Από πέρυσι έγραφα άρθρα εναντίον της διαδικασίας εκλογής προέδρου «από τη βάση» και όχι από το συνέδριο. Σε πρόσφατο άρθρο μου έγραψα: «…Τα “μέλη”, που μπήκαν πέρσι τον Απρίλιο-Μάιο, στη μεγάλη τους πλειονότητα δεν είχαν καμία σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ. […] Πολλοί τώρα δεν ψήφισαν καν ΣΥΡΙΖΑ και δεν συμμετείχαν σε καμία Οργάνωση Μελών όλον αυτόν τον χρόνο».
Από την άλλη, πέρσι τον Μάιο, όσο και αν διαφωνούσαμε για λόγους αρχής, το αποτέλεσμα ήταν δεδομένο. Ενας υποψήφιος, ο Αλέξης Τσίπρας. Οσον αφορά το «διά ταύτα» λοιπόν, ούτε γάτα ούτε ζημιά. Φέτος τον Σεπτέμβριο όμως; Τέσσερις μέχρι στιγμής υποψήφιοι, μπορεί και 14 μέχρι να λήξει η προθεσμία. Η διαδικασία, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, δεν θα είναι διαφορετική από εκείνην του Μαΐου του 2022. Δίνεις 2 (;) ευρώ και ψηφίζεις. Στην οποία διαδικασία θα κληθούν να αποφασίσουν για τον/την πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ άτομα που -στην κυριολεξία και χωρίς υπερβολή- είδαν φως και μπήκαν.
Το μόνο επιχείρημα υπέρ της αποδοχής αυτής της τραγελαφικής κατάστασης είναι: «Τι να κάνουμε, αφού έτσι ορίζει το ισχύον καταστατικό». Και σε αυτό η απάντηση είναι αυτονόητη: προσωρινός/ή πρόεδρος, έκτακτο συνέδριο, αλλαγή καταστατικού, εκλογή από το συνέδριο. Το «τυπικό» ξεπερνιέται, αρκεί να υπάρχει βούληση, που φαίνεται ότι δεν υπάρχει. Ούτε βέβαια στέκει το επιχείρημα περί επικείμενων αυτοδιοικητικών εκλογών. Είναι αστείο να πιστεύουμε πως οι υποψηφιότητες που υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ θα πάρουν έστω και μία ψήφο παραπάνω επειδή το κόμμα θα έχει… κανονικό/ή πρόεδρο και όχι προσωρινό/ή.
Υπάρχουν δύο (τουλάχιστον) τύποι αρχηγισμού. Ο ένας είναι εκείνος κατά τον οποίο το κόμμα θεωρείται λίγο-πολύ ταυτισμένο με έναν συγκεκριμένο ηγέτη και γι’ αυτό δεν τίθεται ποτέ σοβαρά ζήτημα αμφισβήτησης της ηγεσίας του – εκτός αν προκύψει σοβαρή ασθένεια ή θάνατος του συγκεκριμένου ηγέτη ή εκτός αν αποχωρήσει ο ίδιος οικειοθελώς.
Στην Ελλάδα, τέτοια ήταν η περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας μέχρι το 1980, όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποχώρησε για να μεταβεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας, και του ΠΑΣΟΚ μέχρι το 1996, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου αποχώρησε κυρίως λόγω σοβαρής ασθένειας αρχικά, που κατέληξε στον θάνατό του λίγες μέρες πριν από το συνέδριο του 1996. Τέτοια ήταν και η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι πρόσφατα, όταν ο Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε να παραιτηθεί μετά τη συντριπτική ήττα των εκλογών του Μαΐου και του Ιουνίου 2023.
Τούτος ο πρώτος «παραδοσιακός» τύπος αρχηγισμού έχει το χαρακτηριστικό ότι στο πρόσωπο του ηγέτη συμπυκνώνεται ολόκληρη η φυσιογνωμία του κόμματος κατά τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και γι’ αυτόν τον λόγο ο αρχηγός ταυτίζεται κυρίως με την εσωτερική δυναμική του ίδιου του κόμματος.
Ετσι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εκείνης της περιόδου ήταν ο ηγέτης της «ανανεωμένης» μεταδικτατορικής Δεξιάς, που προσπαθούσε να αποκτήσει ένα «ευρωπαϊκό» προσωπείο. Ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου, τουλάχιστον μέχρι και τα πρώτα έτη της πασοκικής διακυβέρνησης, ήταν ο χαρισματικός εκπρόσωπος της αριστερής Σοσιαλδημοκρατίας στην εξελληνισμένη της εκδοχή, με ό,τι σήμαινε αυτό σε εκείνη την περίοδο. Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν ο ηγέτης μιας αρχικά αντι-μνημονιακής Αριστεράς, που αντιστάθηκε σθεναρά, αλλά κατόπιν αναγκάστηκε να συμβιβαστεί και να εφαρμόσει το δικό της μνημόνιο.
Ο δεύτερος τύπος αρχηγισμού είναι ο αρχηγισμός των σύγχρονων αστικών κομμάτων. Είναι ένα είδος αρχηγισμού κατά το οποίο ο εκάστοτε αρχηγός ως πολιτικό πρόσωπο αυτονομείται σε έναν βαθμό από το κόμμα με τις ιστορικές ιδιαιτερότητές του, δεδομένου ότι η σχέση του με αυτό διαμεσολαβείται από επικοινωνιακές πρακτικές. Πρόκειται όντως για ένα άνοιγμα του κόμματος στην κοινωνία, που έχει να κάνει με τη διαδικασία της εκλογής «από τη βάση» – όπως τώρα καλή ώρα συμβαίνει με τον ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που το «άνοιγμα στην κοινωνία» προσδιορίζεται σε τεράστιο βαθμό από τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, ήτοι κυρίως από τα κυρίαρχα ΜΜΕ.
Οι υποψήφιοι για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, ως αναπόσπαστο μέρος της προεκλογικής τους εκστρατείας, προβάλλουν τη δική τους άποψη για το πρόγραμμα και τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ – και ορθώς πράττουν. Πέρα από την προώθηση της δικής τους υποψηφιότητας, είναι και ένας τρόπος προβολής του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ.
Παράλληλα όμως οι ισχυροί διαμορφωτές της κοινής γνώμης έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν άσχετους ούτως ή άλλως με το κόμμα ψηφοφόρους να πάνε να ψηφίσουν για τον/την πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, όχι για αυτό που πραγματικά είναι ή πιστεύει ο/η συγκεκριμένος/η υποψήφιος/α, αλλά σύμφωνα με την εικόνα που εκείνοι κατασκευάζουν για αυτόν/ήν.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών