Οι ευρωεκλογές είναι σημαντικές για τη Νέα Αριστερά. Είναι η πρώτη εκλογική αναμέτρηση στην οποία συμμετέχει – από την επίδοσή της σε αυτές θα εξαρτηθεί και η χρηματοδότησή της. Τούτες όμως οι ευρωεκλογές έχουν μία ιδιαιτερότητα, που εκ πρώτης όψεως δεν σχετίζεται άμεσα με τη Νέα Αριστερά.
Η διαφορά μεταξύ του πρώτου κόμματος (της Ν.Δ.) και του όποιου (ΣΥΡΙΖΑ ή ΠΑΣΟΚ) δεύτερου είναι τεράστια – τόσο στις δημοσκοπήσεις όσο και με τα δεδομένα των προηγούμενων εθνικών εκλογών. Παραδοσιακά, οι ευρωεκλογές θεωρείται ότι εκφράζουν πιο γνήσια τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων για τα κόμματα που πιστεύουν ότι τους εκπροσωπούν, διότι σε αυτές οι πολίτες δεν ψηφίζουν για κυβέρνηση, επομένως δεν ισχύει η «θεωρία της χαμένης ψήφου». Με τόσο μεγάλη διαφορά της Ν.Δ. από όλα τα άλλα κόμματα όμως, η εν λόγω «θεωρία» δεν θα ίσχυε ούτως ή άλλως, ακόμη και αν είχαμε εθνικές εκλογές. Η κατάσταση φαίνεται λίγο τραγική – και είναι. Το κυρίαρχο «ζητούμενο» στις κάλπες της 9ης Ιουνίου είναι ο μίζερος διαγκωνισμός για τη δεύτερη θέση, μεταξύ αφ’ ενός της αξιοθρήνητης καρικατούρας που εξακολουθεί να λέγεται «ΣΥΡΙΖΑ» και αφ’ ετέρου ενός ΠΑΣΟΚ που πασχίζει να ξαναγίνει «κόμμα εξουσίας», με την ευκαιρία που του παρουσιάζεται μετά την καταστροφή της Αριστεράς.
Ποια είναι η πρέπουσα θέση της Νέας Αριστεράς μέσα σε τούτο το πρωτοφανώς ζοφερό προεκλογικό τοπίο; Η άποψή μου είναι πως θα έπρεπε να αρχίσουμε ακριβώς από τη συνειδητοποίηση της… ζοφερότητας – και όσον αφορά τις προσδοκίες της Νέας Αριστεράς. Οπως δείχνουν περίπου όλες οι δημοσκοπήσεις, η Νέα Αριστερά οριακά βγάζει έναν ευρωβουλευτή και το ποσοστό της παραμένει σταθερά κάτω από 5%. Τα στελέχη και τα μέλη της Νέας Αριστεράς έρχονται αντιμέτωπα με τις δυσάρεστες συνέπειες της τεράστιας ιστορικής ευθύνης που ανέλαβαν με την απόφασή τους να αποχωρήσουν από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπαινίσσομαι βέβαια στο παραμικρό ότι θα έπρεπε να μετανιώσουμε ή να το ξανασκεφτούμε. Απλώς επισημαίνω τις αρνητικές επιπτώσεις μιας απολύτως ορθής και αναπόφευκτης πολιτικής ενέργειας. Το ‘χουν αυτό οι αποφάσεις που αφορούν λύσεις σε τραγικά αδιέξοδα.
Αυτό που ξέρει ο πολύς κόσμος είναι ότι εξακολουθεί να υπάρχει ο «ΣΥΡΙΖΑ», ο οποίος διατηρεί κιόλας τη μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτικών εδρών. Το ότι κάποιοι αποχώρησαν μάλλον ερμηνεύεται ως έκφραση απογοήτευσης μετά τη μεγάλη εκλογική ήττα στις εθνικές εκλογές – με άλλα λόγια, απλώς ως φαινόμενο διάλυσης που μοιραία ακολούθησε την τεράστια αποτυχία του πάλαι ποτέ ισχυρού κόμματος της Αριστεράς. Στον κόσμο που δεν παρακολουθεί στενά τις πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό των κομμάτων, δεν είναι γνωστό το θετικό περιεχόμενο που συνιστά το ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα της Νέας Αριστεράς. Γιατί να ψηφίσει το κόμμα που έφτιαξαν «οι δυσαρεστημένοι με την εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ»;
Τούτη η κατάσταση προξενεί μία επιπλέον δυσκολία. Από τη μια, το ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα της Νέας Αριστεράς είναι δύσκολο να προσδιοριστεί χωρίς να εξηγηθεί στον κόσμο πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάψει πλέον να είναι αριστερό κόμμα – εξ ου και το αναπόφευκτο της αποχώρησης και της δημιουργίας νέου κόμματος. Από την άλλη όμως, η έμφαση στην αποδοκιμασία της τωρινής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ πιθανότατα θα ενισχύει περαιτέρω την εντύπωση ότι η Νέα Αριστερά είναι απλώς το κόμμα των «δυσαρεστημένων του ΣΥΡΙΖΑ».
Ο ίδιος ο Κασσελάκης με τη συμπεριφορά του μας απαλλάσσει από τον κόπο να εξηγήσουμε το πρώτο (ότι δεν έχει καμία σχέση με την Αριστερά). Τούτο όμως χρειάζεται χρόνος για να το αντιληφθεί πλήρως ο πολύς κόσμος. Στο μεσοδιάστημα, ας επικεντρωθεί λοιπόν η Νέα Αριστερά στη συγκρότηση του θετικού περιεχομένου της δικής της ιδεολογικο-πολιτικής ταυτότητας.
Αλλη δυσκολία: Η ταυτότητα της Νέας Αριστεράς εξ ορισμού θα συγκροτηθεί στο ιδρυτικό της συνέδριο – δηλαδή μετά τις ευρωεκλογές. Εδώ δεν τίθεται καν το περιβόητο δίλημμα «εσωστρέφεια ή εξωστρέφεια». Κανείς δεν διαφωνεί πως το ιδρυτικό συνέδριο ενός κόμματος είναι εκείνο που προσδιορίζει την ταυτότητά του. Από την άλλη, οι ευρωεκλογές είναι τώρα, μπροστά μας. Η ταυτότητα όμως της Νέας Αριστεράς, έστω «προσωρινά», έστω «υπό αίρεση», είναι σε μεγάλο βαθμό ιστορικά δεδομένη. Είναι το κόμμα της ανανεωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτό για τούτη την προεκλογική περίοδο αρκεί.
Ισως η μεγαλύτερη –και η πιο επικίνδυνη– δυσκολία θα είναι να περιοριστεί η απογοήτευση από το αναπόφευκτα μικρό ποσοστό. Ο μόνος τρόπος να αντιμετωπιστεί αυτή η δυσκολία είναι να συνειδητοποιήσουμε το αυτονόητο: η Νέα Αριστερά ξεκινάει από το μηδέν.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών