Η περίπτωση Πελώνη –ένθερμη υποστηρίκτρια του ΣΥΡΙΖΑ και φανατική αντι-νεοδημοκράτισσα που ύστερα από λίγα χρόνια γίνεται κυβερνητική εκπρόσωπος της Ν.Δ.– είναι ένα ακραίο ιδεολογικο-πολιτικό φαινόμενο που προξενεί προβληματισμό. Σε τρία διακριτά επίπεδα.
- Πώς είναι δυνατόν να επέλεξε η Ν.Δ. τέτοιο άτομο για αυτήν την τόσο σημαντική θέση; Ποιο ήταν το σκεπτικό πίσω από την απόφαση; Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι απλώς δεν γνώριζαν το –πολύ πρόσφατο– πολιτικό παρελθόν της.
- Είναι δυνατόν κάποιο άτομο να διακατέχεται από τέτοιον ασυγκράτητο αριβισμό, ούτως ώστε να αδιαφορεί για το ότι μοιραία κάποτε θα αποκαλυφθούν οι πρόσφατες πολιτικές της συμπάθειες και αντιπάθειες και θα εκτεθεί ανεπανόρθωτα; Αν ισχύει, τότε δεν είναι ζήτημα χαρακτηρολογικής ευθύνης του συγκεκριμένου ατόμου, αλλά ένδειξη ότι πλέον η κοινωνία μας έχει φτάσει σε τέτοια «μεταμοντέρνα» κατάσταση που πράγματι «anything goes».
- Τέλος, κάτι πιο επώδυνο ειδικά για την Αριστερά. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τόοοσο συνεπείς φανατικούς οπαδούς; Μήπως αυτό κάτι μας λέει για την αξιοπιστία του ως αριστερού κόμματος; Αραγε δεν ισχύει και στην πολιτική αυτό που λένε «Δείξε μου τους “φίλους” σου να σου πω ποιος είσαι»;
Αδιαμφισβήτητα η κ. Πελώνη δεν είναι ούτε η πρώτη τέτοια περίπτωση στη σύγχρονη πολιτική ζωή ούτε η τελευταία. Ισως είναι η πιο κραυγαλέα, αν και αυτό είναι συζητήσιμο. Ακριβώς εκεί όμως είναι το ζήτημα. Αν επρόκειτο για κάποιο μεμονωμένο φαινόμενο, οσοδήποτε ακραίο, δεν θα έτρεχε δα και τίποτα.
Το ευρύτερο φαινόμενο των περιπτώσεων ακραίου πολιτικού προσωπικού καιροσκοπισμού αναπόφευκτα μας προκαλεί να σκεφτούμε εκ νέου για τους όρους της πολιτικής ένταξης στη σύγχρονη εποχή. Ποια είναι τα κίνητρα που οδηγούν τους ανθρώπους να συντάσσονται με ένα πολιτικό κόμμα, από το επίπεδο του απλού ψηφοφόρου ή οπαδού έως εκείνο του υψηλά ιστάμενου και προβεβλημένου στελέχους;
Εστω και αν κάποιες (αρκετές) περιπτώσεις δικαίως κρίνονται ως καιροσκοπικές ή τυχοδιωκτικές, η ιστορικο-υλιστική προσέγγιση των κοινωνικο-πολιτικών ζητημάτων δεν μας επιτρέπει από την άλλη να παρασυρθούμε σε μια ηθικολογικού τύπου κανονιστική άποψη ότι τα κίνητρα της συμπόρευσης με τη μια ή την άλλη πολιτική δύναμη θα έπρεπε να είναι «αγνά ιδεολογικά» και μόνον. Τα κόμματα (δεξιά, αριστερά, κεντρώα) είναι εκφραστές συμφερόντων – ταξικών και ευρύτερα κοινωνικών. Μέχρι και οι ίδιες οι ιδεολογίες που καθοδηγούν την πολιτική πρακτική των κομμάτων συνδέονται κατά λιγότερο ή περισσότερο σύνθετο τρόπο με τα συμφέροντα των τάξεων ή κοινωνικών ομάδων που εκπροσωπούνται από το εκάστοτε κόμμα.
Για να μην κατηγορηθώ για «χυδαίο οικονομισμό», σπεύδω να επισημάνω ότι μεταξύ ιδεολογίας και συμφερόντων υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση. Για παράδειγμα, τα συμφέροντα της αστικής τάξης και του μεγάλου κεφαλαίου εδώ και κάμποσες δεκαετίες έχουν αναπροσδιοριστεί από την ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού που ακολουθούν τα δεξιά και κεντρώα κόμματα σε διεθνές επίπεδο κατά το ίδιο αυτό διάστημα. Επιπλέον, στον βαθμό που μια ιδεολογία καθίσταται κυρίαρχη, ακολουθείται από τάξεις και ομάδες χωρίς αληθινά να εκφράζει τα συμφέροντά τους.
Ακόμα πιο «αντι-οικονομιστικά». Οπως δεν υπάρχει «αγνή ιδεολογία», δηλαδή ιδεολογία που δεν σχετίζεται με κάποια συμφέροντα έστω κατά περίπλοκο τρόπο, δεν υπάρχει και «αγνό συμφέρον». Κάθε συμφέρον, στον βαθμό που υπερβαίνει τον σκοπό της ικανοποίησης κάποιων στοιχειωδών βιολογικών αναγκών, προσδιορίζεται και από ιδεολογικούς παράγοντες.
Το γεγονός ότι το ίδιο το άτομο ενδέχεται να το αντιλαμβάνεται ως προσωπικό συμφέρον και όχι ως συνέπεια κάποιας ιδεολογικής επιρροής που έχει υποστεί συνίσταται στο ότι σε μεγάλο βαθμό η ιδεολογία επενεργεί ασυνείδητα επί των ατόμων. Συγκροτεί τις επιλογές τους και καθοδηγεί τις πράξεις τους, συχνά χωρίς τα ίδια να το συνειδητοποιούν.
Τούτο ισχύει και για τις προσωπικές αποφάσεις της πολιτικής ένταξης. Κατά έναν ειρωνικά αναπάντεχο τρόπο, η (νυν) κυβερνητική εκπρόσωπος, κατά τη στιγμή ακριβώς που έλαβε την εντελώς κυνική απόφαση να γράψει το αριστερό και αντι-νεοδημοκρατικό της πρόσφατο παρελθόν στα παλαιότερα των υποδημάτων της, προκειμένου να ενταχθεί στο κόμμα που κατά την κρίση της θα της εξασφάλιζε επιτυχημένη πολιτική σταδιοδρομία, ακολουθούσε κατά συνεπέστατο τρόπο, χωρίς η ίδια να το συνειδητοποιεί, τα βαθύτερα ιδεολογικά κελεύσματα του κόμματος στο οποίο προσχωρούσε.
Ητοι, τον άνευ όρων ατομοκεντρισμό της νεοφιλελεύθερης «ανταγωνιστικότητας». Ο οποίος στις μέρες μας είναι επαρκώς κυρίαρχος ώστε τόσο στη Δεξιά –βλέπε σημείο 1 στην αρχή του άρθρου μου– όσο και στο ευρύτερο πολιτικό περιβάλλον –βλέπε σημείο 2– παρόμοιες συμπεριφορές να καθίστανται αποδεκτές χωρίς ιδιαίτερο πρόβλημα. Το πρόβλημα βέβαια είναι τι γίνεται με το σημείο 3.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών