Στη φιλοσοφία, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, είναι πολύ επιδραστική η «θεωρία των ομιλιακών πράξεων» («speech-act theory»). Σύμφωνα με αυτήν, η ομιλία, ο λόγος, δεν έχει μόνο διαπιστωτικό χαρακτήρα, αλλά και επιτελεστικό. Μια πρόταση, μια φράση, όπως «Τώρα βρέχει», είναι μια διαπίστωση. Διαπιστώνεται απλώς ένα γεγονός, μια πραγματικότητα. Με την εκφορά της, μεταφέρεται απλώς μια πληροφορία σε όσους/ες την ακούν ή τη διαβάζουν. Συχνά όμως τα λόγια λειτουργούν σαν πράξεις οι οποίες επιτελούνται. Μια διαταγή («Σταματήστε!»), μια απειλή («Αν δεν πληρώσεις, θα πας φυλακή»), μια παράκληση («Μου περνάς το κρασί, σε παρακαλώ;»), μια προτροπή («Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!») προξενούν ή έχουν σκοπό να προξενήσουν πράξεις ή γεγονότα, και υπό αυτή την έννοια λειτουργούν οι ίδιες ως πράξεις.
Στην ίδια λογική, θα μπορούσαμε να προεκτείνουμε τούτη τη θεωρία, διατυπώνοντάς την και ως «θεωρία των πραξιακών λόγων», σύμφωνα με την οποία ισχύει και το αντίστροφο. Κάποιες πράξεις δεν έχουν απλώς επιτελεστική σημασία, δεν είναι δηλαδή απλώς πράξεις που επιτελούνται, αλλά και διαπιστωτική. Λειτουργούν σαν διαπιστώσεις που επιβεβαιώνουν ή επαληθεύουν κάποιες πραγματικότητες. Ετσι, παρότι είναι πράξεις που εκδηλώνονται ως υλικά γεγονότα και όχι σκέτα λόγια, ο χαρακτήρας τους και ο στόχος τους είναι περισσότερο συμβολικός ή νοηματικός. Η υποστολή της σημαίας του κατακτητή σηματοδοτεί το γεγονός της απελευθέρωσης μιας χώρας ή της ύπαρξης εθνικής αντίστασης. Ακόμη και πράξεις με εξαιρετικά σημαντική υλική διάσταση, μπορεί να έχουν μια ακόμη πιο σημαντική διαπιστωτική ή νοηματική λειτουργία. Ιστορικά, ο αποκεφαλισμός του βασιλιά σηματοδότησε το τέλος της απολυταρχίας. Μια πράξη προβοκάτσιας, όπως ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ στη χιτλερική Γερμανία, λειτούργησε ως –προπαγανδιστική, εν προκειμένω– «διαπίστωση» ότι ο «κομμουνιστικός κίνδυνος» είναι υπαρκτός.
Το τελευταίο παράδειγμα είναι αποκαλυπτικό για το πώς κάποιες πράξεις λειτουργούν ως «πραξιακοί λόγοι» με το να εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο ενός προπαγανδιστικού λόγου. Η προπαγάνδα ως λόγος έχει μια σημαντική διαπιστωτική διάσταση, υπό την έννοια ότι αποτελεί μια παραποιημένη ή/και κατασκευασμένη διαπίστωση μιας πραγματικότητας. Συχνά, επιτελούνται και ορισμένες πράξεις που σκοπό έχουν να ενισχύσουν ή να «επιβεβαιώσουν» τη συγκεκριμένη «διαπίστωση».
Τελικά, πιστεύω πως κάπως έτσι θα πρέπει να ερμηνεύσουμε ως πράξη την εγκαθίδρυση του θεσμού της πανεπιστημιακής αστυνομίας. Αυτή η τελευταία θα πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο μιας μακροχρόνιας προπαγανδιστικής εκστρατείας κατασυκοφάντησης του δημόσιου Πανεπιστημίου στη χώρα μας. Καθώς φαίνεται, η προπαγανδιστική απαξίωση δεν μπορούσε να επικεντρωθεί στο καθαυτό επιστημονικό πλαίσιο. Παρά τα όποια προβλήματά τους, τα ελληνικά πανεπιστήμια κατά τις τελευταίες δεκαετίες διαθέτουν υψηλού επιπέδου επιστημονικές περγαμηνές – όπως διαπιστώνεται από διάφορες κατατάξεις τους στις διεθνείς κλίμακες αξιολόγησης, αλλά και όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι οι απόφοιτοι των ελληνικών Πανεπιστημίων διαπρέπουν ως μεταπτυχιακοί/ές φοιτητές/ήτριες στο εξωτερικό. Το «στοίχημα» λοιπόν της καθεστωτικής προπαγάνδας παίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου με όρους «παραβατικότητας» και «ανομίας».
Σε αυτό το πεδίο, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η πολυετής, συστηματική, αδίστακτη και εκτρωματική προπαγάνδα των καθεστωτικών ΜΜΕ και των πολιτικών της (Ακρο-Κεντρο-)Δεξιάς υπήρξε τόσο αποτελεσματική ώστε δεν θα ήταν τόσο υπερβολικό να πούμε πως η εικόνα που έχει αποκομίσει για το Πανεπιστήμιο ο «μέσος» Ελληνας πολίτης που δεν έχει άμεση σχέση με αυτό είναι περίπου η εξής: οι μισές σχολές τελούν υπό κατάληψη και οι άλλες μισές αποτελούν χώρους διακίνησης και χρήσης ναρκωτικών, βιασμών και «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών» μεταξύ συμμοριών.
Δεδομένης αυτής της εικόνας που το ίδιο δημιούργησε, το δεξιό καθεστώς ήταν σχεδόν υποχρεωμένο να οδηγηθεί στη «λογική κατάληξη»: ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας, ως έσχατο –και αναπόφευκτο– μέτρο αντιμετώπισης της «πανεπιστημιακής παραβατικότητας». Αν δεν το έκανε, ο κόσμος που είχε πειστεί από την προπαγάνδα θα απορούσε: «Μα είναι δυνατόν να αφήνετε τα παιδιά μας να προσέρχονται σε αυτό το άντρο εγκληματικότητας και παρανομίας;» Η θέσπιση πανεπιστημιακής αστυνομίας για την κυβέρνηση ήταν ζήτημα… προπαγανδιστικής συνέπειας.
Τώρα που η προπαγανδιστική πράξη της εγκαθίδρυσης της πανεπιστημιακής αστυνομίας έρχεται αντιμέτωπη με την παράλογη πραγματικότητα της μόνιμης εγκατάστασης αστυνομικών μέσα σε ένα κανονικό πανεπιστημιακό περιβάλλον, τώρα που συναντά την απολύτως αναμενόμενη και δικαιολογημένη σθεναρή αντίσταση της φοιτητικής νεολαίας, η κυβέρνηση μάλλον άρχισε να το ξανασκέφτεται το ζήτημα.
Οπως διαβάζουμε στην εφημερίδα «Καθημερινή»: «Ως φαίνεται, από την κυβέρνηση επιχειρείται να πέσουν οι τόνοι μετά την πρώτη εμφάνιση των μελών των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων…» Δηλαδή: «Εξω από τις πανεπιστημιουπόλεις […] και συνοδεία αστυνομικών από τα κοντινά αστυνομικά τμήματα θα περιπολούν τα μέλη της πανεπιστημιακής αστυνομίας».
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών