Τούτες τις μέρες, συντελείται ένας ολοκληρωτικός μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ, που έχει προσλάβει έναν κυρίως θεσμικό χαρακτήρα. Οι εκλογές του προέδρου και της Κεντρικής Επιτροπής δεν γίνονται πλέον από το Συνέδριο, αλλά από τη «βάση». Αυτό, όπως έχω εξηγήσει στην πρόσφατη αρθρογραφία μου στην «Εφ.Συν.», αποτελεί στρατηγική επιλογή της ηγεσίας του κόμματος, μεθοδευμένη από τότε που κατέστη ο ΣΥΡΙΖΑ κόμμα εξουσίας, και αποσκοπεί στην πλήρη μετατροπή του κόμματος σε εκλογικό μηχανισμό.
Ο αποκλειστικός ρόλος του προέδρου θα είναι εκείνος του δυνάμει πρωθυπουργού και ο αποκλειστικός ρόλος των μελών της Κεντρικής Επιτροπής, εκείνος των δυνάμει βουλευτών ή υποψήφιων βουλευτών του κόμματος. Εξ ου και οι εσωκομματικές εκλογές που έλαβαν χώρα αυτές τις μέρες είχαν σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν προσλάβει τον χαρακτήρα μιας «προσομοίωσης των εθνικών εκλογών», όπως υποστηρίζω.
Τούτη, λοιπόν, η στρατηγική στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε μια νομικιστική σύλληψη της εξουσίας. Το ότι αποτελεί στρατηγική ενός κόμματος της Αριστεράς είναι απλώς η κωμικοτραγική κατάληξη μιας γενικότερης νομικιστικής τάσης που υπήρχε στην Αριστερά παλαιόθεν.
Ο ακραίος νομικισμός στην προκειμένη περίπτωση συνίσταται στην πεποίθηση ότι, ακόμη και στη διαμόρφωση της αριστερής πολιτικής, η πολιτική περιορίζεται στην άσκηση του νομοθετικού έργου: στην κατάθεση και υπερψήφιση νομοσχεδίων στη Βουλή, άντε και στην εφαρμογή των ψηφισθέντων νόμων από την εκτελεστική εξουσία. Ετσι, ολόκληρη η στρατηγική του «δημοκρατικού δρόμου», στον βαθμό που εξακολουθεί να υπάρχει ή καλύτερα να δηλώνεται ως τέτοια, αντιλαμβάνεται ολόκληρη την πολιτική διαπάλη ως αγώνα αποκλειστικά για την κατάληψη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Κάτι σαν το «δημοκρατικό» αντίστοιχο της λενινιστικής πολιτικής της κατάληψης των χειμερινών ανακτόρων.
Η επιλογή της στρατηγικής, που στηρίζεται σε τούτη την ακραία νομικιστική σύλληψη, δεν είναι απόρροια άγνοιας ή κάποιας μικρονοϊκής συλλογιστικής των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε βέβαια μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου σε χαρακτηρολογικά στοιχεία του ηγέτη, όπως υπερμεγέθης ναρκισσισμός. Η νομικιστική σύλληψη της εξουσίας περιλαμβάνεται πρώτα και κύρια στην επιστημονική γνώση της πολιτικής, την πολιτική επιστήμη. Αν σκεφτούμε λίγο τη γενεαλογία της σύγχρονης mainstream πολιτικής επιστήμης –γενεαλογία που διαφαίνεται και στο πώς διδάσκεται ακόμη στα πανεπιστήμια–, θα δούμε πως τούτη χωρίζεται σε δύο κυρίως συνιστώσες.
Από τη μια, υπάρχει η παράδοση της κλασικής πολιτικής φιλοσοφίας, στην οποία διατυπώνεται η θεωρία που ταυτίζει την εξουσία με τον νόμο. Στη θεωρία του Χομπς, ο λαός υπάρχει όχι με όρους νεωτερικής επιστημονικής γνώσης περί πληθυσμού, αλλά ως αναπαράσταση –ως το σύνολο των πολιτών που «έχουν συναινέσει» στο «συμβόλαιο» της παραχώρησης του δικαιώματος κυριαρχίας στον ηγεμόνα.
Από την άλλη, υπάρχει η θετικιστική παράδοση, που ξεκίνησε από τη (θετικιστική) κοινωνιολογία και ειδικεύτηκε ως (θετικιστική) πολιτική κοινωνιολογία. Τούτη ασχολείται ευθέως με τον πληθυσμό, ως αντικείμενο του κρατικού-κυβερνητικού ελέγχου, που είναι ταυτόχρονα προσδιορίσιμο ως αντικείμενο εμπειρικής επιστημονικής γνώσης και, μάλιστα, κατ’ εξοχήν με όρους νεωτερικής εμπειρικότητας. Η μελέτη της πολιτικής συμπεριφοράς του πληθυσμού στηρίζεται κυρίως στους επιστημονικούς εκείνους κλάδους που ορίζονται σε σχέση με τον πληθυσμό –ήτοι στη στατιστική και τη δημογραφία.
Παρότι σ’ ένα πρώτο επίπεδο προσέγγισης οι δύο κύριες συνιστώσες της mainstream πολιτικής επιστήμης –η νομικιστική και η θετικιστική– δεν συναντιούνται πουθενά, το ότι κατά κανόνα συνυπάρχουν στα περισσότερα αντίστοιχα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών είναι αποκαλυπτικό. Ο πληθυσμός που η πολιτική του συμπεριφορά διερευνάται από την πολιτική κοινωνιολογία είναι το νεωτερικό αντίστοιχο –ως εμπειρικά παρατηρήσιμο αντικείμενο– των «συναινούντων πολιτών» του χομπσιανού πρωταρχικού συμβολαίου. Οι εκλογές είναι το σύγχρονο «συμβόλαιο» μεταξύ «λαού» (ψηφοφόρων) και «ηγεμόνα» (κυβέρνησης). Και κατά τούτο καθίσταται όχι απλώς το κεντρικό πολιτικό γεγονός, αλλά το μόνο πολιτικό συμβάν στο οποίο ο λαός καλείται να συμμετέχει.
Σε ό,τι συμβαίνει σήμερα στον «ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ.», βλέπουμε τη σύγκρουση δύο διαφορετικών επιστημονικών αντιλήψεων περί πολιτικής. Η μία είναι εκείνη της mainstream πολιτικής επιστήμης. Η άλλη, εκείνη της μαρξιστικής κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας (που δεν αποκλείει βέβαια την ποσοτική έρευνα), αντιμετωπίζει το κόμμα της Αριστεράς ως συλλογικό διανοούμενο των λαϊκών τάξεων. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, οι βουλευτικές εκλογές, μακράν του να αποτελούν το μοναδικό πολιτικό γεγονός στο οποίο συμμετέχει ο λαός, δεν είναι παρά το απαύγασμα μιας οργανικής σχέσης μεταξύ λαού και κόμματος, κατά την οποία το δεύτερο, με τις καθημερινές του πρακτικές σε όλα τα επίπεδα των οργανώσεών του, καθοδηγεί τον πρώτο, καθοδηγούμενο ταυτόχρονα από αυτόν. Η πρώτη αντίληψη έχει υπερισχύσει κατά κράτος, ενώ η δεύτερη –προς το παρόν, τουλάχιστον– έχει υποστεί πανωλεθρία.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών