Η αρχική προέλευση της ρήσης «απαισιοδοξία της νόησης, αισιοδοξία της βούλησης» αποδίδεται στον Ρομέν Ρολάν. Εγινε όμως κυρίως γνωστή από τον Αντόνιο Γκράμσι, ως διατύπωση που χαρακτηρίζει τη στάση της Αριστεράς απέναντι στα πράγματα. Το ζήτημα που θα διερευνήσω εδώ είναι πώς περνάμε από τη μεν στη δε. Σε ένα πολύ παλαιό πλέον άρθρο μου («Απαισιοδοξία της νόησης, αισιοδοξία της βούλησης», «Αυγή», 15.3.2015), είχα επιχειρήσει μια γενική προσέγγιση της αναπόσπαστης σύνδεσης μεταξύ των δύο – του πώς δηλαδή η αισιοδοξία της βούλησης, για την Αριστερά, προκύπτει από την απαισιοδοξία της νόησης. Στο σημερινό κείμενό μου η προσέγγιση θα είναι κάπως πιο συγκεκριμένη.
Στις μέρες μας, η Αριστερά –αναπόφευκτα– είναι βουτηγμένη μέσα στην απαισιοδοξία της νόησης. Δεν μπορεί παρά να διαπιστώνει διαρκώς και να αναλύει τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν διεθνώς αλλά και ειδικά στη χώρα μας σε περίπου όλους τους τομείς της κοινωνικο-πολιτικής ζωής. Από την άνοδο –επισήμως πλέον– του φασισμού στην Ιταλία, μέχρι τους συστημικούς βιαστές και παιδοβιαστές στην Ελλάδα, διά μέσου της οικονομικής και συνεχιζόμενης υγειονομικής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, οι συνθήκες θυμίζουν κάτι μεταξύ παραμονών Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, επικίνδυνης φάσης του ψυχρού πολέμου και ελληνικού μετεμφυλιακού κράτους. Με άλλα λόγια, οι πραγματικές συνθήκες που αναγνωρίζει η Αριστερά στηριζόμενη στην απαισιοδοξία της νόησης, είναι τόσο μαύρες που δύσκολα μπορεί να μεταβεί σε μια αισιοδοξία της βούλησης – στο να πείσει δηλαδή τον εαυτό της και τον κόσμο στον οποίο απευθύνεται ότι δύναται να τις υπερβεί.
Η κατάσταση λοιπόν είναι τόσο κρίσιμη, που τίθεται στην κυριολεξία υπαρξιακό ζήτημα για την ίδια την Αριστερά. Αν η Αριστερά δεν μπορεί να πείσει τον εαυτό της –πρώτα απ’ όλα– πως είναι ικανή να συμβάλει στην άρση των άθλιων συνθηκών, ποιος ο λόγος ύπαρξής της; Από την άλλη, η βούληση έχει το εξής «καλό»: μπορείς να θέλεις κάτι, ακόμη και αν δεν μπορείς να το πετύχεις. Διαφέρει όμως από τη σκέτη επιθυμία, κατά το ότι βούληση σημαίνει σκέψη, ορθολογικότητα, ικανότητα να κρίνεις. Δεν γίνεται επομένως να βούλεσαι κάτι τελείως ανέφικτο. Τούτο συνεπάγεται πως αν η Αριστερά θέλει να επιβιώσει ως τέτοια, η ανάλυση των –οσοδήποτε δυσμενών– συνθηκών της σύγχρονης πραγματικότητας (απαισιοδοξία της νόησης) θα πρέπει να της επιτρέπει να έχει βάσιμες ελπίδες πως μπορεί να τις ανατρέψει (αισιοδοξία της βούλησης). Αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα πρέπει να παρουσιάζει τις συνθήκες λιγότερο ζοφερές από όσο είναι στην πραγματικότητα. Κάθε άλλο. Το πρόβλημα με τη σύγχρονη Αριστερά, με την Αριστερά στην Ελλάδα, με τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι δεν παρουσιάζει την πραγματικότητα… τόσο ζοφερή όσο αληθινά είναι. Εξηγούμαι.
Χωρίς βέβαια να υποτιμώ καθόλου την ιδεολογική διάσταση των αγώνων της Αριστεράς, η «απαισιόδοξη νόηση» που διαπιστώνει και αναλύει την υπάρχουσα κατάσταση δεν μπορεί να είναι μόνο ιδεολογική. Δεν μπορεί δηλαδή να καταγγέλλει απλώς την κυβέρνηση και το οικονομικο-επικοινωνιακό καθεστώς με όρους κράτους δικαίου. Το σύνθημα «Δικαιοσύνη παντού», παρότι θα μπορούσε να παραπέμπει και σε κοινωνικούς αγώνες με την έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης, αναπόφευκτα, κατά κύριο λόγο, ερμηνεύεται πως όλα θα ήταν μια χαρά αν είχαμε αδέκαστους δικαστές που τηρούν τους νόμους και το Σύνταγμα. Και τούτο αφορά την πολιτική της Αριστεράς γενικότερα, όχι μόνο το συγκεκριμένο σύνθημα. Οσον αφορά την απαισιοδοξία της νόησης, δεν μπορεί η ιδεολογική καταγγελία να υποκαθιστά την επιστημονική ανάλυση.
Για να μην κατηγορηθώ για ελιτισμό, σπεύδω να υπενθυμίσω ότι η επιστημονική ανάλυση για την Αριστερά δεν είναι ακαδημαϊκή ενασχόληση. Είναι ό,τι πιο άμεσα πολιτικό διαθέτει στο οπλοστάσιό της. Η ιδρυτική πρόταση της αριστερής επιστημονικής ανάλυσης είναι η πασίγνωστη ρήση των Μαρξ και Ενγκελς: «Η ιστορία όλων των μέχρι τώρα υπαρχουσών κοινωνιών είναι η ιστορία των ταξικών αγώνων». Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαλεί την κυβέρνηση για ταξική μεροληψία, προφανώς καλά κάνει. Η πολιτική στάση που στηρίζει αυτή την καταγγελία όμως δεν θα έπρεπε να υπονοεί ότι η κυβέρνηση της Δεξιάς θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά αλλά δεν πράττει επειδή είναι διεφθαρμένη ή διαπλεκόμενη.
Θα το πούμε άλλη μια φορά. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε κατά μέγα μέρος την εμπιστοσύνη των κατώτερων και μεσαίων τάξεων στις αρχές του 2016, όταν είχε αρχίσει να εφαρμόζει Μνημόνιο. Ο μόνος τρόπος να ανακτήσει τη χαμένη εμπιστοσύνη είναι να πείσει για τη δική του (αριστερή) ταξική μεροληψία.
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών