Macro

Κύρκος Δοξιάδης: Επιτελικό κράτος

Οι εκλογές της 11ης Μαΐου 1958, στις οποίες το κόμμα τής -ανηλεώς διωκόμενης τότε- Αριστεράς κατέστη αξιωματική αντιπολίτευση, ήταν ορόσημο. Από τότε η ελληνική κοινωνική και πολιτική ιστορία ακολουθεί μια πορεία (εκ των υστέρων βέβαια κρίνοντας) λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένη. Από τότε το ζητούμενο για το καθεστώς είναι: Πώς να μην υπάρχει στους πολιτικούς θεσμούς η Αριστερά κατά τρόπο απειλητικό για το ελληνικό καπιταλιστικό σύστημα εξουσίας.

Μέχρι και τη δικτατορία, η μέθοδος ήταν η γενικευμένη καταπίεση – αρχικά ως παρακράτος, και κατόπιν, με τη χούντα, απροκάλυπτα. Τα πρώτα χρόνια μετά τη μεταπολίτευση υπήρχε μια κατάσταση κοινοβουλευτικής ανοχής μιας ούτως ή άλλως κοινοβουλευτικά περιθωριοποιημένης –και διασπασμένης– Αριστεράς. Και κατά την περίοδο όπου μεσουρανούσε το ΠΑΣΟΚ, είχαμε μια ελεγχόμενη από το αστικό καθεστώς «ισορροπία» που εξασφάλιζε τη διατήρηση της Αριστεράς στη γωνία.

Από το 2011 κι έπειτα, με την κρίση και τα μνημόνια, τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν για το κοινωνικο-πολιτικό καθεστώς – ιδίως από το 2012, όταν το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς κατέστη κόμμα εξουσίας. Παράλληλα όμως, είχαν αλλάξει ριζικά και οι όροι της καπιταλιστικής διακυβέρνησης – τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στην Ελλάδα.

Μέχρι και τη δεκαετία του 1970 ο καπιταλισμός χρησιμοποιούσε το κράτος ως εξωτερικό εργαλείο για να ασκεί κυριαρχία – στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες ως κράτος πρόνοιας που εξασφάλιζε την ομαλή συστημική αφομοίωση των κατώτερων και μεσαίων τάξεων, στις χώρες της «περιφέρειας» και της «ημιπεριφέρειας» ως καταπιεστικό μηχανισμό που κυρίως με στρατιωτικές επεμβάσεις ή με την άμεση απειλή τους μεριμνούσε για τη διαιώνιση της καπιταλιστικής εξουσίας.

Ενα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης άσκησης εξουσίας είναι ότι το κέντρο βάρους της κυριαρχικής ισχύος μετατίθεται από καθαυτό πολιτικούς σε οικονομικούς μηχανισμούς. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα και τα διεθνή και εγχώρια κέντρα άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής είναι πλέον οι κόμβοι στους οποίους σχεδιάζονται οι κοινωνικές στρατηγικές και από τους οποίους απορρέουν οι εξουσιαστικές πρακτικές.

Αν παλαιότερα η αντιδημοκρατικότητα του συστήματος συνίστατο στα αενάως επικρεμάμενα στρατιωτικά πραξικοπήματα που απειλούσαν έξωθεν την -όποια- κοινοβουλευτική νομιμότητα, τώρα ο αντιδημοκρατικός έλεγχος ενυπάρχει στο εσωτερικό του συστήματος, ως ασφυκτικό πλαίσιο άσκησης οικονομικής πολιτικής που επιδρά κατά τρόπο καθοριστικό στην άσκηση κυβερνητικής πολιτικής εν γένει.

Τούτο με τη σειρά του προϋποθέτει ότι σε μεγάλο βαθμό έχει επέλθει η οικονομικοποίηση της πολιτικής. Οτι δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η πολιτική από τις κυβερνήσεις δεν έχει να κάνει τόσο με εφαρμογή προγραμματικών διακηρύξεων που τίθενται στην κρίση των πολιτών κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά με μια δομή του κράτους και της κυβέρνησης που είναι λίγο-πολύ η ίδια συγκροτημένη επί τη βάσει των προτύπων της οικονομίας της αγοράς – σύμφωνα με τις επιταγές του «ορντοφιλελευθερισμού», ήτοι της γερμανικής εκδοχής του νεοφιλελευθερισμού.

Στον διεθνή χώρο, και ιδίως στην Ευρώπη από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ κι έπειτα, αυτή η οικονομική μετάλλαξη της πολιτικής έχει επισυμβεί σε τέτοιο βαθμό που επιβάλλεται και στην άσκηση της εγχώριας πολιτικής, ακόμη και όταν δεν έχουν αλλάξει αναλόγως οι εσωτερικές δομές των επί μέρους κρατών.

Αυτό «έπαθε» η Αριστερά στην Ελλάδα όταν ήρθε στην κυβέρνηση. Σε άλλες εποχές, η άνοδος της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία θα είχε αποφευχθεί με στρατιωτικό πραξικόπημα – είτε πριν από τις εκλογές είτε μετά, όπως έγινε στη Χιλή. Δεν ήταν πλέον αναγκαίο κάτι τέτοιο, η Αριστερά κυβέρνησε, έστω μέχρι τον Αύγουστο του 2018, «με τα χέρια δεμένα πίσω απ’ την πλάτη», όπως παραστατικά δήλωνε ο Αλέξης Τσίπρας σε κάθε ευκαιρία.

Η Αριστερά βρίσκεται και πάλι στην αξιωματική αντιπολίτευση. Κατά την τριετία 2012-2015, είχε αντιμετωπιστεί από το καθεστώς κυρίως με την πανταχόθεν εκπορευόμενη αντι-αριστερή προπαγάνδα – η συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ ήταν ίσως υπερβολικά «ζαλισμένη» με τα μνημόνια για να ασχοληθεί πιο «θεσμικά» με το ζήτημα.

Τώρα, υπό μια έννοια, είμαστε «πιο κοντά» στην περίοδο 1958-1961. Κεντρικό μέλημα είναι να καταστεί αδύνατη η (εκ νέου) άνοδος της Αριστεράς στην κυβερνητική εξουσία – με νέους τρόπους προφανώς. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι οι νέοι τρόποι που χρησιμοποιεί το καθεστώς απλώς «εμπλουτίζουν» και «εκσυγχρονίζουν» τους παλαιούς, δεν τους αντικαθιστούν πλήρως – και αυτό ίσως είναι μια «ελληνική ιδιαιτερότητα».

Το «επιτελικό κράτος» που χτίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι βέβαια το κράτος που απολύτως προσαρμόζεται στις επιταγές της νεοφιλελεύθερης οικονομίας. Ταυτόχρονα όμως, το δόγμα «Νόμος και Τάξη» και το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» που το συνεπικουρούν μας κάνουν να μην ξεχνιόμαστε ως προς την προέλευση της σύγχρονης ελληνικής Δεξιάς.

Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών