Ο Πολ Μπρέμερ το 2003 ανέλαβε επικεφαλής της μεταβατικής, υπό συμμαχικό έλεγχο, κυβέρνησης στο Ιράκ μετά την ήττα του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν. Ο Αμερικανός διπλωμάτης στη συνέχεια έγραψε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο εστιάζοντας στον ένα χρόνο που έζησε στο Ιράκ με τον δηλωτικό υπότιτλο «The Struggle to Build a Future of Hope». Σε αυτό, ο Μπρέμερ επανέρχεται σε ένα σχήμα που ήταν εξαιρετικά διαδεδομένο στις τάξεις όσων υποστήριζαν την αμερικανική εισβολή και κατοχή: την αναλογία με το 1945. Σε μια χαρακτηριστική αποστροφή σημείωνε: «η ιδεολογία του Μπάαθ (…) έπρεπε να εκριζωθεί οριστικά και αμετάκλητα από την κοινωνία, όπως ακριβώς η αμερικανική κυβέρνηση αποφάσισε να εκριζώσει πλήρως τον ναζισμό από τη Γερμανία στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου». Για να έχουμε ένα μέτρο των πραγμάτων, είναι ίσως χρήσιμο να θυμηθούμε ότι η παραμονή του Μπρέμερ στο Ιράκ θεωρήθηκε τεράστια αποτυχία. Εκδιώχθηκε από τη θέση του έπειτα από ένα χρόνο με ένα πυκνό σύννεφο κατηγοριών για οικονομική κακοδιαχείριση, αυταρχικές πολιτικές και αδυναμία κατανόησης της σύνθετης πραγματικότητας του σύγχρονου Ιράκ.
Το σχήμα «όπως ακριβώς και τότε» –ο πυρήνας μιας απλουστευτικής αντίληψης της ιστορικής αναλογίας– είναι εξαιρετικά διαδεδομένο σε στιγμές κρίσης προσφέροντας είτε ένα –φαινομενικό– ερμηνευτικό πλαίσιο για την κατανόηση του τι συμβαίνει γύρω μας, είτε ένα ασφαλές σημείο αναφοράς για τη νομιμοποίηση των παροντικών επιλογών μας. Τις τελευταίες μέρες, μέσα στην ανασφάλεια του πολέμου, έχει εμφανιστεί στη δημόσια σφαίρα μια ανανεωμένη εκδοχή της ιστορικής αναλογίας. Σύμφωνα με αυτήν, η επίθεση του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μια πολιτική κρίση που θα ανοίξει τον δρόμο στον εκδημοκρατισμό του. Στον εύλογο –νομίζω– αντίλογο ότι αυτή η προσδοκία –πέρα από το ότι νομιμοποιεί μια επίθεση που απειλεί την ασφάλεια του πλανήτη– προσκρούει στην πρόσφατη εμπειρία του Αφγανιστάν, της Λιβύης ή του Ιράκ επιστρατεύεται ξανά το ταλαίπωρο 1945: το παράδειγμα της Ιαπωνίας και της Γερμανίας. Αφού έγινε τότε γιατί να μη γίνει και τώρα;
Η απάντηση είναι μάλλον απλή. Επειδή δεν είμαστε στο 1945. Βρισκόμαστε σε μια τελείως διαφορετική εποχή. Δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε την εξέλιξη των πραγμάτων δίχως κάτι στοιχειώδες: την ιστορικοποίηση, δηλαδή την κατανόηση των συνθηκών και των παραμέτρων, κάθε ιστορικής στιγμής. Ο εκδημοκρατισμός των ηττημένων τού τότε ήρθε ύστερα από μια παρατεταμένη και ανεπανάληπτη –ευτυχώς μέχρι σήμερα– εμπειρία ολοκληρωτικού πολέμου που έληξε με την ολική ισοπέδωσή τους. Η συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας, που προβάλλεται ως το κατεξοχήν παράδειγμα της επιτυχούς μετάβασης, ήρθε –και αυτό δεν είναι αδιάφορη λεπτομέρεια– μετά τη ρίψη της πυρηνικής βόμβας. Δεν είναι όμως μόνο αυτή η διαφορά. Η κύρια έγκειται στο ότι στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αποκρυσταλλώθηκε η δυναμική των ιδεών του εκδημοκρατισμού και του διεθνούς δικαίου που αποτέλεσε τον κοινό κώδικα αντιστασιακών κινημάτων, της συνεργασίας Ηνωμένων Πολιτειών, Μεγάλης Βρετανίας και Σοβιετικής Ενωσης, και της ίδρυσης του ΟΗΕ και άλλων υπερεθνικών οργανισμών. Προφανώς αυτό το σύστημα είχε κραυγαλέες αντιφάσεις, αλλά εντέλει λειτούργησε ως ένα κοινό πλαίσιο λήψης –αλλά και αξιολόγησης– αποφάσεων. Τέλος, η μεταπολεμική μετάβαση στηριζόταν στη λογική των εφαρμοσμένων κοινωνικών πολιτικών για να μην επαναληφθεί η κρίση του 1929: της καταπολέμησης της ανεργίας, του κεντρικού σχεδιασμού της ανοικοδόμησης, της ενισχυμένης θέσης των εργατικών συνδικάτων και των δυνατοτήτων πολιτικής εκπροσώπησης αυτών που είχαν πολεμήσει –είτε νικήσει είτε χάσει– στον πόλεμο.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν χαρακτηρίζει την εποχή μας. Αντί λοιπόν να ανατρέχουμε στο 1945, ίσως μπορούμε να σκεφτούμε περισσότερο την πραγματικότητα που κληροδότησαν οι στρατιωτικές επεμβάσεις της εποχής μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η λογική του αναγκαστικού εκδημοκρατισμού δεν έχει να προσκομίσει ούτε ένα επιτυχημένο παράδειγμα ακόμα και με τα δικά της μέτρα. Αντίθετα, έχει να αναμετρηθεί με την άνοδο είτε σκοταδιστικών καθεστώτων είτε ψευδεπίγραφων δημοκρατιών όπου αυτά που τους ενώνουν είναι ο αυταρχισμός, η διαφθορά, οι εμφύλιες συγκρούσεις και η γενίκευση της αποσταθεροποίησης. Υπάρχει εδώ μια κρίσιμη λεπτομέρεια: τα παραπάνω στοιχεία συνυπάρχουν, αρμονικά, με την εμπέδωση ενός μοντέλου εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών που δεν υπόσχεται καν την κοινωνική διανομή του πλούτου. Η όποια κοινωνική συναίνεση εξασφαλίζεται με την εξαγορά, τον καταναγκασμό και τη βία.
Συχνά στη δυτική φαντασία –εμποτισμένη από την αποικιακή εμπειρία και την πεποίθηση ότι αυτή και μόνο αυτή έχει κάθε φορά «δίκιο»– κυριαρχεί η αντίληψη ότι όλος ο πλανήτης αναμένει την άφιξη των δυνάμεων του εκδημοκρατισμού. Αυτό οδηγεί και σε μια βολική αποφυγή του ερωτήματος τι εκπροσωπούν σήμερα δυνάμεις που μιλούν μεν τη γλώσσα της «δημοκρατίας», αλλά την υπονομεύουν καθημερινά. Υπάρχει κάποιος που μπορεί να ισχυριστεί ότι ο τραμπισμός ενδιαφέρεται για τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και την εξαγωγή της Δημοκρατίας; Η μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο ποτέ δεν ήταν εύκολη υπόθεση – ούτε καν το 1945. Σήμερα όμως η παγκόσμια δυναμική του πολιτικού αυταρχισμού, οι ανακολουθίες των κρατών που ισχυρίζονται ότι εκπροσωπούν την πρόοδο, η κυνική εφαρμογή του δίκιου του ισχυρότερου, αφήνουν όλο και λιγότερα περιθώρια για ιστορίες απελευθέρωσης από τα δεσμά του σκότους. Αν θέλουμε όντως να σκεφτούμε –με όλα τα προβλήματα που έχει αυτό– με όρους ιστορικών αναλογιών, η κατάσταση δεν παραπέμπει στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Παραπέμπει στον Πρώτο. Στην εποχή και στον πόλεμο του ιμπεριαλισμού.