Συνεντεύξεις

Κωστής Παπαϊωάννου: «Όταν αφήνεται το γήπεδο ελεύθερο, φυσικά η ακροδεξιά θα παίξει μπάλα»

Ένα χρόνο μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, τις τελευταίες μέρες σημειώθηκαν πάλι φασιστικές επιθέσεις. Ποια τα κίνητρά τους, θέλουν να δείξουν ότι είναι ακόμα εδώ;
Ίσως όπως εμείς οργανώναμε από τον Σεπτέμβριο κάποιες δράσεις για να τονίσουμε την αξία της καταδικαστικής απόφασης και τις όψεις του ακροδεξιού φαινομένου ένα χρόνο μετά, υποθέτω πως σε κάποια άλλα δωμάτια, κάποιοι άνθρωποι από «την απέναντι πλευρά» συζητούσαν πώς με τον δικό τους τρόπο θα θυμίσουν την παρουσία τους σε αυτή την επέτειο, ότι είναι ακόμα ζωντανοί. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, η επανεμφάνιση του νεοναζιστικού φαινομένου σχετίζεται και με τη γενικότερη συγκυρία. Εκτιμώ ότι έχει τροφοδοτηθεί από την άνοδο του αντιεμβολιαστικού κινήματος, από αυτή τη διαρκή ώσμωση στις συγκεντρώσεις και στις πλατείες με έναν κόσμο, ο οποίος και να μην είναι όλοι φασίστες, είναι πάντως δεκτικοί στο να συνυπάρχουν με φασίστες. Επίσης σχετίζεται και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ΕΠΑΛ και της Θεσσαλονίκης: το οπαδικό φαινόμενο, δηλαδή, που είναι πολύ ισχυρό, η ιστορία της πόλης, που έχει ένα υπόστρωμα διαρκούς παρουσίας της ακροδεξιάς και στους θεσμούς και στην κοινωνία. Η νέα γενιά από τις κοινότητες ομογενών από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ζυμώνεται συχνά με εθνικιστές και φασίστες. Όλα αυτά έφτιαξαν ένα τοξικό μείγμα, που ενισχύθηκε και από τα σινιάλα που έστελνε το τελευταίο διάστημα η κυβέρνηση με υπουργοποιήσεις ακροδεξιών κ.λπ. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι η πολύ γρήγορη και έντονη κλιμάκωση των επιθέσεων, που ειδικά με τη στοχοποίηση της ΚΝΕ, θύμισε καλοκαίρι 2013. Δεν βρισκόμαστε βέβαια στην ίδια φάση με τότε, ούτε οι επιθέσεις είναι Χρυσή Αυγή, γιατί αυτή όπως την ξέραμε, δεν υπάρχει πια. Τα τάγματα εφόδου υπέστησαν κάταγμα με την καταδίκη, τον τρόπο λειτουργίας τους όμως κάποιοι τον επαναλαμβάνουν. Πρόσωπα και ομαδώσεις που μάλλον σχετίζονται με τη Χρυσή Αυγή και ίσως έχουν επικοινωνία με έγκλειστα στελέχη της.
Αναφερθήκατε στην επανεμφάνιση των φασιστικών ομάδων μέσω της αντιεμβολιαστικής τάσης και πράγματι τους είδαμε να έχουν έντονη παρουσία σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις. Με ποιο τρόπο συνδέονται τα δύο φαινόμενα; Πατάνε πάνω στον ανορθολογισμό;
Είναι στρατηγική τους να κολυμπάνε σε αυτά τα νερά οργανώνοντας μια αντιεμβολιαστική συγκέντρωση, καλώντας κι άλλο κόσμο, με την παρουσία τους εκεί, μπολιάζοντας (για να χρησιμοποιήσω μια δική τους έκφραση) τη συγκέντρωση και με φασιστικά–εθνικιστικά σύμβολα και συνθήματα. Το έχουν ξανακάνει στο παρελθόν, άλλωστε. Η βιτρίνα τότε ήταν οι επιτροπές κατοίκων στο κέντρο της Αθήνας. Αυτές τις ξενοφοβικές συγκεντρώσεις τις καλούσαν οι ίδιοι της Χρυσής Αυγής ή άνθρωποι που ήταν κοντά τους ιδεολογικά και έμπαινε η Χρυσή Αυγή, δημιουργώντας έναν ζωτικό χώρο γι’ αυτήν και κερδίζοντας από τη δυναμική του. Αυτή τη στιγμή η δυναμική του αντιεμβολιαστικού χώρου είναι αξιοσημείωτη, έχει δώσει αέρα στα πανιά τους. Φυσικά συνδέεται και με το ανορθολογικό στοιχείο. Δεν μιλάω για τους ανθρώπους που έχουν εύλογες ανησυχίες ή φόβο, αυτούς θα έπρεπε να προσεγγίσει ο θεσμικός κρατικός λόγος με ειδικές καμπάνιες. Κι εμείς στις καθημερινές επαφές καλούμαστε να καθησυχάσουμε αυτούς τους φόβους. Μιλώ για τα σκληροπυρηνικά κομμάτια, ανθρώπους που είναι αντίθετοι προς την επιστήμη, τον ορθό λόγο, όμηροι δοξασιών, fake news, θρησκοληψίας κτλ. Αυτός ο κόσμος είναι πολύ ευεπίφορος να συνδυάσει αυτές τις αντιλήψεις με το ρατσιστικό–φασιστικό–εθνικιστικό στοιχείο.
Η κλιμάκωση που είπατε, πιστεύετε ότι μπορεί να συνεχιστεί και στο μέλλον; Κατά πόσο είναι πιθανό να ξανακερδίσουν οι φασιστικές ομάδες την απήχησή τους στην κοινωνία;
Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα. Η καταδικαστική απόφαση ήταν άμεσα εκτελεστή από το υπουργείο Δικαιοσύνης όσον αφορά τη φυλάκιση των ενόχων, αλλά η απόφαση ενείχε και ένα ισχυρό μήνυμα που έπρεπε να λάβουν οι θεσμοί. Έπρεπε η ελληνική αστυνομία να σκεφτεί τι σημαίνει ότι πρόσωπα που είχαν σχέση και συνεργασία με αστυνομικούς της καταδικάστηκαν ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης. Η ελληνική Δικαιοσύνη, αντίστοιχα, έπρεπε να λάβει το μήνυμα ότι όταν θέλει μπορεί. Μέχρι το 2013 επέδειξε χαρακτηριστική αβελτηρία. Δεν ερευνούσε συστηματικά τα εγκλήματα με ρατσιστικό κίνητρο. Θα πρέπει να αναστοχαστεί πώς δεν θα ξανασυμβεί αυτό. Είναι θετική η παραγγελία έρευνας για ενδεχόμενη εγκληματική οργάνωση των νεοφασιστών στη Θεσσαλονίκη. Αποτελεί κληρονομιά της δίκης της ΧΑ, είναι η νομολογιακή μας παρακαταθήκη στη μάχη κατά του φασισμού. Η ελληνική εκκλησία, επίσης, θα έπρεπε να πάρει το μήνυμα τι σημαίνει ιεράρχες της να αγκαλιάζουν εκπροσώπους εγκληματικής οργάνωσης, τα ΜΜΕ ότι δεν μπορούν να προβάλλουν και να ξεπλένουν αυτούς τους εγκληματίες και τις απόψεις τους. Και βέβαια το πολιτικό προσωπικό της χώρας: δεν νοείται η λογική των δύο άκρων, όταν το ένα άκρο είναι οι εγκληματίες νεοναζί. Επιτίθενται στην ελληνική Δημοκρατία, που, κατά τη γνώμη μου, είναι το άλλο άκρο. Φοβάμαι ότι αυτό το μήνυμα οι θεσμοί δεν το πήραν όπως έπρεπε. Ελπίζω να δείξουν υγιή ρεφλέξ, να συνεχίσουν η ταυτοποίηση προσώπων, οι συλλήψεις, οι καταδίκες. Και να τονίσω τα οξυμμένα κοινωνικά αντανακλαστικά απέναντι στην επανεμφάνιση του νεοφασισμού. Οι αντιδράσεις είναι πολλές και δυναμικές, ο κόσμος δεν θέλει να βυθιστεί ξανά στον φόβο.
Η κυβέρνηση με τη διαγραφή του Κ. Μπογδάνου από την ΚΟ φαίνεται να έλαβε το μήνυμα ότι η αρχική της στάση με τη θεωρία των δύο άκρων ήταν επικίνδυνη ή πρόκειται για διαχείριση εσωκομματικών της ζητημάτων;
Δεν θεωρώ πως η κυβέρνηση έχει πάρει το μήνυμα. Δείτε πολιτικούς εκπροσώπους του υπουργείου Παιδείας με τη θεωρία των ίσων αποστάσεων. Η αντίδραση είναι θεσμικά θλιβερή. Η παρέμβαση Δένδια, όμως, δείχνει ότι υπάρχει το άλλο κομμάτι της ΝΔ που θέλει να στεγανωθεί στα δεξιά του, να τραβήξει μια γραμμή, ώστε να γίνει μια πιο σοβαρή συντηρητική παράταξη. Με τη διαγραφή Μπογδάνου φαίνεται να υπήρξε αυτό το αντανακλαστικό, κάποιοι το ερμηνεύουν με όρους εσωκομματικής δυναμικής, αλλά αυτό είναι δευτερεύον. Το μείζον είναι ότι υπήρξε αυτό το ρεφλέξ και ένα ακροδεξιό υποκείμενο αποβάλλεται. Δεν λύνεται το θέμα προφανώς, αλλά δείχνει ότι η μάχη είναι ανοιχτή σε όλα τα επίπεδα.
Ένα σημαντικό στοιχείο της επανεμφάνισης των φασιστικών επιθέσεων, είναι ότι αυτές σημειώθηκαν αρχικά μέσα σε ένα σχολείο, θυμίζοντάς μας μία κατεξοχήν πρακτική της ΧΑ, τον προσηλυτισμό μαθητών-ριών. Γιατί στοχεύουν εκεί και πώς πρέπει να απαντήσει η πολιτεία σε αυτό, ώστε να μην το αμελήσουμε και γιγαντωθεί, όπως στο παρελθόν;
Είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα αυτό. Και μάλιστα δεν είχαμε απλά προσηλυτισμό σπουδαστών του ΕΠΑΛ, αλλά ίσως συντεταγμένες εγγραφές ανθρώπων εκεί, με σκοπό όχι να φοιτήσουν, αλλά να αναπτύξουν νεοφασιστική δράση. Η διερεύνηση των ευθυνών της προηγούμενης διεύθυνσης του σχολείου είναι επιτακτική ανάγκη, γιατί φέρεται να είχε ουσιαστική εμπλοκή σε αυτό τον σχεδιασμό. Είχαμε, δηλαδή, ένα οργανωμένο σχέδιο διείσδυσης. Το γεγονός ότι αυτό γίνεται στα ΕΠΑΛ, έχει και αυτό τις εξηγήσεις του: είναι επαγγελματικά λύκεια, με συγκεκριμένη σύνθεση πληθυσμού και με νέους μεγαλύτερης ηλικίας. Όλα αυτά τα στοιχεία σκιαγραφούν το πρόβλημα. Οι εκπρόσωποι του υπουργείου Παιδείας αντί να μιλάνε για θεωρίες των δύο άκρων, θα έπρεπε να μεριμνήσουν τι πρέπει να γίνει σε επίπεδο πρόληψης, παρέμβασης στο πρόγραμμα, στήριξης και προστασίας των διδασκόντων και μαθητών που δέχονταν απειλές κ.ο.κ.
Από τη μεριά του, το κίνημα και η Αριστερά τι θα πρέπει να κάνει, όχι μόνο για να ανακοπούν οι φασιστικές επιθέσεις, αλλά για να απαντήσει εν γένει στο ακροδεξιό στοιχείο, ώστε να μην κρυφτεί απλά στο σκοτάδι, περιμένοντας την επόμενη ευκαιρία να ξαναεπιτεθεί;
Όπως έχει γίνει σε όλη την Ευρώπη, έτσι και εδώ, η Ακροδεξιά βρίσκει χώρο και κινείται. Η Ακροδεξιά προβάλλεται πια ως θεματοφύλακας των κοινωνικών δικαιωμάτων και προστάτρια των ατομικών ελευθεριών. Ύφεση και μέτρα κατά της πανδημίας είναι εύφορο έδαφος για τέτοια καπηλεία. Όταν αφήνεται το γήπεδο ελεύθερο, φυσικά η Ακροδεξιά θα παίξει μπάλα, θα μιλήσει σε όσους πληρώνουν τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση. Θα τους μιλήσει για χαμένες ταυτότητες και το έθνος που κινδυνεύει. Δεν υπήρξε πειστική απάντηση από την Αριστερά. Αλήθεια, τι λέει κάποιος σε έναν κόσμο που πλήττεται από την ύφεση, την ανεργία, την πανδημία, τα περιοριστικά μέτρα; Δεν πρέπει να σκεφτούμε μόνο τι θα κάνουμε απέναντι στην Ακροδεξιά, αλλά τι θα πούμε σε αυτόν τον κόσμο, που να είναι ειλικρινές, ουσιώδες και πειστικό. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι μέχρι τότε αφήνεις τους νεοφασίστες να αλωνίζουν. Είναι πολύ σημαντική η ενσώματη παρουσία μας στον δημόσιο χώρο, γιατί όπου έχει παραδοθεί στη βίαιη δράση τους, τον έχουν κυριέψει και δύσκολα τον ανακτάς, το είδαμε αυτό μετά το 2010. Και σίγουρα θα πρέπει να συνεχίσουμε να πιέζουμε τους θεσμούς να κάνουν τη δουλειά τους. Δεν είναι μια αντιπαράθεση θεωρητική, ούτε μια μάχη μόνο της Αριστεράς απέναντι στην Ακροδεξιά, είναι μια μάχη επιβίωσης της Δημοκρατίας. Και δεν χρειάζεται εγρήγορση μόνο απέναντι στους νεοναζί, αλλά και την Alt-right που ωθεί προς μια ανελεύθερη δημοκρατία τύπου Ουγγαρίας. Είναι εδώ το πρόβλημα, στη χώρα μας. Χρειάζεται ευρεία πολιτική συμπαράταξη για την αντιμετώπισή της. Είναι στενά πλέον τα περιθώρια.

Τζέλα Αλιπράντη

Πηγή: Η Εποχή