Macro

Κωστής Παπαϊωάννου: Ευαγγελάτος, Τζούμας και (μια κάποια) Λατινοπούλου: οδηγίες χρήσης

Ήταν πολλές οι αντιδράσεις στην απαράδεκτη αποστροφή του Κωνσταντίνου Τζούμα για τη γυναικεία φλυαρία ως αιτία των γυναικοκτονιών: «Μιλάνε πολύ σε σημείο που εκνευρίζεσαι. Πιστεύω ότι οι γυναικοκτονίες στην Ελλάδα οφείλονται σε ένα βαθμό στη φλυαρία των γυναικών. Μιλάνε ακατάπαυστα». Σηκώθηκε θόρυβος μεγάλος. Ευλόγως. Ήταν όμως και αφορμή αυτό για να σκεφτούμε πώς αντιμετωπίζουμε τοποθετήσεις με περιεχόμενο ξενοφοβικό, σεξιστικό ή ομοφοβικό. Δεν είναι όλα τα λόγια απαξίωσης ή μίσους ίδια, άρα ο αυτοματισμός και η τυποποίηση των αντιδράσεων δε βοηθάνε. Ο λόγος είναι πάντα συνάρτηση πομπού, πλαισίου, κοινού, επικοινωνιακής περίστασης. Ο Τζούμας είναι μια φωνή που σβήνει. Έξυπνη φωνή κάποτε, φρέσκια ίσως πριν μερικά χρόνια. Χρειαζόταν άλλωστε και η (δήθεν ή γνήσια) καλλιεργημένη αστική Αθήνα που λοξοκοίταζε στη Δύση και στο αβάντ γκαρντ τη ραδιοφωνική φωνή της. Χρειαζόταν κι η Σκουφά με «τις τσέπες που τους λύνονταν οι κλωστές» μια κάποια χάρη. Κι ενώ ο Τζούμας έδινε (ή νόμιζε ότι έδινε) τις τελευταίες μάχες κατά του κιτς και του μέινστριμ, ενώ υπαρασπιζόταν τη διακριτική γοητεία της μπουρζουαζίας, είχε γίνει ο ίδιος κάτι σαν αυτό που σάρκαζε. Έλεγε σοφιστικέ κοινοτοπίες σαν ήρωας σε δείπνο του Μπουνιουέλ, γκρίνιαζε για τη φτωχή ποιότητα του χαβιαριού ή τις χαμηλές τιμές. Την ώρα που έξω είχε Δεκέμβριο του 2008 ή έπεφταν κορμιά τη δεκαετία των μνημονίων, στο στούντιο του Τζούμα πολεμούσαν να μείνουν όλα γελαστά κι ανάλαφρα. Κυρίως όμως, δίνονταν μάχες μην πιαστούν οι τελευταίοι εστέτ όμηροι των άπλυτων που ανέβαιναν τις σκάλες του μεγάρου. Μέσα στην μπαναλιτέ της πρόκλησης, στο «λέμε για να λέμε», είπε ο Τζούμας και την σεξιστική του βλακεία (και χυδαιότητα) περί φλυαρίας και γυναικοκτονιών. Στη συνέχεια επέδειξε βαθιά αδυναμία να επικοινωνήσει στα στοιχειώδη. Ας τον αφήσουμε στη σιωπή, με κατανοητική και νωχελική απαξίωση. Και με την πάντοτε σοφή κουβέντα «Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι». Λίγο μετά είπε ο Ευαγγελάτος για «έναν Αλβανό ο οποίος έχει συλληφθεί με ένα όπλο. Ε, θα πείτε, τι πιο σύνηθες να συμβεί». Εδώ έχουμε τον κλασικό τοξικό νοικοκυρίστικο ρατσισμό του καναπέ. Απομεσήμερο στην οθόνη ο αρχιδημοσιογράφος συνομιλεί με τον αστυνομικό αρχιρεπόρτερ. Χαρτογραφούν τον κόσμο της τηλεοπτικής φοβίας, γκριζάρουν περιοχές, ομαδοποιούν εχθρούς. Κλειδαμπαρώνουν τους νοικοκυραίους τηλεθεατές στις βεβαιότητες και στις ανασφάλειές τους. Με λίγα λόγια, κάνουν δουλειά κρίσιμη, δουλειά τηλεοπτικής ουσίας. Με φωνή που έρχεται από τα βάθη των 90s, ο Ευαγγελάτος ανασύρει τον πιο βαθιά αλβανοφοβία, αυτή που συγκρότησε τον σκληρό ύστερο νεοελληνικό ρατσισμό. Δεν είναι ανεπίγνωστος ο Ευαγγελάτος, δεν λέει εξυπνάδες για να προκαλεί. Ξύνει σκληρά φοβικά ρεφλέξ με την ίδια ευκολία που παίζει μπάλα στην συντεταγμένη διαχείριση της ενημέρωσης. Ξέρει την τηλεόραση απέξω κι ανακατωτά, ξέρει να σταλάζει τον ρατσισμό, άλλοτε υποδόριο κι άλλοτε συμπαγή, πηχτό. Έχει απευθείας συνομιλία με τη γενιά που βλέπει τηλεόραση, είναι δικός τους άνθρωπος, 30 χρόνια συνδιαλέγεται μαζί τους, διαμορφώνει και τροφοδοτεί το αξιακό τους φορτίο. Έτσι λοιπόν πρέπει και να αντιμετωπιστεί κάθε του ρατσιστική κουβέντα ή νεύμα. Χωρίς κανένα ελαφρυντικό. Έγκλημα εκ προμελέτης και κατά συρροή. Και ακολουθούν τα πιο δύσκολα. Τι κάνεις με τη Λατινοπούλου που λέει για τους μετανάστες «αυτοί οι άνθρωποι έρχονται με μια κουλτούρα, με μια νοοτροπία, με μια θρησκεία, η οποία δεν έχει να κάνει σε τίποτα με τη δική μας. Έρχονται με μια κουλτούρα πως μπορούν να βιάσουν, να εγκληματίσουν, να παρανομήσουν, να σκοτώσουν και δεν έχουν τύψεις για αυτό»; Τι κάνεις με την όποια Λατινοπούλου, με όλες τις Λατινοπούλου και τους Λατινόπουλους; Τι κάνεις τον άνθρωπο που τρέφεται από την αντανάκλαση της αποστροφής ή του θυμού που προκαλεί στους άλλους η αμάθεια και η ρηχή σκέψη του; Ασχολείσαι μαζί του ή όχι; Απαντάς ή φτύνεις την περιφρονητική σιωπή σου όταν παραληρεί για τις γυναικείες ραγάδες, συγχέει τον αυτοπροσδιορισμό φύλου με την αιμομιξία και εξισώνει ομοφυλόφιλους με παιδεραστές; Κατά τη γνώμη μου, γνώμη ανοιχτή σε συζήτηση και διόλου απόλυτη, τέτοιες θέσεις τις αποδομούμε. Αναδεικνύουμε την απύθμενη βλακεία που κρύβουν. Δεν ασχολούμαστε όμως με τον φορέα τους αν δεν είναι άξιος ή άξια λόγου. Στεκόμαστε στα λόγια, όχι στο πρόσωπο. Δεν ανάγουμε την ακραία γραφικότητα σε δυνάμει εκφραστή κοινωνικών τάσεων. Στο παιχνίδι των attention whores, πόλος έλξης δεν γίνονται μόνο όσα λέει μια Λατινοπούλου αλλά και το ότι την κράζουμε. Μα θα μου πείτε: να μείνει αναπάντητη να αλωνίζει; Όχι. Λέω να της δώσουμε μια να πάει να χαθεί «στον λάκκο με τ’ αστεία, να πάει να πέσει μέσα, σε χάχανα και γέλια να πνιγεί», παραφράζοντας Τζίμη Πανούση. Καμιά ανοχή στον ρατσιστικό λόγο. Αλλά ούτε ενστικτώδεις θυμικές αντιδράσεις. Χρειάζεται στάθμιση: σοβαρός αλλά λελογισμένος στιγματισμός όταν ο σεξισμός πηγή του έχει έναν ξεμωραμένο σνομπισμό. Γέλιο ατέλειωτο και γιούχα στην παθολογική βλακεία και την αυταρέσκεια πολιτευόμενων στάρλετς. Μάχη συντεταγμένη σε όλα τα επίπεδα με τον βαθύ ρατσισμό που εκφέρεται από κρίσιμους παίχτες του δημόσιου χώρου μας. *Ο Κωστής Παπαϊωάννου σπούδασε Ιστορία και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Πολιτικές Επιστήμες. Διδάσκει στην Ελληνογαλλική Σχολή Αγίας Παρασκευής. Έχει ασχοληθεί με την κατάρτιση ενηλίκων, τη διά βίου μάθηση και τη διαπολιτισμική εκπαίδευση. Ήταν πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και γενικός γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Υπήρξε πρόεδρος του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας. Πρωτοστάτησε στη σύσταση του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, μετείχε στον συντονισμό του Παρατηρητηρίου στη Δίκη της Χρυσής Αυγής και διευθύνει το Σημείο για τη μελέτη και αντιμετώπιση της ακροδεξιάς.

Κωστής Παπαϊωάννου

Πηγή: parallaxi