Σε παλαιότερα άρθρα μου στην «Εφ.Συν.» (κυρίως: «Ας ξεχάσουμε την Κεντροαριστερά», 19.2.2019, και «Ας ξεχάσουμε (ξανά) την Κεντροαριστερά», 12.3.2019), είχα αναφερθεί αρκετά αναλυτικά στο ζήτημα της πιθανής ιδεολογικής διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Εν ολίγοις, το βασικό μου επιχείρημα ήταν ότι το περίφημο «άνοιγμα προς την Κεντροαριστερά» δεν έχει νόημα από πλευράς ιδεολογικής, δεδομένου ότι τα κεντρικά αντινεοφιλελεύθερα προτάγματα, όπως είναι η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και η εναντίωση στη δημοσιονομική λιτότητα, που παλαιότερα συγκροτούσαν την πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας, στις σημερινές συνθήκες του αμετανόητα νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού αποτελούν ούτως ή άλλως κομβική συνιστώσα της στρατηγικής της ριζοσπαστικής, δηλαδή αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Απομένει όμως το ζήτημα της οργανωτικής διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ.
Ακούγεται συχνά ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός: ότι ο αριθμός των μελών του ΣΥΡΙΖΑ είναι δυσανάλογα μικρός σε σχέση με τους ψηφοφόρους του. Η επικρατούσα ερμηνεία αυτού του γεγονότος είναι τουλάχιστον συζητήσιμη: Οτι αυτό σημαίνει πως η πολιτική απήχηση του ΣΥΡΙΖΑ συνίσταται σχεδόν αποκλειστικά σε εκείνη του αρχηγού του Αλέξη Τσίπρα.
Ακόμη και αν δεχτούμε πως σε επίπεδο «συμπτωματολογίας» κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, θα ήταν ολέθριο σφάλμα να συμπεράνουμε ότι τούτο σημαίνει πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «από τη φύση του» ένα αρχηγοκεντρικό κόμμα. Εξηγούμαι.
Εχει σημασία να καταλάβουμε πως η σύγκριση όσον αφορά την αναλογία μελών και ψηφοφόρων γίνεται με τα αστικά κόμματα στην ελληνική ιδιαιτερότητά τους. Δηλαδή γίνεται με κόμματα, η μαζικότητα των οποίων οφείλεται πρώτα και κύρια στην αποτελεσματική λειτουργία του ελληνικού πελατειακού συστήματος.
Κοινωνικο-ταξικά η αστική πολιτική εκπροσώπηση στην Ελλάδα δεν συνίσταται σε προγραμματικές στρατηγικές, αλλά σε στρατηγικές εξυπηρέτησης προσωπικών και οικογενειακών συμφερόντων διά μέσου της άμεσης ενεργοποίησης των προνομίων που παρέχει ο κρατικός μηχανισμός. Και τούτο δεν ισχύει μόνο στο επίπεδο της εκλογικής πελατείας στις εθνικές εκλογές, αλλά και σε εκείνο της επιρροής στα συνδικάτα, στις επαγγελματικές οργανώσεις και στην τοπική αυτοδιοίκηση.
Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι το ΠΑΣΟΚ, στα πρώτα του βήματα τουλάχιστον, δεν ήταν «ακραιφνώς αστικό» κόμμα, είναι γεγονός πως η οργανωτική του ανάπτυξη σε τεράστιο βαθμό στηρίχτηκε στις οργανωτικές δομές της προδικτατορικής Ενωσης Κέντρου, που ήταν εξίσου πελατειακές με εκείνες της –προδικτατορικής και μεταδικτατορικής– Δεξιάς.
Η Αριστερά απ’ την άλλη, στη μετεμφυλιακή και προδικτατορική περίοδο, ήτοι η ΕΔΑ, ακόμη και στο ζενίθ της εκλογικής της δύναμης, δεν ήταν μεν πελατειακό κόμμα, αλλά η μαζικότητά της οφειλόταν στο ότι ήταν νωπές ακόμη οι μνήμες της ΕΑΜικής αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου. Μνήμες όχι μόνον ιδεολογικές αλλά και πραγματικές. Υπήρχαν αμέτρητες οικογένειες που αυτο-ορίζονταν στο πολιτικό γίγνεσθαι από το γεγονός και μόνον ότι ζώντα ή πρόσφατα θανόντα μέλη τους είχαν συμμετάσχει στο ΕΑΜ ή/και είχαν διωχθεί από το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό κράτος.
Υπ’ αυτή την έννοια, το φαινόμενο ενός ριζοσπαστικού αριστερού κόμματος με την εκλογική απήχηση που σταθερά απολαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2012 είναι πρωτόγνωρο για τα δεδομένα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Πράγμα που σημαίνει ότι η αριθμητική δυσαναλογία μεταξύ μελών και ψηφοφόρων δεν οφείλεται ούτε σε κάποιον εγγενή και αναπόδραστο αρχηγισμό ούτε σε κάποια τεμπελιά, νωθρότητα, ανικανότητα ή υπερβολική «εσωστρέφεια» του εν λόγω κόμματος. Αλλά στο ότι δεν υπάρχουν οι ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που θα επιτρέψουν σε ένα μη αστικό και κατά συνέπεια μη πελατειακό ελληνικό κόμμα εύκολα να αποκτήσει αληθινά μαζικές οργανωτικές δομές.
Εύκολα. Δύσκολα έστω; Ας αρχίσουν οι προσπάθειες από την αναγνώριση των δυσκολιών. Πράγμα που θα ισοδυναμεί με την αποφυγή αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «άδικη αυτοκριτική». Η οποία με τη σειρά της απλώς αποπροσανατολίζει οδηγώντας στην αναζήτηση λύσεων προς καταστροφικά λανθασμένες κατευθύνσεις. Δύο τέτοιες έχω κυρίως κατά νου τούτη τη στιγμή, θα κλείσω τη σύντομη αυτή παρέμβαση αναφέροντάς τες.
Η πρώτη λάθος κατεύθυνση αφορά το ζήτημα του αρχηγισμού. Ξεχνώντας το ότι η ταύτιση Αλέξη Τσίπρα και ΣΥΡΙΖΑ στα μυαλά του πολλού κόσμου οφείλεται ακριβώς στο ότι ακόμη δεν υπάρχουν δομές που καθιστούν την παρουσία του ίδιου του κόμματος επαρκώς αισθητή, η λογική αυτή ακολουθεί τη μοιρολατρική αποδοχή του «μόνο με τον Τσίπρα είναι ισχυρή η Αριστερά».
Η δεύτερη αποπροσανατολιστική κατεύθυνση, που άνετα συνυπάρχει με την πρώτη, μας γυρίζει στην αρχή του παρόντος άρθρου – στην ιδεολογική διεύρυνση. Αφού ως ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορούμε να έχουμε μαζικές οργανώσεις, άντε ας γίνουμε λιγότερο ριζοσπαστική μπας και τα καταφέρουμε. Ακριβώς αυτό θέλει από εμάς και το νεοφιλελεύθερο καθεστώς.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών