Με αφορμή το κοινό κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ και του ΜέΡΑ25 εναντίον της απαγόρευσης των συναθροίσεων άνω των 3 ατόμων κατά το τετραήμερο του Πολυτεχνείου, είχα γράψει στο facebook το εξής καλαμπουράκι: «Θαύμα, θαύμα! Ο Μωυσής χώρισε την Ερυθρά Θάλασσα, ο σύγχρονος Μωυσής ένωσε την ελληνική Αριστερά».
Πιο σοβαρά όμως τώρα. Το όντως εντυπωσιακό «θαύμα» του «σύγχρονου Μωυσή» προς το παρόν μοιάζει να έχει αβέβαιες προοπτικές. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα τουλάχιστον, το κοινό αντι-δεξιό κείμενο δεν γνωρίζουμε αν θα εξελιχθεί σε κάτι ουσιαστικότερο ή αν απλώς θα μνημονεύεται ως μια σπάνια αναλαμπή στη ζοφερή (πεντηκονταετή και βάλε, πλέον) ιστορία της διασπασμένης ελληνικής Αριστεράς.
Ωστόσο, έχει τεθεί ένα ζήτημα. Εστω περιστασιακά, έστω ως αναπόφευκτη και αναμενόμενη αντίδραση στην ασφυκτική πλέον πίεση του κυβερνητικού αυταρχισμού, έστω και ως «εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα», η συγκεκριμένη σύμπραξη των τριών αριστερών κομμάτων επιφέρει τουλάχιστον ένα όφελος. Μας αναγκάζει να σκεφτούμε εκ νέου το υπαρξιακών διαστάσεων ερώτημα της ελληνικής –κυρίως, αν και όχι μόνο– Αριστεράς: Γιατί η διάσπαση; Ακριβέστερα, για να μην «παρελθοντολογούμε»: Γιατί η διάσπαση μοιάζει κάτι αιώνιο, αδιασάλευτο, που «μόνο με θαύμα» μπορεί να ξεπεραστεί;
Πριν προχωρήσω, οφείλω στον/στην αναγνώστη/ρια μια μικρή εξομολόγηση. Δεδομένου ότι, σε όλες τις πτυχές της διανοητικής και πολιτικής μου δραστηριότητας, γαλουχήθηκα από πολύ νέος στην ανανεωτική, δηλαδή αντισταλινική Αριστερά, εμένα προσωπικά το να ξεπεραστεί η διάσπαση σχεδόν δεν με είχε απασχολήσει, ακριβώς επειδή το θεωρούσα απλώς αδιανόητο.
Ακόμη και τη σύμπραξη που είχε οδηγήσει στη δημιουργία του Συνασπισμού την έβλεπα με μισό μάτι και είχα σχεδόν ανακουφιστεί όταν, το καλοκαίρι του 1991, έγινε η διάσπαση και οι σταλινικοί έφυγαν και πήγαν από εκεί που ήρθαν. Νιώθω λοιπόν ως «σημείο των καιρών» το ότι άρχισε τώρα να με απασχολεί σοβαρά –κι όχι μόνον εμένα βέβαια– τούτο το ζήτημα.
Δύο κυρίως παράγοντες συμβάλλουν στη νέα αυτή συνθήκη. Ο πρώτος είναι η αίσθηση πως «δεν πάει άλλο» με την κυβέρνηση της Δεξιάς. Ο συνδυασμός δογματικού νεοφιλελευθερισμού, φασίζοντος αυταρχισμού και ολέθριας ανικανότητας, ιδίως τώρα με τη διπλή –υγειονομική και οικονομική– κρίση, καθιστά τον στόχο της πολιτικής ανατροπής προς μια αριστερή κατεύθυνση ίσως πιο απαραίτητο παρά ποτέ άλλοτε για την κοινωνική –για να μην πω και βιολογική– επιβίωσή μας.
Και ο δεύτερος είναι η επίγνωση πως είναι εξαιρετικά δύσκολη ούτως ή άλλως –είτε με είτε χωρίς απλή αναλογική– η επίτευξη κυβερνητικής αυτοδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ. Η συμμαχία με τα άλλα κόμματα της Αριστεράς μοιάζει πλέον αναπόφευκτη. Στο προηγούμενο άρθρο μου είχα πει δυο λόγια για το πρόβλημα της σύναψης συμμαχίας από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα θα αποτολμήσω να αναφερθώ στην πιο δύσκολη πλευρά του προβλήματος.
Στην πρώτη περίοδο μετά τη διάσπαση του 1968, ας πούμε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, το βασικό πρόβλημα για το ΚΚΕ ήταν η αποκλειστικότητα του ονόματος. Εξ ου και κατέστη εφικτός ο Συνασπισμός, αφού μια από τις μετεξελίξεις του ΚΚΕ Εσωτερικού –η ΕΑΡ– είχε αποβάλει τον όρο «Κομμουνιστικό» από την ονομασία της. Τώρα με τον ΣΥΡΙΖΑ δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα, άρα το πρόβλημα είναι αλλού. Μια μάλλον επιφανειακή απάντηση είναι πως τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ είναι εκλογικά πολύ ισχυρότερος. Τούτο όμως δεν αρκεί ως εξήγηση. Την εποχή που συμμετείχε ακόμη στον Συνασπισμό, το ΚΚΕ συμμετείχε και στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, καθώς και στην οικουμενική υπό τον Ζολώτα.
Το πρόβλημα με το ΚΚΕ είναι πως δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την προοπτική της συμμετοχής σε μια ΑΡΙΣΤΕΡΗ κυβέρνηση. Δεν προβλέπει κάτι τέτοιο η πολιτική θεωρία επί της οποίας στηρίζεται. (Ας πούμε ότι αυτή είναι μια δογματική ερμηνεία του λενινισμού.) Ο δημοκρατικός δρόμος, τον οποίο ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στηριζόμενος στην παράδοση της ανανεωτικής Αριστεράς, δεν σημαίνει απλώς αποφυγή της ένοπλης σύγκρουσης (υποθέτω πως τούτο το ΚΚΕ το έχει δεχτεί).
Είναι μια ολόκληρη στρατηγική που στηρίζεται σε μια σχεσιακή και μη εργαλειακή σύλληψη του κράτους. Η άνοδος της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία δεν ισοδυναμεί βέβαια με επανάσταση, αλλά είναι ένα σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της αλλαγής των συσχετισμών δύναμης εντός του κράτους, που σημαίνει και εντός του ευρύτερου πλαισίου των κοινωνικών-ταξικών σχέσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση προσπάθησε και απέτυχε. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα εξακολουθήσει να προσπαθεί. Ενώ το ΚΚΕ περιμένει να ωριμάσουν οι συνθήκες. Εκεί βρίσκεται η –προς το παρόν τουλάχιστον– αγεφύρωτη διαφορά.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών