Macro

Κύρκος Δοξιάδης: Ιδεολογία, προπαγάνδα, κυβερνώσα Αριστερά

Η ιδεολογία και η προπαγάνδα, οσοδήποτε ισχυρές από μόνες τους ως προς την άσκηση επιρροής και εξουσίας στο πεδίο του λόγου και της υποκειμενικότητας, λειτουργούν πάντοτε σε ένα ιστορικό πλαίσιο. Συγκεκριμένα, ως προς το πώς η Δεξιά και το ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό καθεστώς επενέργησαν καθοριστικά με ιδεολογικές και προπαγανδιστικές πρακτικές προκειμένου να υπονομεύσουν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, δεν αρκεί να πούμε το αυτονόητο, ότι ήλεγχαν τα κυρίαρχα ιδιωτικά ΜΜΕ, και ότι κατά συνέπεια τούτη η υπονόμευση ήταν εύκολη. Κατά την περίοδο 2012-2015, πριν ο ΣΥΡΙΖΑ εκλεγεί κυβέρνηση, τούτος ο έλεγχος ήδη υπήρχε, και επεκτεινόταν και στα κρατικά ΜΜΕ. Η δε αντι-συριζαϊκή προπαγάνδα που εξαπολυόταν τότε ήταν συνεχής, συστηματική και ανελέητη. Κι όμως ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να υπερισχύσει και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 2015.
 
Κρίση αξιοπιστίας
 
Το ιστορικό πλαίσιο της περιόδου 2015-2019, δηλαδή της περιόδου κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ βρισκόταν στην κυβέρνηση, είναι πρώτα και κύρια η «πικρή αλήθεια» του τρίτου μνημονίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβερνών κόμμα ψήφισε μνημόνιο, που σημαίνει σκληρές δημοσιονομικές πολιτικές, οι οποίες άρχισαν να γίνονται αισθητές στον κόσμο από τους πρώτους μήνες του 2016. Εξ ου και η μόνιμη δημοσκοπική/εκλογική καθίζηση την οποία υπέστη από εκείνη την περίοδο κι έπειτα. Πριν αρχίσει λοιπόν η επενέργεια της δεξιάς προπαγάνδας και της καθεστωτικής αντι-συριζαϊκής ιδεολογικής πρακτικής, το κόμμα της κυβερνώσας Αριστεράς είχε σε σημαντικό βαθμό αυτο-υπονομευτεί.
 
Οφείλουμε –οφείλαμε και τότε- να είμαστε κυνικοί. Τον πολύ κόσμο δεν τον απασχολούσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε και εφάρμοσε μνημόνιο επειδή εξαναγκάστηκε από τους «θεσμούς». Δεν θα ξεχάσω τα λόγια ενός ταξιτζή στις αρχές του 2017: «Μου είχε πει [ο Αλέξης Τσίπρας] ότι θα βάλει ΦΠΑ 13%; Ναι. Έβαλε τελικά 23%; Ναι. Άρα είναι ψεύτης και μου είχε πει ψέματα για να τον ψηφίσω.» Το «είχαμε αυταπάτες» (ότι μπορούσαμε να αντισταθούμε αποτελεσματικά στα μνημόνια), προφανώς δεν μπορούσε να πείσει τον συγκεκριμένο ταξιτζή – ούτε πολλούς άλλους σαν αυτόν. Η πρώτη επικοινωνιακή επίθεση από τη Δεξιά εναντίον του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ ήταν ήδη «έτοιμη στο πιάτο». Ο «ψευτράκος» ήταν ο χαρακτηρισμός με τον οποίο «στόλιζε» τον Τσίπρα ο προσωρινός πρόεδρος της ΝΔ Βαγγέλης Μεϊμαράκης τους πρώτους μήνες μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, εκφράζοντας ένα «λαϊκό αίσθημα» που ήδη υπήρχε. Ήταν απολύτως αναμενόμενο πως την κρίση αξιοπιστίας στην οποία είχε περιπέσει ο ΣΥΡΙΖΑ με την εφαρμογή του μνημονίου η Δεξιά και το καθεστώς θα την εκμεταλλεύονταν στο έπακρο.
 
Δυστυχώς η κρίση αξιοπιστίας δεν οφειλόταν μόνο στο γεγονός πως η κυβέρνηση της Αριστεράς είχε εξαναγκαστεί να δεχτεί και να εφαρμόσει μνημόνιο για να μην οδηγηθεί η χώρα σε άτακτη χρεωκοπία. Υπήρξε μια επικοινωνιακή –αλλά και ουσιαστικά ιδεολογική- στροφή της κυβέρνησης Τσίπρα ήδη από τον Αύγουστο του 2015, που συνίστατο στην παρουσίαση του επερχόμενου μνημονίου ως κάτι που δεν απέχει και πολύ από τη δική της κυβερνητική λογική. Αναφέρομαι ιδίως στην ομιλία του Τσίπρα στις 20 Αυγούστου 2015, με την οποία είχε ανακοινώσει την προκήρυξη των εκλογών του Σεπτεμβρίου. Με άλλα λόγια, ακόμη και σε επίπεδο ιδεολογικής ταυτότητας, τουλάχιστον η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είχε από τότε αυτοαναιρεθεί ως αντιμνημονιακή δύναμη.
 
Η επαναφορά του αντικομμουνισμού
 
Η ειρωνεία είναι ότι αυτό, σε ένα πρώτο επίπεδο, είχε ένα «καλό». Η Δεξιά, με τούτη την αλλαγή ιδεολογικής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, περιήλθε σε μια πρόσκαιρη ιδεολογική αμηχανία. Αισθάνθηκε πως είχε περάσει πια η εποχή που μπορούσε άνετα να εξαπολύει μύδρους εναντίον των έξαλλων και ανεύθυνων συριζομαδουραίων που θέλουν να μας πάνε πίσω στη δραχμή. Επομένως, πέρα από τις διαρκείς επιθέσεις για αναξιοπιστία («εσείς που λέγατε ότι θα σκίσετε τα μνημόνια…» κλπ), όφειλε να επιστρατεύσει μεθόδους που αφορούσαν βαθύτερα δομικά χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος της Αριστεράς.
 
Επί τη βάσει των αντικειμενικών δεδομένων της οικονομικής πολιτικής, πρώτο μέλημα της Δεξιάς ήταν να απευθυνθεί στον παραδοσιακά προνομιακό για εκείνην χώρο που της εξασφαλίζει μαζική υποστήριξη, ήτοι στις «μεσαίες τάξεις». Την αναπόφευκτη, σε μεγάλο βαθμό –δεδομένων των ασφυκτικών δημοσιονομικών συνθηκών του μνημονίου- υπερφορολόγηση των εν λόγω τάξεων, η Δεξιά την απέδιδε στην «αριστερή ιδεοληψία» και στον «κρατισμό» του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως φάνηκε ήδη από τις ευρωεκλογές του 2019, η Δεξιά κατόρθωσε να μετακινηθεί ένα μεγάλο ποσοστό ψήφων από τον ΣΥΡΙΖΑ στη ΝΔ σε όλες τις τάξεις εκτός των ανέργων – της αληθινά κατώτερης τάξης σε εκείνη τη συγκυρία, την οποία η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε βοηθήσει με τα μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση.
 
Ταυτόχρονα, η Δεξιά, όσον αφορά την αντι-συριζαϊκή της επικοινωνιακή πολιτική αλλά και το δικό της ιδεολογικό στίγμα γενικότερα, άρχισε να ανασυγκροτεί ολοένα και πιο επιθετικά τον παλιό, καλό αντικομμουνιστικό της εαυτό. Θα λέγαμε μάλιστα ότι, βιώνοντας το ανεπίτρεπτο σκάνδαλο να βρίσκεται ένα αριστερό κόμμα στην κυβερνητική εξουσία, έστω και αν αυτό αναγκαζόταν να εφαρμόζει μνημόνιο, η Δεξιά, σαράντα και πλέον χρόνια μετά τη χούντα, περιήλθε σε διαδικασία βαθιάς ιδεολογικής ενδοσκόπησης, και αποφάσισε ότι «τα ψέματα τελείωσαν, πρέπει να ξεμπερδεύουμε επιτέλους με τη Μεταπολίτευση». Από τότε έθεσε ως κεντρικό στρατηγικό της στόχο, στο ιδεολογικο-πολιτικό επίπεδο, μια «εκσυγχρονισμένη» επαναφορά του μετεμφυλιακού αντικομμουνιστικού κράτους.
 
Το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια»
 
Ο Μάκης Βορίδης, με την Αριστερά στην κυβέρνηση, αισθάνθηκε πως επιβεβαιώθηκε πλήρως η άποψή του περί «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς». Εξ ου και η παρότρυνσή του στον τότε «μέλλοντα πρωθυπουργό» Κυριάκο Μητσοτάκη πως όταν η ΝΔ ξαναγίνει κυβέρνηση θα πρέπει να γίνουν θεσμικές παρεμβάσεις, ούτως ώστε να μην επιτραπεί επανεκλογή της Αριστεράς. Παραπέμποντας εμμέσως πλην σαφέστατα στον νόμο 509/1947 που είχε καταργηθεί από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στη Μεταπολίτευση. Το μεταξικό –και κατόπιν μετεμφυλιακό- ιδεολογικό τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» και η «εθνικοφροσύνη» τα είδαμε να επανέρχονται δριμύτερα στην αντιπολιτευτική πρακτική της ΝΔ κατά ποικίλους τρόπους και σε διαφορετικές φάσεις. Θα λέγαμε μάλιστα ότι τα πρακτικά τους αποτελέσματα αποδείχτηκαν διόλου ευκαταφρόνητα. Τουλάχιστον όσον αφορά τη δημιουργία εντυπώσεων στην κοινή γνώμη, η κυβέρνηση της Αριστεράς ηττήθηκε «κατά κράτος» όταν απομακρύνθηκε από τη θέση του υπουργού Παιδείας το 2016 ο Νίκος Φίλης μετά από τη διαμάχη του με τον Ιερώνυμο και τους ακροδεξιούς της ΝΔ στην προσπάθειά του να καταργήσει τη θρησκευτική κατήχηση στα σχολεία. Και ως προς τη συμφωνία των Πρεσπών, η Δεξιά, πριμοδοτώντας τις πιο εθνικιστικές φωνές, κατόρθωσε να επιφέρει ένα οριστικό ρήγμα στις ούτως ή άλλως εξ αρχής αμήχανες σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με τον συγκυριακά –και αρχικά- αντιμνημονιακό αλλά καθόλου αριστερό κυβερνητικό του εταίρο.