Macro

Κύρκος Δοξιάδης: Ο ΣΥΡΙΖΑ του 36%

Στη σύγχρονη ελληνική πολιτική, επικρατεί μια πρωτοφανής αρνητική συναίνεση. Εκτός από ένα σταθερά μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων/πολιτών που (εξακολουθεί να) υποστηρίζει το κόμμα της Δεξιάς, όλοι/ες οι υπόλοιποι/ες επιθυμούν διακαώς να φύγει η παρούσα κυβέρνηση. Για να μη φανεί ταυτολογία τούτη η διατύπωση, τονίζω το «διακαώς». Δεν πρόκειται απλώς για προτίμηση σε κάποιο κόμμα άλλο από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά για απόλυτη έλλειψη ανοχής στο συγκεκριμένο κόμμα που σήμερα κυβερνά. (Προφανώς εδώ παραλείπω να αναφερθώ στο αποκαρδιωτικά μεγάλο ποσοστό των πολιτικά αδιάφορων συμπολιτών μας.)
 
Ας εξηγήσω όμως τον όρο «αρνητική συναίνεση». Η συναίνεση υπάρχει μόνο όσον αφορά τον αρνητικό στόχο: να φύγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Δεν υπάρχει καμία συμφωνία ή έστω σύγκλιση ως προς το τι θα έπρεπε να αντικαταστήσει την εν λόγω κυβέρνηση. Χρησιμοποιώ την αόριστη διατύπωση «τι (θα έπρεπε να αντικαταστήσει)» διότι η έλλειψη συμφωνίας είναι όντως γενική. Αφορά τόσο το συγκεκριμένο κόμμα ή τα κόμματα που θα έπρεπε να διαδεχτούν τη Ν.Δ. στην κυβέρνηση, όσο και το τι θα έπρεπε να είναι αυτό το κόμμα (ή κόμματα) από πλευράς ιδεολογικής ταυτότητας, οργανωτικής δομής και πολιτικής στρατηγικής.
 
Πιστεύω ότι τούτο το διάχυτο κλίμα έλλειψης συμφωνίας ως προς τη διάδοχη κατάσταση είναι μια εξήγηση για το μεγάλο ερώτημα που πλανάται διαρκώς από πάνω μας μετά από κάθε δημοσκόπηση: Γιατί δεν εισπράττει ο ΣΥΡΙΖΑ την όποια φθορά που υφίσταται η Ν.Δ.; Δεδομένου ότι δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι ο κόσμος τείνει να συμφωνεί πως η διάδοχη κατάσταση πρέπει να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί να προκύψει κάτι τέτοιο από τις δημοσκοπήσεις; Διατυπώνοντας το ζήτημα με πιο «τεχνικούς» όρους, και παρά τις όποιες διαπιστώσεις (ή επιθυμίες) περί του αντιθέτου: Στη σημερινή Ελλάδα φαίνεται ότι δεν υπάρχει ο λεγόμενος «δικομματισμός», ο οποίος όντως υπήρχε από τις εκλογές του 1977 έως και εκείνες του 2009. Που σημαίνει ακριβώς αυτό: Δεν υπάρχουν (πλέον) δύο κόμματα που αυτονόητα και προδιαγεγραμμένα -περίπου όπως το κόκκινο και το μαύρο στη ρουλέτα- εναλλάσσουν μεταξύ τους την κυβερνητική εξουσία.
 
Είναι αναπόφευκτο να λαμβάνουμε υπόψη τούτη τη γενικότερη κατάσταση απροσδιοριστίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει έναν επιπλέον λόγο. Οπως έχω υποστηρίξει κατ’ επανάληψη στο παρελθόν (βλ., για παράδειγμα, «Η πλάνη της ηγεσίας» – «Εφ.Συν.», 22.2.2022), αλλά όπως φαίνεται και από τις δημοσκοπήσεις, τη μεγάλη εκλογική καθίζηση, από την οποία ακόμη δεν έχει συνέλθει, ο ΣΥΡΙΖΑ την έπαθε κατά τους πρώτους μήνες του 2016, όταν είχε αρχίσει να εφαρμόζει μνημόνιο. Μέχρι τότε, στη συνείδηση του κόσμου, ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα αντιμνημονιακό, και κατά συνέπεια αντισυστημικό κόμμα – με ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει. Εφαρμόζοντας μνημόνιο, πάλι στη συνείδηση του κόσμου, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέστη κόμμα συστημικό, ή τουλάχιστον κόμμα που δεν αμφισβητεί ριζικά και αποτελεσματικά το υπάρχον σύστημα.
 
Τούτη η μετάλλαξη, ακριβώς επειδή αφορά το πώς αντιλαμβάνεται ο πολύς κόσμος τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι τη συζήτηση μεταξύ κάποιων διανοουμένων, και παρότι έχει να κάνει με την ιδεολογική «ταυτότητα» του κόμματος, δεν είναι θεωρητικό ζήτημα, είναι πρακτικότατο – πιο πρακτικό πεθαίνεις, για να εκφραστούμε με τη σύγχρονη αργκό. Είναι η αρχική και θεμελιώδης αιτία που εξηγεί γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ στις δημοσκοπήσεις παραμένει καθηλωμένος σε συγκριτικά χαμηλά ποσοστά, παρά την αυξανόμενη αγανάκτηση του κόσμου με την κυβέρνηση της Ν.Δ. Αφού λοιπόν είναι πρακτικό το ζήτημα, ας το αντιμετωπίσουμε πρακτικά. Ας επιχειρηματολογήσουμε για το πρακτικό ζητούμενο: Πώς κερδίζονται οι εκλογές;
 
Σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν παραπάνω, υπάρχουν δύο εναλλακτικές. Η πρώτη συνίσταται στην προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει τον κόσμο ότι μπορεί να μεταλλάχθηκε σε συστημικό κόμμα, αλλά ως συστημικό ακριβώς κόμμα είναι καλύτερο από το συστημικό κόμμα της Ν.Δ. Τούτη η λογική δικαιολογεί πλήρως την απόλυτη προτεραιότητα που δίνεται στο ζήτημα των υποκλοπών. Οπως φαίνεται άλλωστε, ισχυροί παράγοντες του ίδιου του συστήματος είναι δυσαρεστημένοι με τις υποκλοπές, έχοντας πέσει και οι ίδιοι θύματα παρακολουθήσεων. Η άλλη λογική αποσκοπεί στο να θυμηθεί ο κόσμος τον ΣΥΡΙΖΑ του 36%. Οταν κέρδιζε εκλογές επειδή έπειθε για τον αντισυστημικό του χαρακτήρα. Τώρα δεν έχουμε -ακόμα- μνημόνιο, έχουμε όμως ακρίβεια. Που είναι ο σύγχρονος τρόπος αναπαραγωγής των κοινωνικών ανισοτήτων – δεδομένου ότι πλήττονται από αυτήν κυρίως οι κατώτερες και μεσαίες τάξεις. Εφόσον -πρακτικά σκεπτόμενοι- αναφερόμαστε στις δημοσκοπήσεις, θυμίζω ότι, σύμφωνα με αυτές, οι υποκλοπές είναι σταθερά το τελευταίο πρόβλημα που απασχολεί τον κόσμο, ενώ η ακρίβεια σταθερά το πρώτο.
 
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι Kαθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών