Macro

Κωστής Παπαϊωάννου: Για νοσταλγούς του δικτάτορα και άλλα άνθη που «πενθούν» τον Μίκη

Κάτι ο κυρίαρχος λόγος που πενθεί εθνικά και αποϊδεολογικοποιημένα, κάτι τα ανάλατα ρεπορτάζ κάποιων Μέσων, κάτι τα παράπονα του Βορίδη για την ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς, κάτι η θλίψη του Βελόπουλου «Μίκη φωτεινέ έφυγες. Σκοτείνιασε η Ελλάδα», κάτι το εθνικό μας πένθος (επί υπουργίας Πλεύρη Βορίδη, να μην ξεχνιόμαστε. Θα σηκώσουν άραγε και το φέρετρο;) θολώνει ο νους.
Καλή η εθνική μας συμφιλίωση, βαρύνων ο εθνικός ρόλος του Μίκη, καταλυτικές οι παρεμβάσεις του για την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών. Και ναι, ο Μϊκης είχε προ πολλού περάσει σε άλλη σφαίρα. Και ναι, η ιστορία θα πει κι αυτή τα δικά της όταν στεγνώσουν τα δάκρυα και το χώμα αναλάβει κι αυτό να κάνει τη δουλειά του. Και για τα στερνά και για τα πρώτα.
Αλλά, βρε παιδιά, με την αριστερά όπου γης, καλή και στραβή, ήταν ο μακαρίτης. Κομμουνιστές και σοσιαλιστές ήταν οι συνομιλητές του κυρίως. Με τον Αλιέντε ήταν, όχι με τον Πινοσέτ. Επαναστατικά κινήματα προχωρούσαν με τις μουσικές του, όχι τάγματα εφόδου. Οι αριστεροί Λαμπράκηδες το (παρα)κράτος της Δεξιάς πολεμούσαν, δεν ήταν γαύροι κατά βάζελων.
Έκανε στραβές; Πολλές. Όμως, ya basta. «Το Άσμα Ασμάτων ( Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου) για τις Κοπέλες του ‘Αουσβιτς
του Νταχάου κοπέλες μιλάει. Δεν είναι ερωτικό τραγουδάκι σε φεστιβάλ τραγουδιού της χούντας. Για ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι, για ένα κίτρινο άστρο στην καρδιά λέει κυρ Πλεύρη μου. Και το Γελαστό παιδί (ο Ιρλανδός αγωνιστής Μ. Κολινς) στην Ελλάδα πάντα έφερνε στον νου τον δολοφονημένο Λαμπράκη κύριε Γεωργιάδη. Όχι τον Κατσίφα. Και αυθόρμητα ο κόσμος τραγούδαγε “σκοτώσαν οι φασίστες”. Κι ο Επιτάφιος κι η Μέρα Μαγιού μου μίσεψες ήταν για τους νεκρούς καπνεργάτες απεργούς, θύματα της δικτατορίας Μεταξά, κύριε Βορίδη μου. Δεν ήταν για τα καλόπαιδα του κουμπάρου σας του Λεπέν. Και ποιοι χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα; Ποιο ήταν το σφαγείο; Και της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και όταν σφίγγουν το χέρι ήταν τραγούδια που συνέγειραν τα πλήθη που γιόρταζαν τη δημοκρατία το 74 κυρ Βελόπουλε. Δεν ήταν για κηραλοιφές ούτε για αρνητές εμβολίων εθνοκάπηλους. Και τη Ρωμιοσύνη και το Σώπα όπου να ναι θα σημάνουν οι καμπάνες, γυναίκες πολιτικών κρατουμένων την πήγαν στον Θεοδωράκη. Όχι ιδιοκτήτες κολεγίων, κλινικάρχες ή κατασκευαστικές εταιρίες. Και μια μέρα του 66, ανήμερα Φώτα, ο Μίκης έφαγε ξύλο στον Πειραιά σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Και τότε μελοποίησε τη Ρωμιοσύνη. Κι η Δραπετσώνα του Λειβαδίτη δε μιλάει για το σπιτάκι μας έτσι γενικά κι αόριστα κυρ Μηταράκη μου. Μιλάει για τους πρόσφυγες στη Δραπετσώνα που τους ξεσπίτωναν. Τους τουρκόσπορους και τις παστρικιές.
Κι άλλα πολλά.
Γιατί όλα αυτά; Όχι για να στενέψουμε τον πράγματι εθνικό Μίκη σε διαχωρισμούς και μίση. Αλλά για να μην τρελαθούμε τελείως. Γιατί αυτά τα τραγούδια υπερβαίνουν και τον δημιουργό και τη συγκυρία που τα γέννησε και είναι κληρονομιά εθνική και παγκόσμια, είναι τέχνη μεγάλη. Είναι εθνικά ακριβώς γιατί φώναξαν με τέχνη υψηλή την ανάσα και την κραυγή του λαού. Όχι το αντίθετο που τώρα κάποιοι προωθείτε. Τι θέλετε; Ακριβώς αυτό θέλετε: να αδειάσει από περιεχόμενο η κραυγή των τραγουδιών για να χωράνε στη δική σας στενή και ιδιοτελή ερμηνεία του εθνικού.
Τραγούδια και τέχνη εθνική δε σημαίνει προϊόν λοβοτομής.
Κωστής Παπαϊωάννου
Ανάρτησή του στο Facebook