Macro

Κύρκος Δοξιάδης: Ο χορός των βρικολάκων

Στην αγγλόφωνη Wikipedia υπάρχει το λήμμα «Pavlos, Crown Prince of Greece» («Παύλος, Διάδοχος Θρόνου της Ελλάδας») – έτσι. Και στο κείμενο διαβάζουμε ότι η μοναρχία στην Ελλάδα καταργήθηκε με το δημοψήφισμα που διεξήγαγε η στρατιωτική χούντα το 1973. Και ότι, μετά την πτώση της δικτατορίας, «το ελληνικό δημοψήφισμα του 1974 επικύρωσε το δημοψήφισμα του προηγούμενου έτους».
 
Προς το τέλος του κειμένου, επισημαίνεται ο τίτλος του Παύλου ως «Διαδόχου Θρόνου» («Crown Prince») καθώς και η αναφορά του ως «Αυτού Βασιλικής Υψηλότητος» («Royal Highness») και κατόπιν: «Μετά την κατάργηση της ελληνικής μοναρχίας το 1973, τούτοι οι τίτλοι και αναφορές δεν αναγνωρίζονται πλέον νόμιμα από την κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας».
 
Η Wikipedia βέβαια δεν είναι ό,τι πιο έγκυρο, αλλά σίγουρα είναι μία από τις mainstream πηγές πληροφόρησης παγκοσμίως. Σε διεθνές επίπεδο, λοιπόν, άνθρωποι που δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα αποκομίζουν την εντύπωση ότι ο θεσμός της μοναρχίας καταργήθηκε από τη χούντα (το 1973) και ότι οι μεταδικτατορικοί θεσμοί και κυβερνήσεις απλώς επιβεβαιώνουν και συνεχίζουν μια κατά βάσιν χουντική πολιτική πρωτοβουλία και απόφαση.
 
Το ζήτημα δεν είναι σκέτα εξοργιστικό. Είναι αποκαλυπτικό μιας πολύ σοβαρής σύγχρονης κατάστασης, που φαίνεται άμα διαβάσει κανείς και το βιογραφικό του Παύλου Γκλίξμπουργκ, καθώς και άλλων μελών «βασιλικών-πριγκιπικών» οικογενειών της δικής του γενιάς και όχι μόνο. Φαίνεται πως υπάρχει μια «Διεθνής των γαλαζοαίματων», που όχι απλώς δεν έχει χάσει τα προνόμιά της, αλλά έχει κατορθώσει να συνυπάρχει με το παγκόσμιο πλουτοκρατικό κατεστημένο ως υπερ-προνομιούχα «κάστα», απολαμβάνοντας, μαζί με τα παραδοσιακά προνόμια της αριστοκρατίας, όλα τα πλεονεκτήματα που προσφέρει το σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα στους πολύ ισχυρούς.
 
Στο θέμα εμπλέκεται και μια βαθύτατη ιδεολογική διάσταση. Στον εικοστό πρώτο αιώνα, τρεις αιώνες μετά τον Διαφωτισμό, και σε μια εποχή που ακόμη και ο νεοφιλελευθερισμός κόπτεται πως προβάλλει μια αξιοκρατία στην οποία αναδεικνύονται οι άριστοι κατόπιν θεμιτού ανταγωνισμού μεταξύ ατόμων με –υποτίθεται- ίσες ευκαιρίες, παραμένει ανενόχλητος στην αίγλη του ένας θεσμός που είναι εξ ορισμού ό,τι πιο ρατσιστικό εξακολουθεί να υφίσταται στη νεωτερικότητα.
 
Εχοντας ίσως συνηθίσει να αποδεχόμαστε τον θεσμό της μοναρχίας στον βαθμό που σε αρκετές χώρες τούτος συνυπάρχει με δημοκρατικά καθεστώτα χωρίς να τα ενοχλεί ή να τα υπονομεύει, έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τις βασιλικές οικογένειες ως τον «ρατσιστικό ελέφαντα στο δωμάτιο». Στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, και πριν ακόμη αρχίσει να εκδηλώνεται σε μαζική κλίμακα ο ρατσισμός ως ξενοφοβία και ως φυλετικό μίσος απέναντι σε μειονότητες και μετανάστες, υπήρχε ήδη ο πιο γνήσιος, ο πρωταρχικός ρατσισμός της αποδοχής κάποιων οικογενειών ως ανώτερων λόγω εξ αίματος καταγωγής.
 
Η ελληνική ιδιαιτερότητα σε αυτό το ζήτημα συνίστατο εξ αρχής στο ότι η μοναρχία ήταν ένας ξενόφερτος θεσμός. Και οι δύο δυναστείες μάς ήρθαν εγκάθετες από τη Δυτική Ευρώπη. Στον βαθμό λοιπόν που δεν επρόκειτο για κάποιον ενδογενή θεσμό που προϋπήρχε από τον Μεσαίωνα και ενσωματώθηκε «ειρηνικά», εν τέλει, στους νεωτερικούς θεσμούς, όπως συνέβη σε κάποιες δυτικές χώρες, στην Ελλάδα ο ρατσισμός της μοναρχίας επιβλήθηκε έξωθεν και άνωθεν.
 
Οπως ήταν αναμενόμενο, συναρθρώθηκε με τις πιο επιθετικές μορφές ταξικής κυριαρχίας, ιδίως από τον εμφύλιο κι έπειτα, όπου η κυριαρχία του αστικού καθεστώτος αισθάνθηκε άμεσα απειλημένη. Το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς ήταν ταυτισμένο με τη μοναρχία κι είναι ενδεικτικό πως τούτο άρχισε να κλονίζεται όταν εκδηλώθηκε η πρώτη διένεξη του Καραμανλή με το Παλάτι το 1963. Η έλλειψη αληθινής ηγεμονίας, που ανέκαθεν χαρακτήριζε την άρχουσα τάξη στην Ελλάδα, διαφαίνεται και στην προβληματική της προσκόλληση σε έναν έξωθεν προερχόμενο και ούτως ή άλλως αναχρονιστικό θεσμό.
 
Αλλά γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το δεξιό καθεστώς φαίνεται πως εξακολουθεί και τώρα να προσκολλάται ιδεολογικά στον θεσμό, 49 χρόνια μετά το δημοψήφισμα του 1974. Η αρχικά αμφίθυμη και τελικά σκανδαλωδώς υποχωρητική αντιμετώπιση των αιτημάτων της οικογένειας Γκλίξμπουργκ για την ταφή του Κωνσταντίνου συνάδει με τη γενικότερη προσπάθεια επιστροφής σε μια πιο σταθερή εκδοχή του προδικτατορικού καθεστώτος της εθνικοφροσύνης.
 
Στη δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία του δέκατου ένατου αιώνα, οι βρικόλακες συμβόλιζαν τη φρικιαστική αναβίωση των υπολειμμάτων του παλαιού καθεστώτος της απολυταρχίας και της φεουδαρχίας στις συνθήκες της νεωτερικότητας. Στη σημερινή Ελλάδα, η Δεξιά και το επικοινωνιακό καθεστώς που τη στηρίζει διοργάνωσαν ολόκληρη μακάβρια φιέστα γύρω από το πτώμα του έκπτωτου βασιλιά. Μόνο που οι «βρικόλακες» που πρωταγωνίστησαν σε αυτήν είναι πραγματικοί. Με αίγλη και τίτλους που αναγνωρίζονται διεθνώς.
 
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών