Την περασμένη Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, ο ΣΥΡΙΖΑ έπαψε και τυπικά πλέον να αποτελεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επειτα από δωδεκάμισι χρόνια, η Δεξιά και το κοινωνικο-οικονομικό καθεστώς που τη στηρίζει μπορούν πλέον να κοιμούνται ήσυχοι. «Μεγαλούτσικη τελικά η “αριστερή παρένθεση”, αλλά επιτέλους την κλείσαμε. Αποστολή με κωδικό όνομα “Στέφανος Κασσελάκης” εξετελέσθη – όβερ».
Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, οι συσχετισμοί ισχύος στο πεδίο της πολιτικής εξουσίας σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζονται εξ ορισμού από τη βούληση των πολιτών. Σύμφωνα με τον μαρξισμό βέβαια, η εν λόγω βούληση δεν είναι αυθύπαρκτη, διαμορφώνεται από τις εκάστοτε κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες και από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς που κατά μέγα μέρος ελέγχονται από το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα. Από την άλλη όμως, πάλι σύμφωνα με τον μαρξισμό, στις ίδιες αυτές συνθήκες και στους ίδιους μηχανισμούς διεξάγεται ένας αγώνας στον οποίο η προσπάθεια επιβολής των κυρίαρχων ιδεολογημάτων συναντά τις αντιστάσεις των κυριαρχούμενων τάξεων που προτάσσουν τις δικές τους –αριστερές, κυρίως– ιδεολογικές θέσεις.
Αν εξετάσουμε τον λόγο περί «αριστερής παρένθεσης», θα παρατηρήσουμε το εξής: η ίδια η έννοια της «αριστερής παρένθεσης» προεξοφλεί ότι ο αγώνας που διεξάγεται θα καταλήξει με τη νίκη του καθεστώτος και την ήττα της Αριστεράς. Αυτό αποτελεί ένδειξη μιας εντυπωσιακά αλαζονικής αυτοπεποίθησης των κυρίαρχων κοινωνικών δυνάμεων ως προς τη μακροπρόθεσμη επικράτηση όχι μόνο της πολιτικο-οικονομικής τους ισχύος αλλά και της ιδεολογικής. Που σημαίνει ότι η αυτοπεποίθησή τους συνίσταται στην πεποίθηση ότι μπορούν οι πολιτικές δυνάμεις που τις εκπροσωπούν να κερδίσουν εκ νέου τη βούληση των πολιτών ούτως ώστε εκείνοι να τις επανεκλέξουν στην κυβερνητική εξουσία – ότι δηλαδή δεν χρειάζεται πραξικόπημα και κατάργηση των κοινοβουλευτικών θεσμών προκειμένου να ανακτήσουν την πολιτική εξουσία.
Από πού προκύπτει λοιπόν τούτη η προκλητική ιδεολογική αυτοπεποίθηση των κυρίαρχων κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων; Ας μη βιαστούμε να κρίνουμε ως αφελή αυτή την ερώτηση. Ας μη θεωρήσουμε δηλαδή ότι η εν λόγω αυτοπεποίθηση προκύπτει «αυτομάτως» ή «εξ ορισμού» από το γεγονός και μόνο ότι οι συγκεκριμένες κοινωνικο-πολιτικές δυνάμεις είναι όντως κυρίαρχες. Δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τον πανικό των κυρίαρχων μέσων μαζικής επικοινωνίας λίγο πριν από το δημοψήφισμα του 2015, που τα οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου προπαγανδιστική υστερία, η οποία, καθώς φάνηκε από το αποτέλεσμα αλλά και από την οργή του κόσμου, τους γύρισε «μπούμερανγκ». Να μη λησμονούμε και την παραίτηση του Αντώνη Σαμαρά από την ηγεσία της Ν.Δ. μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Μάλλον ο πιο αλαζόνας ηγέτης της μεταδικτατορικής Δεξιάς αναγκάστηκε να αποσυρθεί «με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια» ύστερα από αυτό που το ελληνικό καπιταλιστικό καθεστώς που εκπροσωπούσε βίωσε ως μια συντριπτική ιδεολογική ήττα.
Να μην ξεχνάμε επιπλέον και την περίφημη θεωρία περί «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς» που εκστόμιζαν συχνά-πυκνά σημαίνοντα στελέχη της (Ακρο)Δεξιάς, προεξάρχοντος του Μάκη Βορίδη, αναφερόμενα στην πολιτικο-ιδεολογική κατάσταση της Ελλάδας εν γένει μετά τη Μεταπολίτευση. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι εν προκειμένω έχουμε να κάνουμε με κουτοπόνηρη ρητορική υπερβολή που αποσκοπούσε στη δικαίωση του ανηλεούς διωγμού των αριστερών ιδεών, η ιδεολογική επικράτηση των καθεστωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα ποτέ δεν εθεωρείτο δεδομένη από τις ίδιες, διότι ποτέ το καπιταλιστικό καθεστώς (τουλάχιστον μεταπολεμικά) δεν είχε κατορθώσει να επιτύχει αληθινή ιδεολογική ηγεμονία.
Μια από τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής πολιτικής όμως συνίστατο στο ότι τούτη ήταν κατά μέγα μέρος αυτόνομη από την πολιτική ιδεολογία. Τα ταξικά συμφέροντα εκπροσωπούνταν από τα μεγάλα αστικά κόμματα διά μέσου του πελατειακού συστήματος. Η υπόσχεση του προσωπικού/οικογενειακού «βολέματος» ήταν ο τρόπος με τον οποίο πείθονταν και μερίδες των κατώτερων και μεσαίων τάξεων να τα ψηφίζουν –χωρίς απαραίτητα να συμμερίζονται τα (όποια) ιδεολογικά τους προτάγματα– και συνεπώς η μέθοδος διά της οποίας τα συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα «εκπροσωπούνταν» από τα κυρίαρχα κόμματα.
Κάτι που ίσως δεν έχει γίνει επαρκώς κατανοητό είναι πως με τα μνημόνια και την κρίση τέθηκε πρώτα απ’ όλα σε έμπρακτη αμφισβήτηση η λειτουργία του πελατειακού συστήματος: η δημοσιονομική λιτότητα κατέστησε δυσχερέστερο το «βόλεμα» των «δικών μας». Η αλαζονική αυτοπεποίθηση πως κάποτε η «αριστερή παρένθεση» θα κλείσει δεν ήταν λοιπόν ιδεολογική αυτοπεποίθηση από πλευράς των κυρίαρχων κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων αλλά η αυτοπεποίθηση ενός συστήματος ότι κάποτε θα επανέλθει στην κανονικότητά του. Η «αριστερή παρένθεση» όντως έκλεισε και το σύστημα όντως επανήλθε σε μια κανονικότητα, μόνο που τώρα οι «δικοί μας» του κόμματος της Δεξιάς που «βολεύονται» είναι σκέτα το μεγάλο κεφάλαιο.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών