλάχιστον τρεις τρόπους.
Ο πρώτος ήταν ο πιο άμεσα εμφανής, χρονικά και δομικά. Με τον Κασσελάκη ως αδιαφιλονίκητο αρχηγό, ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε οποιαδήποτε σχέση εξακολουθούσε να έχει μέχρι τότε με την Αριστερά – ιδεολογική, οργανωτική, στρατηγική, ηθική, αισθητική. Τούτο όμως, βραχυπρόθεσμα, ήταν άμεσα εμφανές μόνο σε όσους/ες έχουν επίγνωση όχι μόνο των προδιαγραφών ενός αριστερού κόμματος εν γένει αλλά και του τρόπου με τον οποίο κατόρθωσε ο Κασσελάκης να εκλεγεί πρόεδρος (διά μέσου της «δημοκρατίας του δίευρου» – τα γνωστά, ας μην τα ξαναλέμε). Για τον πολύ κόσμο, ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά την παραίτηση Τσίπρα πέρσι τέτοιες μέρες, άλλαξε απλώς πρόεδρο.
Κι έτσι ερχόμαστε στον δεύτερο τρόπο με τον οποίο απέβη ολέθρια η –αναπόφευκτη, επαναλαμβάνω– παραχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στον Κασσελάκη. Οπως φάνηκε από τις δημοσκοπήσεις αλλά και στις ίδιες τις ευρωεκλογές, αρκετός κόσμος ψηφίζει τον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη πιστεύοντας πως εξακολουθεί να ψηφίζει Αριστερά. Ετσι εξηγείται η εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ: μειωμένη μεν, αλλά όχι και τόσο. Οσος κόσμος από τις κατώτερες και μεσαίες τάξεις δεν αντέχει άλλο την κυβέρνηση της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς αλλά και δεν έχει καταλήξει σε μικρότερο κόμμα της Αριστεράς, στο ΠΑΣΟΚ, στην αποχή ή (στη χειρότερη περίπτωση) στην Ακροδεξιά, εκφράζει τη διαμαρτυρία του ψηφίζοντας τον μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ, νομίζοντας πως τούτος παραμένει ένα κόμμα που νοιάζεται για τις λαϊκές τάξεις.
Κατά συνέπεια, το πολιτικο-οικονομικό καθεστώς απολαμβάνει μια σπάνια κατάσταση «κοινωνικο-πολιτικού νιρβάνα». Το κόμμα της υποτιθέμενης «αριστερής» αντιπολίτευσης όχι μόνο δεν το απειλεί από πλευράς εκλογικών ποσοστών, αλλά είναι ούτως ή άλλως κοινωνικο-ταξικά τελείως ακίνδυνο. Απλώς παρέχει μια πρόσκαιρη και ψευδεπίγραφη παρηγοριά σε όσους απελπισμένους πολίτες επιμένουν να ζουν με τη φενάκη πως με την ψήφο τους σε αυτό στηρίζουν την υπόθεση της Αριστεράς ή έστω της Κεντροαριστεράς.
Ο τρίτος τρόπος που φανερώνει τις καταστροφικές συνέπειες της παραχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ στον Κασσελάκη είναι ο πιο έμμεσος και μάλλον ο πιο μακροπρόθεσμος. Γι’ αυτό και αμφιβάλλω αν ακόμη και οι «σατανικοί εγκέφαλοι» που κατασκεύασαν το φαινόμενο Κασσελάκη τον είχαν συνυπολογίσει στον αρχικό τους σχεδιασμό. Εχει να κάνει ακριβώς με το αναπόφευκτο γεγονός ότι οι αριστεροί/ές του ΣΥΡΙΖΑ αποχώρησαν και συγκρότησαν τον δικό τους φορέα. Πέρα από το γεγονός ότι –όπως ήταν αναμενόμενο με δεδομένη την άγνοια του πολύ κόσμου– ο νέος φορέας βραχυπρόθεσμα κινείται σε πολύ χαμηλά εκλογικά ποσοστά, υπάρχει και κάτι ίσως ακόμα πιο σοβαρό.
Με δεδομένο τον κατακερματισμό της –όποιας– αριστερής και κεντροαριστερής αντιπολίτευσης σε κόμματα που εξακολουθούν να κατέχουν ασύγκριτα μικρότερο ποσοστό από την κυβερνώσα Ν.Δ., «μοιραία» τίθεται το αίτημα για απαραίτητη σύμπλευση ή έστω για απόπειρα συνεννόησης όλων των δυνάμεων της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, ούτως ώστε να μπει κάποιο φρένο στην ασυδοσία της Δεξιάς, με την προοπτική της ανατροπής της στις επόμενες εθνικές εκλογές. Το αίτημα για συνεργασία μεταξύ των λεγόμενων «προοδευτικών» δυνάμεων θεωρείται αυτονόητο και γι’ αυτό τίθεται κατά τρόπο επιτακτικό. Κρίνεται λίγο-πολύ ανεύθυνος όποιος δεν το συμμερίζεται – ότι άθελά του έστω συμβάλλει στη διαιώνιση του καθεστώτος Μητσοτάκη. Τουλάχιστον όμως όσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά, η συνεργασία δεν είναι απλώς δύσκολη, είναι εκ των πραγμάτων αδύνατη.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στη Νέα Αριστερά το πρόβλημά της το έχει λυμένο: «Εκείνοι έφυγαν, δεν συζητάμε με προδότες και αποστάτες, ας δώσουν πίσω τις έδρες τους». Τα πράγματα όμως με τη Νέα Αριστερά είναι ακόμα πιο ξεκάθαρα. Ακόμα και αν ο Κασσελάκης δεν επέμενε στην απολύτως παράλογη απαίτηση για παράδοση των εδρών, θα ήταν ουσιαστικά αδιανόητη οποιαδήποτε συναίνεση από την πλευρά της Νέας Αριστεράς. Για την τελευταία, η επιμονή στον κίβδηλο χαρακτήρα της κασσελάκειας «Αριστεράς» –ή ακόμη και «Κεντροαριστεράς»– αποτελεί ζήτημα αρχής. Χωρίς αυτήν, είναι σαν να θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια της την ύπαρξη.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών