Οι περισσότερες ιδεολογίες έχουν ένα θετικό περιεχόμενο. Προσπαθούν να συνενώσουν ευρύτατες μάζες λαού γύρω από τα προτάγματά τους, προβάλλοντας αξίες και οράματα που μπορούν να ελκύσουν αποτελεσματικά όσους πείθονται από δαύτα. Ακόμα και ιδεολογίες της διαίρεσης και της μισαλλοδοξίας, όπως ο εθνικισμός, ο ρατσισμός και ο φασισμός, προτού και προκειμένου να διαιρέσουν και να διχάσουν, επιδιώκουν πρώτα να συσπειρώσουν. Γύρω από το δικό μας Εθνος, την Υπέρτατη Φυλή, τον Μεγάλο Ηγέτη και ούτω καθ’ εξής.
Η δημιουργία συναίνεσης μεταξύ μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων αποτελεί το εκ των ων ουκ άνευ για την επίτευξη της οποιασδήποτε ιδεολογικής ηγεμονίας. Γι’ αυτό και το ιδεολόγημα της «εθνικοφροσύνης» στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, που στηριζόταν μόνο στη διαίρεση (μεταξύ «εθνικοφρόνων» και κομμουνιστών), παρ’ ότι αποτελούσε την «επίσημη» ιδεολογία του καθεστώτος, ήταν καταδικασμένο να αποτύχει ως κυρίαρχη ιδεολογία.
Η θεωρία των δύο άκρων, η θεωρία εκείνη που εξομοιώνει την αντικαπιταλιστική Αριστερά με τον φασισμό και τον ναζισμό, δεν αποτελεί βέβαια από μόνη της μια «πλήρη» ιδεολογία. Υπό την έννοια ότι δεν συγκροτεί αναπαράσταση ολόκληρης της κοινωνίας όπως είναι ή όπως θα έπρεπε να είναι. Επιπλέον, το περιεχόμενό της είναι αρνητικό – στρέφεται εναντίον των «άκρων». Από την άλλη, όμως, δεν πρόκειται για «ξέμπαρκη» ιδεολογία. Και αυτό είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της.
Ιστορικά, δεν είναι τυχαίο ότι το πιο γνωστό και σημαντικό ίσως από τα ιδρυτικά κείμενα του νεοφιλελευθερισμού, το βιβλίο «Ο δρόμος προς τη δουλεία» του Φρίντριχ Χάγεκ, είναι ολόκληρο δομημένο ως μια πλήρως επεξεργασμένη και περίτεχνη εκδοχή της θεωρίας των δύο άκρων. Και ταυτόχρονα, η γερμανική εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού, ήτοι ο ορντοφιλελευθερισμός, επίσης στήριξε κατά μέγα μέρος την ιδεολογική και θεωρητική του συγκρότηση σε μια οικονομική παραλλαγή της εν λόγω θεωρίας.
Δομικά, η θεωρία των δύο άκρων είναι η επιθετική συνιστώσα της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας. Είναι ο τρόπος με τον οποίο ο νεοφιλελευθερισμός επιχειρεί να κατατροπώσει ιδεολογικά τον υπ’ αριθμόν ένα εχθρό του – που δεν είναι άλλος από τη μαρξιστική Αριστερά στις διάφορες παραλλαγές της. Παρ’ ότι λοιπόν λειτουργεί και ως προπαγάνδα –όπως άλλωστε ολόκληρος ο νεοφιλελευθερισμός και ως προς το θετικό του περιεχόμενο–, δεν παύει να διαθέτει κάποια ουσιώδη χαρακτηριστικά της ιδεολογίας.
Η θεωρία των δύο άκρων συγκροτεί υποκειμενικότητες, δηλαδή τρόπους σκέψης. Πρακτικά τούτο σημαίνει πως όσοι την προπαγανδίζουν την πιστεύουν – βαθύτατα κιόλας. Οντως αντιλαμβάνονται ως επικίνδυνο «άκρο» τη μαρξιστική Αριστερά από κοινού με τον φασισμό και τον ναζισμό. Την πρώτη μάλιστα ως πιο επικίνδυνο, καθ’ ότι απειλητικό για το ίδιο το σύστημα. Αλλά επειδή ακριβώς η ιδεολογία σπανίως λειτουργεί απολύτως κυνικά, την εν λόγω απειλή την εκλαμβάνουν ως απειλή για τη δημοκρατία – εξ ου και η εξομοίωση με τον φασισμό και τον ναζισμό. Η δε συνταύτιση (καπιταλιστικού) συστήματος και δημοκρατίας στηρίζεται στη γνωστή διαστροφική νεοφιλελεύθερη εξίσωση: ελεύθερη αγορά = πραγμάτωση της ελευθερίας (εν γένει) = θεμέλιο της δημοκρατίας.
Στη σύγχρονη Ελλάδα, η θεωρία των δύο άκρων εμφανίστηκε κατά πολύ συγκεκριμένο τρόπο, ως κεντρικό προπαγανδιστικό τέχνασμα εναντίον της αντιμνημονιακής Αριστεράς. Προτού ανέλθει ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία και εφαρμόσει μνημόνιο, η εξομοίωση των δύο «άκρων» στηριζόταν στην αντιμνημονιακή ρητορική της Χρυσής Αυγής. Τα χρόνια της διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να περιέλθει ακριβώς σε αχρησία, ως προπαγάνδα είχε μάλλον ατονήσει, για ευνόητους λόγους.
Τώρα, όμως, παρατηρείται το εξής φαινόμενο: Η θεωρία των δύο άκρων όχι απλώς δεν έχει εκλείψει από τον δημόσιο λόγο και την κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας, αλλά έχει ριζώσει βαθύτατα στα μυαλά κάποιων – δηλαδή ακριβώς ως ιδεολογία, και μάλιστα, θα έλεγα, κυρίαρχη. Αποτελεί κεντρική συνιστώσα της καθεστωτικής ιδεολογίας.
Μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα στο ΕΠΑΛ Σταυρούπολης, υπουργεία, κυβερνητικοί εκπρόσωποι και μέλη της κυβέρνησης είναι ανίκανοι να αρθρώσουν μία λέξη καταδίκης του ναζιστικού φαινομένου στα σχολεία χωρίς να αναμασήσουν τη θεωρία των δύο άκρων. Και λέω «είναι ανίκανοι» διότι καθώς φαίνεται ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΣΚΕΦΤΟΥΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ. Και αν τα πράγματα έμεναν στο επίπεδο των δημόσιων δηλώσεων και της (μη) καταγγελίας, δεν θα έτρεχε και τίποτα. Το ζήτημα όμως είναι ασύγκριτα πιο σοβαρό και μεσο-μακροπρόθεσμα θα έλεγα εφιαλτικό. Στη σκέψη του καθεστωτικού πολιτικού προσωπικού και των όσων αποφασίζουν για τις τύχες της χώρας, το να υπάρχουν ΝΑΖΙΣΤΕΣ ΜΑΘΗΤΕΣ δεν είναι πιο επικίνδυνο από παλιά που στα Λύκεια είχαν πέραση οι ιδέες του Μαρξ και του Λένιν.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών