Macro

Κύρκος Δοξιάδης: Ιδεολογική ταυτότητα και ρεαλισμός

Είναι το τέταρτο άρθρο στη σειρά στο οποίο ασχολούμαι με το φαινόμενο Στέφανου Κασσελάκη. Χαλάλι του. Το εντυπωσιακό επίτευγμά του, σε έναν μήνα περίπου, έχοντας μόλις καταφθάσει ως κομήτης εξ Αμερικής, να καταλάβει την ηγεσία του αριστερού κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτελεί ιστορική ήττα της Αριστεράς, συγκρίσιμη με τη συμφωνία της Βάρκιζας.
 
Η ιδεολογική ταυτότητα των πολιτικών, όσο βρίσκονται στην αντιπολίτευση, κρίνεται κυρίως από τον λόγο τους. Ο λόγος του Κασσελάκη, όταν άρχισε να μιλάει (διότι άργησε λίγο, στην αρχή ήταν μόνο εικόνα), δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι πρόκειται περί ενός ακραιφνούς νεοφιλελεύθερου. Από την πρώτη «κανονική» τηλεοπτική του συνέντευξη και την ομιλία του στο διαρκές συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, μέχρι την ομιλία του στον ΣΕΒ αλλά και στο Κερατσίνι την περασμένη εβδομάδα, ο λόγος του άνετα θα μπορούσε να θεωρηθεί παράδοση εκλαϊκευτικών μαθημάτων νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας.
 
Σταθερή θεωρητική του βάση είναι η θεωρία του «ανθρώπινου κεφαλαίου», όπου οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζονται ως «επιχειρηματίες του εαυτού τους», τους οποίους η «Αριστερά» και το «κοινωνικό κράτος» (όπως τα εννοεί ο Κασσελάκης) οφείλουν να ενισχύσουν ούτως ώστε οι άξιοι εξ αυτών να αρχίσουν τη δική τους επιχείρηση. Στην καλύτερη περίπτωση, ο λόγος του είναι εκείνος ενός νεοφιλελεύθερου ηθικολόγου. Μαζί με τα μαθήματα νεοφιλελευθερισμού, τάσσεται εναντίον της διαφθοράς και της απλήρωτης εργασίας – λες και υπάρχει πολιτικός που δηλώνει πως είναι υπέρ της διαφθοράς ή της απλήρωτης εργασίας.
 
Ενας αρχηγός κόμματος της Αριστεράς με νεοφιλελεύθερη ατζέντα λοιπόν. Παρουσιάζοντας τον εαυτό του στον ΣΕΒ ως «πρόεδρο μιας αριστερής παράταξης» και, «συγχρόνως», ως «αριστερό επιχειρηματία ο οποίος έζησε το δικό του αναπτυξιακό όνειρο […] και καταλαβαίνει την αξία του ρίσκου που παίρνετε [οι επιχειρηματίες] κάθε μέρα», μας προειδοποίησε για τα «ρίσκα» που προτίθεται να πάρει για να επιτύχει τη μετάλλαξη της τωρινής του επιχείρησης, ήτοι της «Αριστερής παράταξης». Ο προσωπικός καιροσκοπισμός του συνάδει συνεπέστατα με το νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό πρόγραμμά του.
 
Μια πλάνη πολλών σχολιαστών, που ανέκαθεν μου προξενούσε αμηχανία με την παιδαριώδη αφέλειά της, είναι η αντιδιαστολή μεταξύ ιδεολογικής κομματικής ταυτότητας και πολιτικού ρεαλισμού. Ολες οι σαχλαμάρες που εξαπολύονταν κατά καιρούς περί «αριστερόμετρου», «βαριδιών», «ΣΥΡΙΖΑ του 3%» κ.λπ., εναντίον όσων τολμούσαμε να υπενθυμίζουμε τι σημαίνει Αριστερά, είχαν ως κοινή βάση τη βλακώδη πεποίθηση ότι μπορεί να υπάρξει πολιτική χωρίς ιδεολογία. Ο Κασσελάκης ΕΧΕΙ ιδεολογία – την περιγράψαμε συνοπτικά πιο πάνω. Δεν είναι ένας… «ρεαλιστής» πολιτικός που θέλει να απαλλαγεί από τα «ιδεολογικά βαρίδια».
 
Αν λοιπόν καταφέρουμε να απαλλαγούμε από αυτό το αφελέστατο και ολέθρια αποπροσανατολιστικό δίλημμα, ίσως μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε κατάματα τη σκληρή πραγματικότητα την οποία βιώνει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ. Τι γίνεται όταν το κόμμα της Αριστεράς εξαναγκάζεται στη βίαιη μετάλλαξη της ιδεολογικής του ταυτότητας, κατόπιν του θεσμικού εκτρώματος του δίευρου και της επιβολής μιας ανοίκεια ξένης ηγεσίας στην οποία αυτό οδήγησε;
 
Για να καταστεί κατανοητό πόσο τραγικά είναι τα πράγματα, θα σκιαγραφήσω την κατάσταση με όρους αληθινού –δηλαδή όχι αφελούς- ρεαλισμού. Ας λάβουμε υπόψη δύο περιβόητες περιπτώσεις ιδεολογικής μετάλλαξης αριστερών και κεντροαριστερών κομμάτων. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που σταδιακά απέβαλε τον αριστερό του χαρακτήρα, τούτο το έπραξε σε συνθήκες γενικότερης συντηρητικοποίησης της ιταλικής πολιτικής ζωής. Και γι’ αυτό, έστω και ως μεταλλαγμένο κεντρώο κόμμα, κατόρθωσε να παίξει σημαντικό ρόλο και κατά τις επόμενες δεκαετίες. Παρομοίως, η ηγεσία του βρετανικού Εργατικού Κόμματος υπό τον Τόνι Μπλερ, που κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1990 το μετέτρεψε σε «New Labour», ήτοι σε μια «σοσιαλδημοκρατική» εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός πως εκείνα τα χρόνια ο θατσερικός νεοφιλελευθερισμός ήταν ακόμη πολύ «στα πάνω του» και επικοινωνιακά – δεν είχαν αρχίσει ακόμη να γίνονται ευρύτερα αισθητές οι ολέθριες κοινωνικές συνέπειές του.
 
Στην Ελλάδα των μνημονίων και της συνεχιζόμενης κρίσης, αν η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ μας έχει διδάξει ένα πράγμα, είναι ότι εκτινάχτηκε εκλογικά το 2012 όταν εμφανίστηκε ως αντι-νεοφιλελεύθερη δύναμη και έπαθε μόνιμη εκλογική καθίζηση το 2016 όταν άρχισε να εφαρμόζει (νεοφιλελεύθερο) μνημόνιο. Από ρεαλιστική σκοπιά λοιπόν, η πλήρης νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή του δεν είναι απλώς ατυχής επιλογή, ισοδυναμεί με πρωτοφανή στα χρονικά της Αριστεράς πολιτική αυτοκτονία. Στο τέλος του προηγούμενου άρθρου μου («Μετά την άλωση» – «Εφ.Συν.», 3.10.2023), είχα απευθύνει έκκληση προς τα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβουν δραστική πρωτοβουλία για να περισώσουν κάπως την εναπομείνασα Αριστερά.
 
Απευθύνω εκ νέου την έκκληση – πιο δραματικά αυτή τη φορά.
 
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι Ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών