Αποτελεί ανατριχιαστική ειρωνική σύμπτωση το γεγονός ότι ΑΚΡΙΒΩΣ έναν αιώνα μετά την πορεία προς τη Ρώμη (φθινόπωρο 1922) αναδείχθηκε πρώτο στις ιταλικές εκλογές το κόμμα που κατάγεται ιστορικά από τον Μουσολίνι. Αν όχι τίποτε άλλο λοιπόν, ο τεράστιος συμβολικός χαρακτήρας τούτου του γεγονότος το σηματοδοτεί ως «κλείσιμο ενός κύκλου»: του κύκλου της επανόδου των φασιστικών δυνάμεων στην κυβερνητική εξουσία. Ο φασισμός στη σύγχρονη Ευρώπη δεν αποτελεί πλέον απλώς περιθωριακό –απειλητικό ή τρομακτικό έστω– φαινόμενο. Δεν βρίσκεται καν «προ των πυλών» – τις έχει διαβεί τις πύλες και έχει εισέλθει.
Για να προσδιορίσει τη δική της στάση, η Αριστερά οφείλει πρώτα να εκτιμήσει τη στάση του αντιπάλου – του καπιταλισμού. Θυμόμαστε βέβαια τη σοφή ρήση του Μαξ Χόρκχαϊμερ: όποιος δεν θέλει να μιλάει για τον καπιταλισμό, δεν μπορεί να μιλάει για τον φασισμό. Μόνο που τώρα αυτή η φράση είναι ακόμη πιο καίρια απ’ όσο στη δεκαετία του 1930. Ανεξάρτητα από την όποια αναμφίβολη συμβολή του καπιταλισμού στην άνοδο του φασισμού στην Ιταλία και του ναζισμού στη Γερμανία, η στάση του καπιταλιστικού συστήματος συνολικά εκείνη την περίοδο εκφράστηκε με τον πιο καθοριστικό τρόπο σε διακρατικό επίπεδο: με την «πολιτική του κατευνασμού» απέναντι στη χιτλερική Γερμανία και στη μουσολινική Ιταλία που επιδείκνυαν οι κυβερνήσεις των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών – κυρίως η Βρετανία του Τσάμπερλεν (με αποκορύφωμα τη συμφωνία του Μονάχου το 1938).
Η σχέση καπιταλισμού και φασισμού στη σύγχρονη εποχή είναι σχέση εσωτερικότητας – δεν εκφράζεται τόσο στο επίπεδο των διακρατικών σχέσεων μεταξύ κυβερνήσεων όσο σε εκείνο των σχέσεων μεταξύ κοινωνικο-οικονομικών δυνάμεων και ιδεολογικο-πολιτικών πρακτικών. Και τούτο έχει να κάνει με δύο κυρίως παράγοντες τους οποίους ορίζουν οι νέες συνθήκες που έχουν επικρατήσει κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ο πρώτος είναι η διεθνοποίηση της οικονομικής πολιτικής, που έχει καταργήσει κάθε αυτονομία των κυβερνήσεων των λιγότερο ισχυρών χωρών από το διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Και ο δεύτερος, που αποτελεί μια έμμεση απόρροια του πρώτου, είναι ότι η φασιστική ιδεολογία και οι πολιτικοί της φορείς έχουν μάθει να προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες. Για παράδειγμα, η νικήτρια των ιταλικών εκλογών Τζόρτζια Μελόνι έσπευσε να «καθησυχάσει» τους Ευρωπαίους εταίρους ότι είναι υπέρ της στρατιωτικής ενίσχυσης της Ουκρανίας.
Πιο σημαντικές όμως είναι κάποιες –επιφανειακές και απολύτως οπορτουνιστικές βέβαια– «παραχωρήσεις» ή και «προσεγγίσεις» του φασισμού προς τα κοινωνικά κινήματα, όπως ο φεμινισμός (όταν οι μετανάστες παρουσιάζονται ως υπεύθυνοι για τα περισσότερα εγκλήματα σεξουαλικής κακοποίησης ή ως φορείς πατριαρχικής νοοτροπίας), καθώς και οι απόπειρες αποστασιοποίησης από την πιο κλασική ιδεολογική συνιστώσα του ναζισμού και του φασισμού, ήτοι από τον αντισημιτισμό. Επιπλέον, ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, και πάλι στην Ιταλία, η Μελόνι συμμαχεί με τον Μπερλουσκόνι – με την πρώτη ιστορικά περίπτωση άμεσης εισχώρησης του μεγάλου κεφαλαίου στο πεδίο της επαγγελματικής πολιτικής.
Τούτη η σύζευξη μεταξύ φασισμού και μπερλουσκονισμού, αλλά και το γεγονός ότι στην Ελλάδα η εκ του ΛΑΟΣ προερχόμενη ακροδεξιά τριανδρία είναι η κυρίαρχη τάση στη Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι ίσως τα αποκαλυπτικότερα γεγονότα ως προς το ποια θα έπρεπε να είναι η στάση της Αριστεράς. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και σε αντιστοιχία με όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, η τότε Αριστερά, τόσο σε επίπεδο διακρατικό (Σοβιετική Ενωση) όσο και σε επίπεδο εγχώριο (αντιστασιακές οργανώσεις), αναγκάστηκε να συμμαχήσει με τις δυτικές καπιταλιστικές χώρες στον κοινό αγώνα εναντίον των φασιστικών κρατών. Στη σύγχρονη συγκυρία, ο αγώνας της Αριστεράς εναντίον του φασισμού δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόχρονα αγώνας εναντίον της κυριαρχίας του μεγάλου κεφαλαίου – ήτοι εναντίον της ασυδοσίας του την οποία πολλαχώς σηματοδοτεί εδώ και δεκαετίες η αδιαφιλονίκητη επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού.
Ο φασισμός είναι η τεράστια παγίδα που στήνει ο καπιταλισμός για όσους αδικημένους δεν μπορεί να πείσει μια ανύπαρκτη, ανεπαρκής ή αυτοματαιωμένη Αριστερά. Τούτο το γεγονός πάντοτε ίσχυε, αλλά στις μέρες μας δεν ισχύει απλώς, δεν προκύπτει από καμιά ιδιαίτερα ευφάνταστη ή ίσως λίγο τραβηγμένη μαρξιστική ανάλυση, μας κοιτάζει κατάμουτρα – και όποιος δεν το βλέπει είναι τυφλός. Το πρώτο, και απολύτως απαραίτητο, βήμα για την αντιμετώπιση του φασισμού είναι να ξαναγεννηθεί η Αριστερά. Ως πειστικά αντικαπιταλιστική δύναμη, ως δύναμη που μπορεί να συσπειρώσει τους αδικημένους με οδηγό τις οικουμενικές αξίες που ο φασισμός εξ ορισμού απεχθάνεται και ο καπιταλισμός συστηματικά παραποιεί. Αυτό για αρχή. Τα υπόλοιπα, συμμαχίες, στρατηγικές και τα ρέστα, τα βλέπουμε στην πορεία.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών