Τη συνέντευξη πήρε η Ιωάννα Δρόσου
Ήσουν ανάμεσα στους ομιλητές της εκδήλωσης που διοργάνωσε η «Πρωτοβουλία πολιτών που τάσσεται υπέρ της ανάγκης επίλυσης του «Μακεδονικού»», με τίτλο «Το στοίχημα της συμφωνίας των Πρεσπών». Ποιο, κατά τη γνώμη σου, είναι το στοίχημα;
Η ελπίδα να κλείσει θετικά η συμφωνία των Πρεσπών δημιουργεί πολλαπλές θετικές προοπτικές για τις δύο χώρες και γενικότερα για την περιοχή των Βαλκανίων. Τα Βαλκάνια, άλλωστε, παρουσιάζουν κύκλους γεωπολιτικής αστάθειας με ανοιχτές εστίες αμφισβητήσεων και εθνικισμών. Επομένως, η επικύρωση της συμφωνίας στέλνει θετικό σήμα, σε περίοδο ανόδου της εθνικιστικής περιχαράκωσης και της εσωστρέφειας των ευρωπαϊκών κρατών. Το να επιλυθεί ένα ζήτημα που επί δεκαετίες ταλαιπωρεί τις δύο χώρες στέλνει σήμα συνεννόησης και προοπτικής για το μέλλον. Η συμφωνία απεγκλωβίζει Ελλάδα και πΓΔΜ από μια διένεξη τριών δεκαετιών, η οποία τοξικά λειτούργησε για τις δύο κοινωνίες, συσσωρεύοντας ένα φορτίο έντασης, καχυποψίας, εθνικής μνησικακίας, και αυτολύπησης. Δείτε πώς παρόξυνε την εθνική αυτοθυματοποίηση και παράλληλα εξέθρεψε την trash αισθητική, ένα εθνικιστικό κιτς με Μεγαλέξανδρους και Βουκεφάλες και στις δύο πλευρές Τέλος, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, νομίζω ότι αποτελεί και ένα θετικό παράδειγμα μιας πολιτικής που λύνει προβλήματα με πολιτικό κόστος, με γνώμονα την μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση κοινωνικών και εθνικών συμφερόντων.
Παράδοξο
Προέκυψαν ενστάσεις σε ορισμένα σημεία της συμφωνίας των Πρεσπών –π.χ. στο ζήτημα της ταυτότητας ή της γλώσσας- και γι’ αυτό υπήρξαν τροποποιήσεις έως την τελική κατάθεσή της στο κοινοβούλιο της γειτονικής χώρας. Θεωρείς ότι αυτές έφεραν βελτιώσεις, ώστε να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή;
Αφενός διευκολύνεται έτσι η υπερψήφισή της, αφετέρου επιβεβαιώνεται ότι η επίλυση ενός τέτοιου ζητήματος περνάει μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις. Το γεγονός ότι τα αλληλοτροφοδοτούμενα εθνικιστικά μπλοκ και στις δύο πλευρές των συνόρων είναι θυμωμένα, δείχνει πως είναι ισοβαρής η συμφωνία. Η Αθήνα αποσπά αλλαγή του ονόματος με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων. Τα Σκόπια κρατούν το στοιχειώδες, την ονομασία/ταυτότητα του λαού. Εξάλλου, η Συμφωνία θα είναι βιώσιμη μόνο αν δεν πιέζει αβάσταχτα τη μια πλευρά και δεν τροφοδοτεί υπέρμετρα τους εθνολαϊκιστές όποιας απόχρωσης. Και πάντως, για να είμαστε ειλικρινείς, σίγουρα δεν είναι ετεροβαρής σε βάρος της Ελλάδας. Η συνταγματική αλλαγή του ονόματος είναι μια τεράστια υποχώρηση, με ελάχιστα αντίστοιχα ιστορικά προηγούμενα. Χρειάζεται φαντασία και θράσος για να υποστηρίξει κανείς στη βουλή ότι η συμφωνία δεν υπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα. Όσο η συζήτηση προχωράει τόσο πέφτουν και τα τελευταία φύλα συκής. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παράδοξο: τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν ψηφίζουν μια συμφωνία αλλά δύσκολα βρίσκουν επιχειρήματα γιατί το κάνουν. Και θεωρώ έλλειψη συναίσθησης θεσμικής ευθύνης το γεγονός ότι δύο πρώην πρωθυπουργοί που χειρίστηκαν το θέμα, οι κ. Σημίτης και Καραμανλής, δεν θεωρούν σκόπιμο κατ’ ελάχιστο να εισφέρουν στο δημόσιο διάλογο. Σιγοσφυρίζουν αδιάφορα.
Είναι απορίας άξιο πώς θα μπορέσουν να υποστηρίξουν την καταψήφιση της συμφωνίας η Νέα Δημοκρατία, η οποία θα πρέπει να αντιπαραταχθεί και στη γραμμή του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, αλλά και το Κίνημα Αλλαγής που χειρίστηκε τόσα χρόνια την προσπάθεια επίλυσης του μακεδονικού.
Για το Κίνημα Αλλαγής είναι προφανές ότι δεν υπάρχει το αναγκαίο πολιτικό θάρρος για να σταθούν συνεπείς στη θέση που υποστήριζαν τόσα χρόνια. Τηρούν στάση μάλλον καιροσκοπική, η οποία δεν αντιπροσωπεύει πολλά από τα στελέχη τους, γι’ αυτό και εκφράζεται δυσφορία για τον τρόπο που χειρίστηκε το ζήτημα η ηγεσία του κόμματος. Από την άλλη, η Νέα Δημοκρατία, όμηρος της διολίσθησής της σε σκληρές δεξιές θέσεις, καταψηφίζει αλλά εύχεται να κλείσει η συμφωνία ώστε να μην κληθεί η ίδια να χειριστεί το ζήτημα. Η αξιωματική αντιπολίτευση δυστυχώς εκπέμπει λόγο υποκριτικής μισαλλόδοξης εθνικοφροσύνης. Το κόμμα που χειρίστηκε το Μακεδονικό από την αρχή και εν ολίγοις δημιούργησε το αδιέξοδο. Πληρώνουμε το εθνικιστικό παραλήρημα, την κρίση μεγαλείου ενός τότε νέου, φιλόδοξου κι αδίσταχτου υπουργού εξωτερικών. Εκείνος που αποπέμφθηκε ως αποτυχημένος κι εθνικά επικίνδυνος καβάλησε το Μακεδονικό κι έγινε πρωθυπουργός. Τώρα ο κ. Σαμαράς επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, τολμά να γίνεται κατήγορος και η ΝΔ κι ο αρχηγός της σύρονται σε αυτόν το κατήφορο. Αντί να ευχαριστούν τον θεό που άλλος καθαρίζει τον τραγέλαφο που δημιούργησαν, έρχονται να γίνουν τιμητές. Οι «κήρυκες του αντιλαϊκισμού» γίνονται φορείς του πιο αγοραίου λαϊκισμού. Εν κατακλείδι, έχουμε το καινοφανές φαινόμενο, δύο παραδοσιακοί σχηματισμοί που αντανακλούν στην Ελλάδα τη σοσιαλδημοκρατία και τη χριστιανοδημοκρατία, στο ζήτημα του μακεδονικού να αφίστανται από τις θέσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών τους ομάδων. Φυσικά κατώτερο των περιστάσεων αποδεικνύεται και το ΚΚΕ, αναιρώντας την ίδια του την ιστορία και μάλιστα την πιο δύσκολη και οδυνηρή της φάση.
Επομένως, η στάση αυτή τι μήνυμα στέλνει στην Ευρώπη, αλλά και στα Βαλκάνια;
Καταρχάς ότι ένα μεγάλο κομμάτι του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα δεν ανταποκρίνεται στις προκλήσεις των καιρών. Επίσης, καθίσταται εμφανές ότι μετά από 3,5 χρόνια στην κυβερνητική εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα διαχειριζόμενος τα δεινά που σωρεύτηκαν από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, τόσο στο πεδίο της οικονομικής κρίσης και των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας όσο και στο ζήτημα της διαχείρισης ενός διπλωματικού αδιεξόδου. Ασχέτως επιφυλάξεων ή διαφωνιών στον τρόπο που τα χειρίστηκε –και υπάρχουν πολλές- η συνολική εικόνα είναι αυτή.
Η συγκυρία κρύβει εκπλήξεις και κινδύνους
Παρουσιάζεται από κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και από ΜΜΕ, ότι η συμφωνία έχει διχάσει την κοινή γνώμη. Είναι έτσι;
Το μακεδονικό ζήτημα έχει λειτουργήσει με τρόπο οξειδωτικό στην κοινή γνώμη, μας γύρισε σε μια αδιέξοδη νοσταλγία του παρελθόντος και βύθισε τη χώρα σε μεγάλη εθνική ανασφάλεια. Στις δεκαετίες του ’90 και του 2000 θα μπορούσε η Ελλάδα να διαδραματίσει έναν πολύ ουσιαστικό σταθεροποιητικό ρόλο στα Βαλκάνια. Αντ’ αυτού σπαταλήσαμε πολύτιμο διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο προσπαθώντας να πείσουμε τον πλανήτη ότι η «Μακεδονία είναι μια και είναι ελληνική». Η στάση αυτή θα διδάσκεται στο μέλλον στις διπλωματικές ακαδημίες ως μνημειώδης διπλωματική πατάτα της νεότερης ιστορίας. Είναι πλέον επιτακτικό να δοθεί λύση, η οποία μακροπρόθεσμα θα λειτουργήσει εκτονωτικά. Αντ’ αυτού, βλέπουμε ένα ζήτημα εξωτερικής πολιτικής της χώρας να μετατρέπεται σε κεντρικό επίδικο στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Όποτε έγινε αυτό στην Ελλάδα το πληρώσαμε με εθνικούς διχασμούς και εθνικές τραγωδίες. Η ευκολία με την οποία ένα κόμματι των αντιτιθέμενων σε αυτή τη συμφωνία είναι έτοιμοι να χαρακτηρίσουν ως «μειοδότες» όσους πιστεύουμε σε μια ισότιμη και αμοιβαία αποδεκτή λύση, νομίζω πως είναι σημάδι πολύ κακών εξελίξεων στο μέλλον. Και σε αυτό το σημείο είμαι πολύ προσεκτικός. Η αυξημένη ευαισθησία πολλών ανθρώπων απέναντι στο ζήτημα αυτό πρέπει να είναι σεβαστή και εμείς που θέλουμε την επίλυση του ζητήματος δεν πρέπει να τους απαξιώνουμε χαρακτηρίζοντάς τους συλλήβδην ως εθνικιστές. Από την άλλη, νομίζω ότι όλοι μας, σε όποια πλευρά και να τασσόμαστε σε αυτή την υπόθεση, έχουμε πάρα πολύ μεγάλη ευθύνη ποιος είναι δίπλα μας. Και στην πλευρά των αντιτιθέμενων, δυστυχώς, δίπλα σε αυτούς που έχουν τέτοιες ευαισθησίες, έχουν μαζευτεί πάρα πολλοί που κάνουν πολιτική μπίζνα με το μακεδονικό, με τρόπο επικίνδυνο.
Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να δώσει το μακεδονικό μία αβάντα στον εθνικισμό και να συσπειρώσει δυνάμεις προς αυτή την κατεύθυνση;
Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος. όπως είδαμε και με την απόπειρα τον περασμένο Νοέμβριο να μετατραπούν οι αυλές των σχολείων σε χώρους συσπείρωσης ομάδων του εθνικιστικού περιθωρίου. Το επόμενο διάστημα είναι πολύ κρίσιμο. Ο Μάρτιος είναι κοντά και μπορεί να δούμε νέα προσπάθεια εκμετάλλευσης των επετειακών εκδηλώσεων. Άλλωστε, θα έχει ανοίξει τότε η προεκλογική περίοδος, ενώ πλησιάζει και η ετυμηγορία για την Χρυσή Αυγή, με το νεοναζιστικό μόρφωμα να πιέζεται ολοένα και περισσότερο. Όλη αυτή η συγκυρία κρύβει εκπλήξεις και κινδύνους.
Πηγή: Η Εποχή