Macro

Κύρκος Δοξιάδης: Κρατικός αντικαπιταλισμός

Σε πρόσφατο άρθρο μου στην «Εφ.Συν.» («Το planB της Αριστεράς», 16.11.2021), είχα εξηγήσει τη συμβολική σημασία του γεγονότος πως κεντρικό ορόσημο της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» θεωρείται η πτώση του Τείχους του Βερολίνου (Νοέμβριος 1989) και όχι η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης (Δεκέμβριος 1991). Στην πραγματική ιστορία, όμως, ορθότερο είναι το δεύτερο. Ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» είναι μια ιστορία που τελείωσε εκεί όπου άρχισε.
Ηδη κάτι μας λέει για τον χαρακτήρα εκείνου του ιδιόρρυθμου «σοσιαλισμού» το γεγονός πως η ύπαρξή του ταυτιζόταν με εκείνην του σοβιετικού κράτους: πως όταν δηλαδή έπαψε να υφίσταται το δεύτερο, ως Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, αυτομάτως, ούτως ειπείν, κατέρρευσε και ο πρώτος.
Στην προτελευταία παράγραφο του τελευταίου του βιβλίου, ο Νίκος Πουλαντζάς διατύπωνε την πασίγνωστη ρήση του: «Ενα όμως είναι βέβαιο: ο σοσιαλισμός θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα είναι σοσιαλισμός». Ηταν το 1978, που σημαίνει περισσότερο από μια δεκαετία πριν από την κατάρρευση. Πράγμα το οποίο σημαίνει με τη σειρά του πως ο «υπαρκτός σοσιαλισμός», σύμφωνα με τούτη τη διατύπωση του Πουλαντζά, στην πραγματικότητα ήταν ανύπαρκτος. Συμμερίζομαι αυτή την άποψη, υπό αυτήν ακριβώς την έννοια: σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία είναι ουσιαστικά και τυπικά αδιανόητος.
Τι ήταν λοιπόν τότε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός», με τα απαραίτητα πάντα εισαγωγικά; Μια από τις δριμύτερες κριτικές που είχαν γίνει σε εκείνα τα καθεστώτα από τη σκοπιά του ίδιου του μαρξισμού ήταν πως επρόκειτο για «κρατικό καπιταλισμό». Ο αντιφατικός τούτος όρος υποδηλώνει τον οικονομισμό που χαρακτήριζε τον παραδοσιακό μαρξισμό και που συνίστατο, μεταξύ άλλων, στην τάση να ταξινομούνται όλα τα συστήματα εξουσίας επί τη βάσει των διαφορετικών τρόπων παραγωγής.
Ανεπαρκής εννοιολογική προσέγγιση, και όχι μόνο για τα καθεστώτα του «υπαρκτού». (Για παράδειγμα, ο απολυταρχισμός των απαρχών της νεωτερικότητας δεν ήταν τρόπος παραγωγής, και δεν θα αρκούσε ο όρος «φεουδαρχία» για να περιγράψει ούτε την οικονομική του διάσταση.) Κατά την άποψή μου, ο όρος «σταλινισμός» είναι επαρκής – ακόμη και για την περίοδο μετά τον θάνατο του Στάλιν. Είναι ο όρος που σηματοδοτεί, στην ιστορική του ιδιαιτερότητα και μοναδικότητα, ένα κοινωνικο-πολιτικό σύστημα που «ξέπλενε» τον ακραίο αυταρχισμό του στο όνομα του σοσιαλισμού και του μαρξισμού.
Αν όμως θέλαμε να σκεφτούμε όρους που περιγράφουν το σύστημα πιο αναλυτικά, παραγνωρίζοντας μέρος της ιδιαιτερότητας και μοναδικότητάς του, ένας τέτοιος όρος θα ήταν: κρατικός αντικαπιταλισμός. Ο επιθετικός προσδιορισμός «κρατικός» εδώ υποδηλώνει ακριβώς το γεγονός πως η Σοβιετική Ενωση λειτουργούσε αντικαπιταλιστικά ως κράτος. Μπορεί στο εσωτερικό της ως κοινωνία να μην ήταν σοσιαλιστική, εφόσον ουδεμία σχέση είχε με δημοκρατία, αλλά στο διεθνές επίπεδο ήταν το «αντίπαλο δέος» των καπιταλιστικών χωρών. Και αυτό, οφείλουμε να παραδεχτούμε, ήταν μια θετική επίδραση της ύπαρξής της κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Η μόνη θετική όμως – και με τεράστιο τίμημα. Βραχυπρόθεσμα, για όσο διάστημα υπήρχε δηλαδή ως αντίπαλο δέος, μπορεί να αποτέλεσε –σ’ έναν βαθμό– τροχοπέδη στα αδίστακτα σχέδια του δυτικού ιμπεριαλισμού, αλλά παράλληλα ο κόσμος ζούσε με τον διαρκή εφιάλτη της ισορροπίας του τρόμου που επέφερε η κλιμάκωση του ανταγωνισμού στους πυρηνικούς εξοπλισμούς εκατέρωθεν. Μακροπρόθεσμα όμως τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα.
Η Σοβιετική Ενωση, μαζί με τα συναφή καθεστώτα που στήριζε, ως σταλινισμός ή κρατικός αντικαπιταλισμός, αποτέλεσε το μοναδικό, τεράστιο, ανεπανάληπτο άλλοθι για την ιδεολογική, πολιτική και οικονομική ασυδοσία του καπιταλισμού που επικράτησε παγκοσμίως μετά την κατάρρευση. «Ιδού ποια ήταν η μόνη εναλλακτική» είναι η μόνιμη επωδός που ρητά ή άρρητα συνοδεύει τους πιο επαίσχυντους εξωραϊσμούς του καπιταλισμού, τις πιο κυνικές του εκφάνσεις. Από τις αμέτρητες παραλλαγές της θεωρίας των δυο άκρων, μέχρι την απόλυτη ταύτιση του καπιταλισμού με τη δημοκρατία και κατά συνέπεια την πλήρη υποβάθμιση της τελευταίας, το αέναο επιχείρημα ενάντια σε κάθε αριστερό, αντικαπιταλιστικό, μαρξιστικό κίνημα, που τολμάει να εκδηλώνεται ως τέτοιο και να ασκεί κριτική στα αίσχη του νεοφιλελευθερισμού, είναι: «Αφήστε τα αυτά, θέλετε να ξαναφέρετε τα Γκουλάγκ».
Η πιο αποκαρδιωτική κατάσταση επικρατεί στις ίδιες τις χώρες του πρώην «υπαρκτού». Οπου η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών, που είχε ταυτίσει τον σοσιαλισμό με τον αυταρχισμό μιας γραφειοκρατικής κλίκας, έχει αποδεχτεί τον καπιταλισμό στην πιο βάρβαρη εκδοχή του, και όπου η έλλειψη δημοκρατικής παράδοσης αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ποικίλων μορφών της Ακροδεξιάς.
Σκέφτομαι σατανικούς εγκεφάλους του θριαμβεύοντος νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού να λένε μεταξύ τους: «Αν δεν υπήρχε ο “υπαρκτός σοσιαλισμός”, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε».

Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών