Εξέδωσε ανακοίνωση το ΔΣ της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας (Φ.Ε.) σχετικά με «παντελώς ψευδείς και απολύτως συκοφαντικές πληροφορίες αναφορικά με την απόλυση εργαζόμενης της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας». Δε θα μπούμε στην ουσία της απόλυσης, η οποία -κατά την Φ.Ε.- έγινε λόγω «εκστρατείας κατασυκοφάντησης στην οποία είχε επιδοθεί η απολυθείσα, ούσα εργαζόμενη σε αυτήν ως νηπιαγωγός». Στην ανακοίνωση προαναγγέλλεται πως η υπόθεση θα λάβει τη δικαστική οδό.
Είχε προηγηθεί καταγγελία πολλών παλιών μαθητών και μαθητριών. Έκαναν λόγο για «σεξουαλικές, ψυχολογικές ή και λεκτικές προσβολές, οι οποίες τελούν σε γνώση μας – έχει πέσει στην αντίληψή μας ή έχουμε πληροφορηθεί κάτι από όλα αυτά, ενίοτε δε και όλα». Σεβόμενοι το τεκμήριο αθωότητας του εκπαιδευτικού οργανισμού, ας δεχτούμε ότι τίποτα δεν ισχύει από όσα έχουν καταγγείλει οι εκατοντάδες μαθητών που υπέγραψαν το σχετικό κείμενο, αφού δεν αποδείχθηκαν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Ας δεχτούμε ακόμα ότι δεν ισχύουν όσα καταγγέλλει η Ομοσπονδία Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών: «η συνάδελφος ‘τόλμησε’ να εκφράσει στον προσωπικό λογαριασμό που διατηρεί στο facebook την άποψη πως συμπαρίσταται στο αίτημα των αποφοίτων του σχολείου προκειμένου να ληφθεί, εκ μέρους της διοίκησης της Φ.Ε., κάθε απαιτούμενο μέτρο, ώστε να χυθεί άπλετο φως στο θέμα καταγγελιών για σεξουαλικά κακοποιητικές συμπεριφορές εκ μέρους εκπαιδευτικών εις βάρος ανήλικων παιδιών. Οι καταγγελίες προέκυψαν μέσα από την υπόθεση Λιγνάδη, λόγω του ότι ο καταδικασμένος πια πρωτοδίκως για δυο βιασμούς ανηλίκων ήταν επί σειρά ετών καθηγητής στον Θεατρικό Όμιλο των σχολείων της ΦΕ».
Γεννά ωστόσο έντονο προβληματισμό η αντίδραση της Φ.Ε. στις καταγγελίες. Τι έκαναν αντιστοίχως ξένα πανεπιστήμια και κολέγια όταν έγιναν αποδέκτες καταγγελιών για κακοποίηση σπουδαστών/-τριών; Έτριξαν τα δόντια στα παιδιά; Τους είπαν «σας πάω στον Εισαγγελέα να καταθέσετε»; Αρνήθηκαν τα πάντα; Απαξίωσαν να απαντήσουν; Ή αντίθετα άνοιξαν αμέσως και χωρίς εξωτερική πίεση εσωτερικές διαδικασίες διερεύνησης; Κάλεσαν τα θύματα να μιλήσουν με ασφάλεια και εμπιστευτικότητα; Έφτιαξαν κώδικες δεοντολογίας και πρωτόκολλα ενεργειών, ανέλαβαν ευθύνες; Μήπως δηλαδή είδαν τις (έστω ψευδείς, ξαναλέω) καταγγελίες σαν ευκαιρία διαφάνειας και λογοδοσίας; Μήπως φρόντισαν να μην (ξανα)συμβεί κάτι αντίστοιχο;
Τι έκαναν απέναντι σε εργαζόμενους που έδειξαν κατανόηση και υποστήριξη σε καταγγέλλοντες και καταγγέλλουσες, δηλαδή πιθανά θύματα σεξουαλικών εγκλημάτων, παρενόχλησης, κακοποίησης; Τους απειλούσαν με απόλυση, επιδίωκαν σιωπητήριο; Τι ρόλο προκρίνει ένα σωστό σχολείο για τους δασκάλους του, να είναι πρώτα δάσκαλοι δίπλα στα παιδιά ή υπάλληλοι πειθαρχημένοι στο σχολείο, όταν οι δυο αυτοί ρόλοι βρεθούν σε σύγκρουση;
Ένα σχολείο κανονικά δε σπεύδει να στεγανοποιηθεί και να οχυρωθεί. Δεν μπορεί η κύρια αντίδραση στην παραμικρή τέτοια υπόνοια να είναι η απειλή προσφυγής στη Δικαιοσύνη. Υποθέτω επίσης ότι ένας Αμερικανός ή Ευρωπαίος επικεφαλής μεγάλου ιστορικού πνευματικού ιδρύματος θα αναλάμβανε την ευθύνη για όσα κακά συνέβησαν όταν κρατούσε το πηδάλιο, ακόμα και εν αγνοία του.
Με αφορμή λοιπόν την ανακοίνωση του Αρσακείου, αναδεικνύεται ένα κακό μοτίβο που απλώνεται στη χώρα: η επίθεση σαν μέσο αποφυγής της λογοδοσίας.
Το βλέπουμε να εκτυλίσσεται στις υποκλοπές. Κι εδώ ο μηχανισμός στεγανοποιείται από διαρροές και οχυρώνεται: εκφοβισμός όποιου ασκεί κριτική, δημιουργία εσωτερικού εχθρού που τάχα υπονομεύει την εθνική ασφάλεια. Δημοσιογράφοι που αποκαλύπτουν απειλούνται με διώξεις. Ο παραιτηθείς Γραμματέας του Πρωθυπουργού μοιράζει εξώδικα σε όσους ερευνούν την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Όποιοι ζητάνε έμπρακτη ανάληψη πολιτικής ευθύνης από τον πρωθυπουργό στιγματίζονται σαν τυχοδιώκτες και ενεργούμενα της αντιπολίτευσης. Κάθε διαδικασία ελέγχου απονευρώνεται με την επίκληση του απορρήτου. Τα τεκμήρια της παρανομίας καταστρέφονται. Η εθνική ασφάλεια γίνεται δικαιολογία για νέες κρατικές παρανομίες.
Και πιο πριν, στη δίκη Λιγνάδη είδαμε ανάλογο μοτίβο. Θυμάστε τις επιθέσεις που δέχτηκαν όσοι μίλησαν για τα εγκλήματα; Θυμάστε την ιερή προστασία που παρείχε το κυβερνητικό σύστημα -με πρωθιέρεια την Υπουργό Πολιτισμού- στον κατηγορούμενο για βιασμούς; Θυμάστε ότι όσοι ζητούσαμε δικαιοσύνη είχαμε, σύμφωνα με την Υπουργό, «προδιάθεση να παρασυρθούμε από την ψυχολογία του όχλου, να συμφωνήσουμε με σχόλια μίσους των social media, τις αυτόκλητες “εισαγγελικές” αγορεύσεις». Αλλά και στη δίκη, κατηγορήθηκαν για συνωμοσία κατά της πατρίδας, της επένδυσης στο Ελληνικό και της κυβέρνησης όσοι τάχα ενέπλεξαν τον κατηγορούμενο σε υποθέσεις βιασμών. Μάρτυρες τρομοκρατήθηκαν, θύματα τραμπουκίστηκαν, δικαστές απειλήθηκαν.
Τι λέει η ανακοίνωση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας; Μια άλλη εκδοχή της κυβερνητικής γραμμής για τις υποκλοπές. Σχεδόν εσωτερικός εχθρός όποιος «συκοφαντεί ασύστολα και συστηματικά εκ τού ασφαλούς (…)προσπαθώντας συνειδητά να κλονίσει την εμπιστοσύνη μαθητών και γονέων». Και βέβαια, στη χώρα που η ερευνητική δημοσιογραφία αποτελεί επάγγελμα υψηλού κινδύνου, ευλόγως προειδοποιείται «από σήμερα και εντεύθεν οιοσδήποτε αναφέρεται στην εν λόγω απόλυση συσκοτίζοντας την αλήθεια και μη αναφερόμενος στα πραγματικά περιστατικά αυτής θα καλείται επίσης να αποδείξει τους εκάστοτε ισχυρισμούς του σε βάρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, ενώπιον των αρμοδίων Ποινικών και Πολιτικών Δικαστηρίων».
Τι έχουμε εδώ αν όχι μια άλλη επίκληση του απορρήτου; Την ώρα που μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες ανάγουν σε θέμα προτεραιότητας την εσωτερική διαφάνεια και λογοδοσία, εδώ ιδρύματα με μεγάλη παράδοση στην εκπαίδευση καλούν σε σιωπητήριο. Σημεία των καιρών.
Κωστής Παπαϊωάννου