Τον Ιούνιο του 2018, δεξιός δημοσιογράφος, σε κάποια εκδήλωση με κοινό και πάνελ μικτά από ιδεολογικο-πολιτικής πλευράς, είχε πει ότι «μιλάει με πολύ κόσμο» και «όλοι λένε να φύγουν αυτοί [ο ΣΥΡΙΖΑ]». Μου είχε προξενήσει αλγεινή εντύπωση τούτος ο πασιφανώς μονόπλευρος αφορισμός, αλλά κατόπιν σκέφτηκα πως ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος αναμενόμενο είναι να «μιλάει» με κόσμο που τέτοιου είδους απόψεις εκφράζει.
Επί πλέον, γενικεύοντας λίγο, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ίδιον πολωμένων πολιτικών καταστάσεων η άποψη της μιας πλευράς να διατυπώνεται με απολύτως απορριπτικούς τρόπους έναντι της άλλης: όταν η μία πλευρά είναι στην αντιπολίτευση, η απόλυτη προτεραιότητα είναι να «φύγει» η παρούσα κυβέρνηση. Και στην Ελλάδα, πολωμένη πολιτική κατάσταση υπάρχει τουλάχιστον από το πρώτο μνημόνιο.
Δεν ήταν λιγότερο διακαής ο πόθος της αντιπολίτευσης πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 να «φύγει» η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου από το τωρινό αίτημα να «φύγει» ο Μητσοτάκης. Να μην πω πως ήταν και πιο διακαής. Υπήρχε βέβαια μια σημαντική διαφορά.
Η πολιτική σύγκρουση κατά την τριετία 2012-2015 στηριζόταν σε μια βαθύτερη κοινωνική-ταξική πόλωση, που επικεντρωνόταν με τη σειρά της στο κυρίαρχο τότε δίπολο «μνημονιακές και αντι-μνημονιακές δυνάμεις». Μετά την (κατόπιν έξωθεν εξαναγκασμού, έστω) εφαρμογή μνημονίου και από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, τα πράγματα έχουν κάπως περιπλακεί. Γι’ αυτό και δεν είναι δεδομένο πως την αγανάκτηση του κόσμου με την κυβέρνηση Μητσοτάκη την εισπράττει εκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στην ηθική μου προσπαθώ να είμαι καντιανός. Ποτέ δεν συμφωνούσα με τη θεωρία της χαμένης ψήφου. Δεν μου άρεσε όταν παλιά μου έλεγαν να ψηφίσω ΠΑΣΟΚ για να μη βγει η Ν.Δ. Και τώρα δεν θα πω σε αριστερούς/ές που διαφωνούν με τον ΣΥΡΙΖΑ να τον ψηφίσουν για να μην ξαναβγεί ο Μητσοτάκης (παρότι θα είναι καταστροφικό αν ξαναβγεί).
Υπάρχει όμως και ακόμη ένας λόγος, πολύ πιο πρακτικός, για τον οποίο η λογική τού «το ΜΟΝΟ που μετράει στην παρούσα φάση είναι να φύγει ο Μητσοτάκης» μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες ατραπούς.
Με την απλή αναλογική, μπορεί μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου να προκύψει συγκυβέρνηση Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Ευάγγελο Βενιζέλο, για παράδειγμα. Γιατί όχι; Μια παραλλαγή δηλαδή της μνημονιακής συγκυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου.
Αν λοιπόν όντως συμβεί κάτι τέτοιο, γιατί θα είναι λιγότερο κακή μια τέτοια κυβέρνηση από την παρούσα κυβέρνηση Μητσοτάκη; Ο Μητσοτάκης θα έχει «φύγει», υπό την έννοια ότι μπορεί να μην είναι καν στην κυβέρνηση. Μπορεί μάλιστα να μην είναι και πολλά άλλα μέλη της κυβέρνησής του. Είμαστε βέβαιοι πως τούτη η νέα κυβέρνηση δεν θα είναι το ίδιο κακή ή και χειρότερη;
Η ιστορικο-υλιστική προσέγγιση μας λέει πως δεν κυβερνάνε πρόσωπα, αλλά συγκεκριμένες ταξικές δυνάμεις, που επιλέγουν τους πολιτικούς τους εκπροσώπους κατά το δοκούν, ανάλογα με τις περιστάσεις. Αν μας έχει δείξει κάτι η ελληνική πολιτική ιστορία από τη μεταπολίτευση κι έπειτα, τούτο είναι πως οι κυρίαρχες ταξικές δυνάμεις στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ικανές και ευρηματικές ως προς την επιλογή των προσώπων και των κομμάτων που θα διεκπεραιώσουν τους στόχους τους στην εκάστοτε κοινωνικο-πολιτική συγκυρία.
Αυτό που πρέπει να μας απασχολεί, λοιπόν, δεν είναι ότι η συγκεκριμένη κυβέρνηση με τα συγκεκριμένα πρόσωπα είναι όντως ό,τι χειρότερο έχει προκύψει μετά το 1974, αλλά ότι η τάση των επιλογών των κυρίαρχων κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων στη σημερινή Ελλάδα οδεύει προς μια ολοένα και πιο ζοφερή κατεύθυνση.
Περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις, περισσότερη διαφθορά, περισσότερη αισχροκέρδεια, ανελέητος αυταρχισμός παντού, περαιτέρω υπονόμευση των δημόσιων θεσμών υγείας και εκπαίδευσης με τελικό στόχο την πλήρη κατάργηση τόσο των μεν όσο και των δε. Εάν τους «τελειώσει» για κάποιο λόγο ο Μητσοτάκης, θα βρουν άλλον, «καλύτερο», δηλαδή χειρότερο, για να διεκπεραιώσει τους εν λόγω στόχους.
Ολα αυτά, λοιπόν, για να καταλήξουμε στο εξής αυτονόητο, που στις μέρες μας τείνει να συσκοτίζεται: Το κρίσιμο δεν είναι «να φύγει ο Μητσοτάκης», αλλά ποιοι θα τον διαδεχθούν αν φύγει. Και εκεί αρχίζουν τα δύσκολα, δηλαδή η μεγάλη πρόκληση για την Αριστερά.
Διότι τούτο σημαίνει δύο πράγματα ταυτόχρονα: «κάποιοι», δηλαδή κάποιες δυνάμεις που, πρώτον, θα είναι ικανές να σχηματίσουν κυβέρνηση και, δεύτερον, θα αρνηθούν να παίξουν τον ρόλο του «διεκπεραιωτή». Δεν μιλάμε για «αριστερή ιδεολογική καθαρότητα», αλλά για φορείς και κόμματα που θα έχουν πρώτα απ’ όλα τη βούληση να αντισταθούν στην καταστροφική προέλαση του μετα-μνημονιακού, ντόπιου πλέον, νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών