Ας αρχίσουμε από το «τεχνικό» ζήτημα. Ηδη από τον Ιανουάριο του 2022, που είχε κατατεθεί αρχικά η πρόταση από τον Αλέξη Τσίπρα για αλλαγή του καταστατικού ώστε να εκλέγονται ο πρόεδρος και η Κεντρική Επιτροπή «από τη βάση» και όχι από το συνέδριο, είχα αρχίσει να γράφω άρθρα εναντίον της πρότασης. Και συνέχισα να γράφω, τόσο πριν όσο και μετά την ψήφιση και την εφαρμογή της. Οπως έχω ήδη πει, όσο ο Αλ. Τσίπρας ήταν ο μόνος υποψήφιος πρόεδρος δεν ήταν και τόσο τραγικά τα πράγματα. Αλλά μέχρι και το προηγούμενο άρθρο μου, ούτε ο ίδιος δεν είχα φανταστεί πως το θεσμικό περιθώριο που άφηνε αυτή η αλλαγή του καταστατικού μπορούσε να οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στο χείλος της καταστροφής.
Ο Στέφανος Κασσελάκης είναι ένας «αυτοδημιούργητος» Ελληνοαμερικανός εφοπλιστής, η σχέση του οποίου με την Αριστερά είναι όπως με μια μετοχή στην οποία ποντάρει στο χρηματιστήριο. Ολη του η μέχρι τώρα σταδιοδρομία είναι κλασική περίπτωση ενσάρκωσης του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Ενας αληθινά άξιος νέος, ο οποίος αρίστευσε στη χώρα των ευκαιριών και ο οποίος τώρα αποφάσισε να δοκιμάσει τις ικανότητές του στην πολιτική ζωή της χώρας προέλευσής του. Θέτοντας υποψηφιότητα για την προεδρία ενός κόμματος που τον είχε υποψήφιο στο ψηφοδέλτιο επικρατείας ως εκπρόσωπο της ομογένειας και που τώρα έχει μείνει ακέφαλο.
Ακόμα και στην ομιλία του στο διαρκές συνέδριο, τις -κατά την άποψή του- «αριστερές» θέσεις του τις παρουσίασε σε… νεοφιλελεύθερη εκδοχή, όπου εργαζόμενοι και επιχειρηματίες εξομοιώνονται, στο πλαίσιο της θεωρίας περί «ανθρώπινου κεφαλαίου»: «Δεν δίνουμε την ευκαιρία στον μισθωτό εργαζόμενο να ζήσει με τον μισθό που αντιστοιχεί στις ώρες εργασίας του […] Δεν δίνουμε τέλος την ευκαιρία στον έντιμο επιχειρηματία να ρισκάρει με τους ίδιους κανόνες». Και πιο κάτω: «Για τον κόσμο της εργασίας αλλά και της υγιούς επιχειρηματικότητας».
Το μεγάλο και βασανιστικό ερώτημα είναι γιατί. Από τη σκοπιά του ΣΥΡΙΖΑ, και πέρα από τη θεσμική κερκόπορτα που αφήνει η διαδικασία εκλογής «από τη βάση», δηλαδή από όποιον θέλει. Γιατί ενθαρρύνθηκε αρχικά; Γιατί φτάσαμε στο σημείο στο διαρκές συνέδριο να γίνει μέχρι και παρατυπία (που διορθώθηκε κατόπιν άρον άρον) προκειμένου να συγκεντρωθούν οι 30 υπογραφές μελών της Κ.Ε. που χρειάζονταν για την έγκριση της υποψηφιότητάς του;
Ας δεχτούμε πως κάποιοι -υπερβολικά, κατά την άποψή μου- καλοπροαίρετοι είχαν σχηματίσει θετική εικόνα από τους μονολόγους των αμέτρητων βίντεο που κυκλοφορεί. Στην πρώτη «κανονική» συνέντευξη που έδωσε όμως (πριν από το διαρκές συνέδριο) φάνηκε και η πλήρης ασχετοσύνη του με την πολιτική εν γένει, όχι μόνο με την Αριστερά. Γιατί λοιπόν, παρ’ όλα αυτά, εγκρίθηκε η υποψηφιότητά του και τώρα κατεβαίνει ως συνυποψήφιος τεσσάρων στελεχών των οποίων η πορεία στην Αριστερά και στον ΣΥΡΙΖΑ -άσχετα με τις όποιες διαφωνίες μπορεί να έχει κανείς μαζί τους- είναι πολυετής, ενεργητική και αδιαμφισβήτητη;
Δύο απαντήσεις μπορώ να σκεφτώ. Και οι δύο στηρίζονται σε εικασίες. Εικασίες όμως επιτρέπονται ως έσχατη λύση, όταν κανείς αντιμετωπίζει ένα φαινόμενο τόσο παράλογο – και ταυτόχρονα τόσο επικίνδυνο.
Η πρώτη έχει να κάνει με κάτι που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως ακόμη μία έκφανση του συνεχιζόμενου αρχηγισμού, και μετά την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα. Κάποιοι θεωρούν -βάσιμα ή όχι, άγνωστο- πως ο Στέφανος Κασσελάκης είναι προσωπική επιλογή του – παρότι ο πρώην πρόεδρος δεν έχει δηλώσει δημόσια κάτι τέτοιο. Και πιθανώς -σε ένα αφελέστατα επιφανειακό επίπεδο- διακρίνουν και κάποιες ομοιότητες μεταξύ του παλιού Τσίπρα και του τωρινού Κασσελάκη (νέος, χαρισματικός κ.λπ.).
Η δεύτερη πιθανή εξήγηση στηρίζεται σε μια γενικότερη εκτίμηση του πώς τα κυρίαρχα καπιταλιστικά καθεστώτα αντιμετωπίζουν μια ισχυρή και κατά τούτο απειλητική Αριστερά. Μας έρχεται στον νου η περίπτωση της Ιταλίας. Το πολύ ισχυρό Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, κατά τη δεκαετία του 1970, εξαναγκάστηκε αρχικά στον «ιστορικό συμβιβασμό».
Κατόπιν άρχισε σταδιακά να αυτοαναιρείται ως αντικαπιταλιστικό κόμμα και κατέληξε να αυτοκαταργηθεί πλήρως ως Αριστερά. Η αυτοκατάργηση της Αριστεράς στην Ιταλία δικαιολογημένα θεωρείται πως συνδέεται με την άνοδο του Μπερλουσκόνι και την επικράτηση του μπερλουσκονισμού: ένας επιχειρηματίας που ο ίδιος γίνεται πολιτικός ηγέτης, καθορίζοντας ανάλογα και τα ήθη της πολιτικής ζωής.
Πιθανώς το ελληνικό καπιταλιστικό καθεστώς διείδε στην περίπτωση Κασσελάκη έναν Ελληνα Μπερλουσκόνι. Μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια: κατάργηση της Αριστεράς και ταυτόχρονα επικράτηση ενός «ελληνικού μπερλουσκονισμού». Η Ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα; Εστω, αλλά πρόκειται για θανάσιμα επικίνδυνη -για την Αριστερά- φάρσα.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών