Ο Αλέξης Χαρίτσης, κατά την εναρκτήρια ομιλία του στη συνεδρίαση του Μεταβατικού Πανελλαδικού Συντονιστικού της Νέας Αριστεράς που έλαβε χώρα το Σαββατοκύριακο, αναφέρθηκε σε συζητήσεις που γίνονται για πιθανή αναβολή του συνεδρίου του κόμματος, που έχει προγραμματιστεί για τις 7-10 Νοεμβρίου. Ο ίδιος τάχθηκε εναντίον της αναβολής, αναγνωρίζοντας όμως τα επιχειρήματα υπέρ, που συνίστανται κυρίως στην άποψη ότι χρειάζεται περισσότερος χρόνος για ουσιαστική προετοιμασία.
Η ουσιαστική προετοιμασία δεν έχει να κάνει μόνο με τον επαρκή χρόνο για να συζητηθούν οι θέσεις και τα άλλα κείμενα – που είναι βέβαια όντως σημαντικό ζήτημα από μόνο του. Υπάρχει και κάτι πιο θεμελιώδες, που αφορά τη θεσμική διαδικασία συμμετοχής στο συνέδριο. Η διαδικασία εκλογής των συνέδρων από την κάθε οργάνωση μελών προϋποθέτει ότι οι οργανώσεις θα πρέπει να συνεδριάσουν για να συζητηθούν τα κείμενα προκειμένου η εκλογή να γίνει επί τη βάσει θέσεων και όχι τυχάρπαστα. Αρα οι οργανώσεις θα πρέπει να συγκροτηθούν ως τέτοιες – δεν είμαι βέβαιος ότι τούτο έχει συμβεί παντού. Ολη αυτή η διαδικασία από πρακτικής πλευράς είναι δύσκολο να διεκπεραιωθεί σε λιγότερο από έναν μήνα. Δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο. Αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση. Ας εξετάσουμε λοιπόν σε τι συνίσταται αυτή η τελευταία στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Η μεγάλη πλειονότητα των μελών της Νέας Αριστεράς είναι πρώην μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που αποχώρησαν από αυτόν πριν από σχεδόν έναν χρόνο – τον Νοέμβριο του 2023. Μπορούμε να πούμε χωρίς να υποπέσουμε σε μελοδραματισμούς πως για τα περισσότερα από αυτά τα πρώην μέλη η αποχώρηση από τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια τραυματική εμπειρία. Τηρουμένων των αναλογιών βέβαια, ήταν κάπως σαν να εγκαταλείπουν το (πολιτικό, εν προκειμένω) σπίτι τους που καίγεται ή που γκρεμίζεται από σεισμό. Οσοι/ες δεν αντιμετώπιζαν τον ΣΥΡΙΖΑ ως «σημαία ευκαιρίας» είχαν συγκροτήσει σε μεγάλο βαθμό την ιδεολογικο-πολιτική τους ταυτότητα επί τη βάσει της ένταξής τους σε εκείνο το κόμμα και των -όποιων- αγώνων που είχαν δώσει μέσα από τις γραμμές του.
Φυσιολογικό και αναμενόμενο είναι να εξακολουθούν να ενδιαφέρονται, δεδομένου επιπλέον ότι οι εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ ιδίως κατά τις τελευταίες εβδομάδες είναι «συγκλονιστικές» – από την υπερψήφιση της πρότασης μομφής εναντίον του Κασσελάκη στις 8 Σεπτεμβρίου έως τον αποκλεισμό του από τις επικείμενες εκλογές για την προεδρία το περασμένο Σάββατο. Βέβαια, επειδή από τον τωρινό ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει πλέον τεράστια απόσταση, και με δεδομένη τη συσσωρευμένη οργή που έχει συνοδεύσει και ακολουθήσει την τραυματική εμπειρία της αποχώρησης, στα μέλη της Νέας Αριστεράς οι «συγκλονιστικές» εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν με φαρσοκωμωδία – ορισμένοι (εμού συμπεριλαμβανομένου) κάποιες στιγμές διασκεδάζουν με χαιρεκακία.
Ολες οι παραπάνω υποκειμενικές αντιδράσεις αποτελούν ενδείξεις μιας γενικότερης κατάστασης. Η υπόθεση «ΣΥΡΙΖΑ» δεν έχει ακόμη κλείσει οριστικά για τους μετέχοντες στη Νέα Αριστερά. Σε παλαιότερο άρθρο μου («“Η ήττα της Ν.Δ. περνάει μέσα από την ήττα του Σ. Κασσελάκη”» – «Εφ.Συν.», 9.7.2024), αναφερόμενος σε κάποιο απόσπασμα μιας πολιτικής απόφασης του Μεταβατικού Πανελλαδικού Συντονιστικού της Νέας Αριστεράς, είχα θεωρήσει «συζητήσιμη» την προοπτική πιθανής συνεργασίας με τους εναπομείναντες στον ΣΥΡΙΖΑ αν κάποτε απαλλαγούν από τον Κασσελάκη. Στην παρούσα φάση, πιστεύω πως το ζήτημα έχει δύο σημαντικές διαστάσεις – που συνηγορούν και οι δύο υπέρ της μη αναβολής του ιδρυτικού συνεδρίου της Νέας Αριστεράς.
Η πρώτη έχει να κάνει ακριβώς με τη «φυσιολογική και αναμενόμενη» εξακολούθηση της -όποιας- συναισθηματικής ή/και ιδεολογικής εξάρτησης από τον κατεστραμμένο ΣΥΡΙΖΑ. Για να μιλήσω και πάλι με όρους μεταφορικούς, η Νέα Αριστερά δεν μπορεί να γεννηθεί ως κόμμα αν δεν «κοπεί ο ομφάλιος λώρος» που εξακολουθεί να τη συνδέει με το «αμαρτωλό της παρελθόν». Ολοι/ες γνωρίζουμε πως ο Κασσελάκης ήταν ένα ακραίο μεν φαινόμενο αλλά προέκυψε μέσα σε συνθήκες που επέτρεψαν και ευνόησαν την εμφάνισή του και που προϋπήρχαν στον ΣΥΡΙΖΑ τουλάχιστον από το 2019 (αρχηγισμός, πασοκοποίηση και τα συναφή).
Η άλλη διάσταση έχει να κάνει με την πιθανότητα οι συζητήσεις για αναβολή του συνεδρίου να υποκρύπτουν μια -εν μέρει ασυνείδητη, ίσως- επιθυμία για επανένωση ή έστω συνεργασία με τους εναπομείναντες στον ΣΥΡΙΖΑ αν όντως τελικά απαλλαγούν απ’ τον Κασσελάκη. Δεν με απασχολούν εδώ ζητήματα «τιμωρίας» ή «εκδίκησης» έναντι όσων κατέστρεψαν τον ΣΥΡΙΖΑ στηρίζοντας τον Κασσελάκη επί έναν ολόκληρο χρόνο. Το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό. Πόσο πολιτικά αξιόπιστοι είναι αυτοί οι άνθρωποι ώστε να μπορείς να συνεργαστείς ή -πόσο μάλλον- να συνυπάρξεις εκ νέου στον ίδιο φορέα μαζί τους;
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ