Συνεντεύξεις

Κωστής Τσιτσελίκης: Χορός κυριαρχίας στον ρυθμό της Ιστορίας

Στις 14/9/1944 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ καταλαμβάνουν το Αγρίνιο μετά την αποχώρηση των Γερμανών και μία από τις πρώτες συμβολικές πολιτικές ενέργειές τους είναι η αφαίρεση από τη σφραγίδα του ταχυδρομείου της λέξης «Βασίλειον» καθώς και του βασιλικού θυρεού με το στέμμα.

Λίγο αργότερα, προκειμένου να παγιώσουν τη σχέση τους με το υπό διαμόρφωση παρόν και να το συνδιαμορφώσουν, βάζουν στα κοινά ελληνικά κατοχικά γραμματόσημα την επισήμανση «ΕΛΑΣ Αγρίνιο 14-ΙΧ-1944».

Και στις 12/11/1944 η εταιρεία «Φιλοτελιστές» ενημερώνει μέσα από τις στήλες της τοπικής εφημερίδας «Φωνή του Λαού» πως το κάθε αναμνηστικό γραμματόσημο για την απελευθέρωση της πόλης κοστίζει 25 εκατομμύρια, πως όποιος θέλει μπορεί να το αποκτήσει με 75 δράμια καλαμπόκι και πως το ποσό που θα συγκεντρωθεί «θα δοθεί στα θύματα πολέμου».

Σε μια άλλη στιγμή έντονων εδαφικών μεταβολών, το 1927, το ελληνικό κράτος κυκλοφορεί στην τακτική σειρά των «Τοπίων» ένα γραμματόσημο στο οποίο απεικονίζεται η γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά της Αστυπάλαιας. Ομως με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) η κυρίαρχη χώρα στα Δωδεκάνησα ήταν η Ιταλία.

Οπότε το συγκεκριμένο γραμματόσημο, λειτουργώντας ως μέσο διάδοσης μιας πολιτικής αλλά και εθνικής ιδέας, υπαινισσόταν τη διαμαρτυρία της Ελλάδας για την κυριαρχία της Ιταλίας και μετέφερε ένα μήνυμα πολιτικής διεκδίκησης εδάφους.

Νωρίτερα, το 1905, η «Προσωρινή Κυβέρνησις Κρήτης» εκδίδει γραμματόσημο που εικονίζει μια θλιμμένη νέα γυναίκα με τουφέκι και φέρει την αναγραφή «Κρήτη δούλη». Στην αυτόνομη Κρητική Πολιτεία -που ιδρύθηκε το 1898 υπό την εποπτεία των Δυνάμεων και τελούσε τυπικά υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης- έχει ξεσπάσει η επανάσταση στον Θέρισο κατά της Αρμοστείας των Δυνάμεων (σ.σ. Αρμοστής ήταν ο πρίγκιπας Γεώργιος) με αιτήματα τη συνταγματική αναθεώρηση και την ένωση με την Ελλάδα, που τελικά θα πραγματωθεί το 1913.

Οι επαναστάτες, με επικεφαλής τον Ελευθέριο Βενιζέλο, χρησιμοποιούν τα γραμματόσημά τους για να προπαγανδίσουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τον ένοπλο αγώνα των Κρητικών μέσω του φιλοτελισμού.

Ναι, τα γραμματόσημα δεν είναι ούτε ουδέτερα ούτε ιδεολογικά αθώα, κι αυτό έγινε πάλι προφανές με τις επετειακές σειρές για το Εικοσιένα. Αυτά τα μικρά οδοντωτά χαρτάκια, που επινοήθηκαν από τη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1840 και υιοθετήθηκαν στην Ελλάδα το 1861, είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απόδειξη του τέλους που πληρώθηκε για ταχυδρομικές υπηρεσίες.

Είναι σύμβολα που αποτυπώνουν τη βούληση για κυριαρχία ή για άσκηση πολιτικής εξουσίας. Και ως τέτοια απέκτησαν την πρώτη τους επιστημονική μελέτη όπου διασταυρώνονται η εθνική, πολιτική, διπλωματική, στρατιωτική Ιστορία της Ελλάδας, των Βαλκανίων και της Ευρώπης, με την Πολιτική Επιστήμη, το Διεθνές Δίκαιο και την Πολιτική Γεωγραφία και φυσικά με τη Σημειολογία όσον αφορά όχι τους πολιτισμικούς συμβολισμούς τους, αλλά εκείνους που έχουν πολιτικό ενδιαφέρον.

Εργο του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη, έχει τίτλο «Σύνορα, Κυριαρχία, Γραμματόσημα. Οι μεταβολές του ελληνικού εδάφους 1830-1947» και μόλις κυκλοφόρησε από το Ιδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη σε μια υποδειγματική έκδοση λεπτομερώς τεκμηριωμένη και πλούσια σε έγχρωμες εικόνες γραμματοσήμων.

Πρόκειται για ένα απολύτως πρωτότυπο και συναρπαστικό βιβλίο που όμοιό του είναι αμφίβολο εάν υπάρχει στη διεθνή βιβλιογραφία. Το συγκροτούν ολοζώντανες ιστορίες-πίσω-από-την-ιστορία της εδαφικής περιπέτειας του ελληνικού κράτους στον κατακερματισμένο και πολύμορφο ελληνικό κόσμο, με τα γραμματόσημα να λειτουργούν σαν καρδιογράφημα αυτής της διαδρομής.

Διότι στην πλειονότητά τους απεικόνιζαν την κυρίαρχη άποψη για το πώς έβλεπε κάθε φορά το κράτος τον εαυτό του και πώς επιθυμούσε να το βλέπουν οι άλλοι.

Χαρακτηριστικό το γραμματόσημο που εκδόθηκε το 1930, στην εκατονταετηρίδα της ίδρυσής του, με τον χάρτη που υπενθυμίζει τη νικηφόρα διεύρυνση των συνόρων της Ελλάδας. Κι ας έμεναν εκτός χάρτη τα Δωδεκάνησα…

Δραστήριος στο Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων και στην Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με θητεία στο Συμβούλιο της Ευρώπης και μελέτες στο ενεργητικό του για την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, για την ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών κ.ά., ο Κωστής Τσιτσελίκης προέρχεται από τον χώρο του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου των Μειονοτήτων και δεν υπήρξε ποτέ συλλέκτης γραμματοσήμων.

Εχει συλλέξει όμως όλο το υλικό που παρουσιάζει, απέκτησε επαφή με τους φιλοτελικούς ιστορικούς κύκλους και μέσα από την ερευνητική περιπέτειά του, που κράτησε έξι χρόνια, καταφέρνει να αφηγηθεί την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας αλλιώς.

Οπως επισημαίνει στο βιβλίο του, η δημιουργία του ελληνικού κράτους με σαφή σύνορα και διεθνή αναγνώριση, και μάλιστα με τις εγγυήσεις διεθνούς συνθήκης, συντελέστηκε σταδιακά σε ένα τοπίο, τη νότια Βαλκανική, που για αιώνες δεν είχε καμία εμπειρία διακρατικών συνόρων. Μάλιστα από το 1830 ώς το 1949 τα όρια της ελληνικής επικράτειας ήταν ιδιαίτερα πορώδη.

Μέσα λοιπόν στη ρευστότητα της εδαφικής μεταβολής και της αμφισβητούμενης πολιτικής εξουσίας το γραμματόσημο λειτούργησε προς δύο κατευθύνσεις, τις οποίες ο αναγνώστης παρακολουθεί βήμα βήμα σαν… θρίλερ. «Ηταν φορέας ενός ιδεολογικά φορτισμένου μηνύματος, αλλά και συνδιαμόρφωνε την υλική πραγματικότητα της κοινωνίας της οποίας υπήρξε προϊόν».

Μια πραγματικότητα που είχε κάθε φορά νέα χαρακτηριστικά, δικαιικά αλλά και πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά ή και εθνικά. Η εσωτερική κινητήρια δύναμη που εξέφραζε τις επιδιώξεις και τις προσδοκίες για εδαφική ή εθνική ολοκλήρωση μέσω της επέκτασης της Ελλάδας ήταν η θεωρία του εθνικού κέντρου στο οποίο θα ενσωματώνονταν τα αλύτρωτα εδάφη.

Μέσα από το πρόγραμμα της «Μεγάλης Ιδέας» το ελληνικό κράτος επικαλούνταν την ύπαρξη ομοεθνών ομάδων πέραν των κρατικών συνόρων. Και ο ελληνικός αλυτρωτισμός ακολουθούσε το πνεύμα του ρομαντικού ή βίαιου εθνικισμού που κυριαρχούσε ιδεολογικά σε κάθε εποχή. Ενα μεγάλο ποσοστό των επίσημων γραμματοσήμων καθρεφτίζει αυτή τη συνθήκη.

Από εκεί και πέρα το γραμματόσημο έπαιξε και παίζει ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης του έθνους και συμμετέχει στην «καθημερινή κατασκευή της εθνικής ταυτότητας και του λεγόμενου “μπανάλ εθνικισμού”».

Για όλους αυτούς τους λόγους ο Τσιτσελίκης πήρε υπόψη του στη μελέτη του ακόμα και τα προπαγανδιστικά παρα-γραμματόσημα που δεν ήταν επίσημα, δεν ανήκαν στο κρατικό μονοπώλιο.

Το βιβλίο του ξεκινά ξεκαθαρίζοντας τις συντεταγμένες του (έθνος, εθνικισμός, κυριαρχία, κατοχή, λαός, σύνορα κ.ά.) και προχωρά παρουσιάζοντας τις διαφορετικές μορφές άσκησης πολιτικής εξουσίας με στοιχεία εδαφοποίησης (προσάρτηση, παρένθετη ξένη κυριαρχία, προσωρινή κατοχή, στρατιωτική παρουσία, συγκυριαρχία, εχθρική κατοχή κ.λπ.) που διαμόρφωσαν την Ελλάδα όπως την ξέρουμε σήμερα.

«Είναι σημαντικό να στεκόμαστε κριτικά απέναντι στην αμετακίνητη επίσημη ιστορία μας» σχολιάζει ο Τσιτσελίκης στην «Εφ.Συν.». «Ο πλουραλισμός των ιδεών αποτελεί τη βάση του δημοκρατικού τρόπου σκέψης μας. Και αυτό μου φαίνεται ότι προσπάθησα να εισφέρω στη δημόσια συζήτηση με το βιβλίο αυτό, τώρα που το βλέπω μετά το τέλος της διαδρομής».

● Το ελληνικό κράτος διευρύνθηκε με αβεβαιότητες. Αυτή είναι μία από τις ιστορίες που μαθαίνουμε μέσα από τα γραμματόσημα. Γιατί μας ενδιαφέρει αυτό σήμερα;

Ηταν μεγάλη έκπληξη για εμένα ότι τα γραμματόσημα μπορούν να λειτουργήσουν σαν μεγεθυντικός φακός μέσα από τον οποίο μπορεί κανείς να εστιάσει με έναν διαφορετικό τρόπο στα συστατικά στοιχεία του ελληνικού κράτους.

Συγκεκριμένα να διατρέξει την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής επικράτειας, η οποία δεν αναπτύχθηκε μονοσήμαντα ούτε προκαθορισμένα, αλλά μέσα από αλυσιδωτές αβεβαιότητες. Να αναλογιστεί επίσης ότι το ίδιο ισχύει και για τους γείτονες της Ελλάδας.

Τα εδαφικά κέρδη του ενός σήμαιναν απώλειες και ενδεχομένως ματαίωση των διεκδικήσεων των άλλων, και αντίστροφα. Η ανάγνωση αυτή δεν συμβαδίζει με το επίσημο αφήγημα της γραμμικής και βέβαιης εδαφικής ολοκλήρωσης της Ελλάδας. Εξάλλου το έδαφος ως επικράτεια δεν έχει αξία αν δεν συνδυαστεί με τους κατοίκους του, δηλαδή τον λαό με τη νομική έννοια του όρου.

● Ορισμένα γραμματόσημα λειτούργησαν και ως δείκτες πολιτικής βούλησης για το εδαφικό καθεστώς που επιδίωκε να ασκήσει μια ξένη δύναμη σε εδάφη που ήταν ή έγιναν ελληνικά. Τι «έδειξαν» λοιπόν αυτοί οι άλλοι; Υπήρξαν άραγε γραμματόσημα της γερμανικής κατοχής; Και τι αφηγούνται τα ελληνικά γραμματόσημα σε περιπτώσεις προσωρινής κατοχής, όπου το νομικό καθεστώς του εδάφους παρέμενε ανοιχτό;

Τα γραμματόσημα, όπως και οι ταχυδρομικές σφραγίδες, αποκαλύπτουν το είδος της κατοχής και της (επι)κυριαρχίας που άσκησαν φίλιες ή εχθρικές δυνάμεις σε ελληνικό έδαφος, αλλά και τις πρακτικές άσκησης διοίκησης των ισχυρών κρατών. Παρόμοια και τις περιπτώσεις κατοχής ξένου εδάφους από τον ελληνικό στρατό. Αξίζει να σταθούμε στα γραμματόσημα της ιταλικής κτήσης της Δωδεκανήσου (1911-1943), της ιταλικής κατοχής των Ιόνιων Νήσων (1941-43) η οποία σταδιακά έβαινε σε μια μορφή προσάρτησης, όπως και της ιταλικής κατοχής του Λασιθίου.

Οι περιπτώσεις των γραμματοσήμων του Καστελόριζου και της Βόρειας Ηπείρου καταδεικνύουν τις εναλλαγές εδαφικού καθεστώτος. Η περίπτωση της Αντάντ (σ.σ. των Συμμαχικών Δυνάμεων στον Α’ Π.Π. Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας, Ιταλίας) αποτελεί ακόμη μια περίπτωση κατοχής και συνδιοίκησης σε μεγάλο τμήμα της ελληνικής επικράτειας το 1915-18 σε μια ήδη διαιρεμένη επικράτεια μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας.

Επίσης η ναζιστική Γερμανία ορθά δεν παρενέβη στην κυκλοφορία του ελληνικού γραμματοσήμου. Από την πλευρά της η Ελλάδα κυκλοφόρησε ειδικά γραμματόσημα στις Νέες Χώρες (Ηπειρος, Μακεδονία, Κρήτη, νησιά Ανατολικού Αιγαίου) και αργότερα στη Θράκη, πριν από την προσάρτησή τους, ενώ στη ζώνη κατοχής της Σμύρνης χρησιμοποιήθηκε (1919-1922) το ελληνικό γραμματόσημο χωρίς επισήμανση.

Το συγκεκριμένο γραμματόσημο δεν δήλωνε κατοχή, αλλά πρόδιδε τη βούληση των ελληνικών κυβερνήσεων για προσάρτηση… η οποία δεν ήρθε ποτέ. Ετσι έγινε το ανεξίτηλο σημάδι μιας ανεδαφικής βεβαιότητας για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία.

● «Επαρχίαι της Ελλάδος είναι όσαι έλαβον και θα λάβωσι τα όπλα κατά της οθωμανικής δυναστείας» έγραφε το Σύνταγμα της Τροιζήνας του 1827. Αυτό ήταν το επιχείρημα του Καποδίστρια όταν άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για τα σύνορα του νέου κράτους. «Διαβάζοντας» τα γραμματόσημα βλέπουμε μια πολύ πιο σύνθετη εικόνα. Τι συνέβη;

Αν μπορώ να επιστρέψω χρονικά στην αρχή της ιστορίας που είναι η δημιουργία του ελληνικού κράτους τον Φεβρουάριο του 1830 -και αφήνοντας στην άκρη το γιατί δεν γιορτάζουμε τη γενέθλια στιγμή της Ελλάδας-, το κεντρικό και βασανιστικό ερώτημα αφορούσε το μέχρι ποιου σημείου θα μπορούσε να εκτείνεται η διεκδικούμενη ελληνική εδαφική επικράτεια.

Η απάντηση δεν ήταν καθόλου αυτονόητη και βέβαια οι απαντήσεις ήταν κυμαινόμενες ανάλογα με την ιστορική συγκυρία και την ισχύ των δρώντων στο πεδίο της μάχης ή στο διπλωματικό τραπέζι. Η ζεύξη ιδεαλισμού και ρεαλισμού, το αποτέλεσμα των πολέμων και η επιλογές των συμμάχων κατέληξαν στο αποτέλεσμα που γνωρίζουμε με την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου και την παγίωση των ελληνικών συνόρων το 1947. Τίποτα δεν υπήρξε αυτονόητο στην πορεία αυτή.

● Η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων υπήρξε καθοριστική όχι μόνο για τη νικηφόρα έκβαση της Επανάστασης το 1827 (Ναυαρίνο), αλλά και για την επιβολή του πολιτεύματος της απόλυτης μοναρχίας στο νέο κράτος, αντί για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία που έβλεπαν τα επαναστατικά συντάγματα. Ποιος ήταν ο ρόλος τους στον καθορισμό της έκτασης που πήρε τελικά η ελληνική επικράτεια;

Από την αρχή της ίδρυσης του ελληνικού κράτους οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης και η Ρωσία έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στο εδαφικό ζήτημα.

Είτε δωρίζοντας εδάφη, όπως τα Ιόνια νησιά το 1867 και τη Θεσσαλία το 1881, είτε προσφέροντας εδαφικά ανταλλάγματα για τη συμμαχία της Ελλάδας, όπως στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είτε ως επιδιαιτητές, όπως ύστερα από την ήττα στη Μικρά Ασία. Αλλοτε ασκώντας οι ίδιες κατοχή σε ελληνικό έδαφος, είτε ακυρώνοντας τις ελληνικές εδαφικές αξιώσεις (βλ. Βόρεια Ηπειρος, Ιμβρος, Τένεδος) είτε τέλος επικυρώνοντάς τες (Δωδεκάνησα).

Στις περιπτώσεις που άσκησαν οι ίδιες οι Δυνάμεις κατοχή, αυτό γίνεται σαφές και μέσα από τα γραμματόσημα και τις σφραγίδες τους: η Ιταλία στην Ηπειρο (1917), την Κέρκυρα (1923) και το Καστελόριζο (από το 1921), η Γαλλία στο Καστελόριζο (1915-1921). Είναι χαρακτηριστική η άσκηση ταχυδρομικών αρμοδιοτήτων στη ζώνη της Σμύρνης παράλληλα από την Ελλάδα, τις Δυνάμεις και την οθωμανική κυβέρνηση.

Οταν ο κυρίαρχος θέλει να δηλώσει την εξουσία του

«Δεν μπορώ να ανακαλέσω πώς μου ήρθε η ιδέα γι’ αυτό το βιβλίο» λέει ο Κωστής Τσιτσελίκης. «Μάλλον είδα ένα τέτοιο γραμματόσημο και σκέφτηκα ότι ο κυρίαρχος σε ένα νέο έδαφος σπεύδει την ίδια κιόλας μέρα να δηλώσει την εξουσία του μέσα από τον έλεγχο των επικοινωνιών. Ετσι άρχισα να συνδέω το γραμματόσημο με την κτήση ή την απώλεια ελληνικού εδάφους και να προσπαθώ να τα βάλω σε μια σειρά που να βγάζει νόημα».

Ας δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:

● Το ειδικό γραμματόσημο για τις υπό κατοχή Νέες Χώρες του 1912, που δείχνει τον αετό του Δία να αρπάζει το φίδι-εχθρό και στο βάθος την Ακρόπολη και που επισημάνθηκε ειδικά για τη Β. Ηπειρο το 1914.

Η εικόνα παραπέμπει στο ελληνικό έθνος, το κράτος και τη στρατιωτική ισχύ του που αρπάζει και εξοντώνει την όποια απειλή: ένα μήνυμα εθνικού χαρακτήρα για τη νέα κατάσταση πραγμάτων στις Νέες Χώρες και για τους μεικτούς πληθυσμούς τους. Στη συνέχεια το γραμματόσημο επισημάνθηκε ξανά όταν οι Γάλλοι ίδρυσαν το προτεκτοράτο της Κορυτσάς το 1916 και έθεσαν επισήμανση με τον αλβανικό αετό και αξία σε γαλλικό νόμισμα.

● Ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ) επισήμανε τα γραμματόσημα στις περιοχές όπου ασκούσε διοίκηση, όπως στο Αγρίνιο (1944) μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Αλλά και οι νικητές του Εμφυλίου κυκλοφόρησαν γραμματόσημα που υπαινίσσονταν την κομμουνιστική απειλή.

Χαρακτηριστικό εκείνο της σειράς για το «παιδομάζωμα» που απεικονίζει τον χάρτη της Ελλάδας, το συρματόπλεγμα και τα παιδιά να κοιτάζουν την Ελλάδα από μακριά (Φεβρουάριος 1949). Ετσι δηλώνεται το έδαφος του έθνους και η ελληνική επικράτεια στην οποία προσβλέπουν να επιστρέψουν τα θύματα μιας ακούσιας διασποράς.

● Τα γραμματόσημα της «επανάστασης του Θέρισου» με την αναγραφή «Κρήτη δούλη» που χρησιμοποιήθηκαν ελάχιστα έως καθόλου, αλλά κυκλοφόρησαν το 1905 με πρωτοβουλία του Βενιζέλου κυρίως για τη συλλογή εσόδων για το ένοπλο κίνημα και για την προπαγάνδιση των αιτημάτων του.

● Το γραμματόσημο της Σμύρνης που επειδή έχει επισήμανση είναι το μοναδικό «νόμιμο» και κυκλοφόρησε για μία μέρα! «Κανονικά», ενώ δεν θα έπρεπε, στο διάστημα 1919-22 κυκλοφορούσαν τα κοινά ελληνικά γραμματόσημα χωρίς επισήμανση.

● Το οθωμανικό γραμματόσημο με την ελληνική σφραγίδα που χρησιμοποίησε στην Κιουτάχεια η Ελληνική Διοίκηση κατοχής εκτός Σμύρνης.

● Η Ελληνική Διοίκηση Καβάλας μόλις απελευθέρωσε την πόλη δημιούργησε γραμματόσημο με επισήμανση σε κατασχεμένο βουλγαρικό γραμματόσημο και νέα αξία σε ελληνικό νόμισμα (1 Ιουλίου 1913). Η συμβολική ένταση είναι μεγάλη, καθώς ακυρώνεται η κυριαρχία του Βούλγαρου βασιλιά.

● Το γραμματόσημο των Νέων Χωρών, πριν από την προσάρτηση, με σφραγίδα «Γευγελή» όπου ασκήθηκε ελληνική διοίκηση (Μάιος 1913). Η Ελλάδα παραχώρησε εν τέλει τη Γευγελή στη Σερβία.

Μικέλα Χαρτουλάρη

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών