Την Κυριακή στο Σύνταγμα επικρατούσε μια παράξενη ησυχία. Τα συνθήματα ήταν σποραδικά και περιορίζονταν σε δραστήριους πυρήνες διαδηλωτών, τα ανεπαρκή μεγάφωνα δεν μετέδιδαν τις ομιλίες πέραν όσων βρίσκονταν γύρω από την εξέδρα, ακόμα και η αποχώρηση από το χώρο -διανθισμένη με τους κρότους από τα δακρυγόνα- ήταν ήρεμη και συντεταγμένη. Όλα αυτά συντείνουν στο προφανές. Αυτό που συνέβη την Κυριακή ήταν έξω από τα συνηθισμένα. Και μπορούσε κανείς να το διακρίνει αυτό στη σύνθεση του πλήθους όπου κυριαρχούσαν οικογένειες, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, παρέες από τη γειτονιά ή τη δουλειά που πιθανά αυτή ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν στο δρόμο. Είχαν έρθει εκεί για να εκφράσουν ένα βαθύ αίσθημα προσβολής: ότι δύο χρόνια μετά το δυστύχημα των Τεμπών τα ερωτηματικά για τις συνθήκες -και κυρίως τη διαχείρισή του από την επόμενη μέρα- παραμένουν αναπάντητα.
Ήταν μια διαμαρτυρία της κοινωνίας των πολιτών. Όχι όμως για όλους. Η μαζική εμφάνιση του πλήθους ενεργοποίησε στη δημόσια σφαίρα αντανακλαστικά ανησυχίας. Ανεξάρτητα από το ρητορικό ύφος η επιφύλαξη συμπυκνωνόταν σε ένα σημείο: ότι αυτό που συνέβη στο Σύνταγμα ήταν ένα πισωγύρισμα της ιστορίας. Στην εποχή της «πάνω» και της «κάτω» Πλατείας, στη δυναμική του «λαϊκισμού», στην «εκμετάλλευση» ενός αγνού αισθήματος διαμαρτυρίας από σκοτεινές και ανεύθυνες πολιτικές δυνάμεις. Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα αντίφαση εδώ. Οι φωνές της ανησυχίας με την ίδια άνεση τα προηγούμενα χρόνια επιχειρηματολογούσαν για την «ωρίμανση» της ελληνικής κοινωνίας, η οποία αποτυπώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα του 2019 και επιβεβαιώθηκε εμφατικά το 2023. Όταν ο λαός ψηφίζει είναι ώριμος. Όταν βγαίνει στο δρόμο είναι ανώριμος.
Οι αντιδράσεις αυτές μαρτυρούν ένα βαθύτερο υπόστρωμα αντιλήψεων που διαμορφώθηκε στα χρόνια της κρίσης και συνοψίζεται στην ιδέα ότι η λαϊκή κινητοποίηση συνιστά εξορισμού κίνδυνο εκτροπής από τη φυσική τάξη της πολιτικής και κοινωνικής σταθερότητας. Στο πλαίσιο αυτό, ο δημοκρατικός έλεγχος της εκάστοτε εξουσίας εξαντλείται -ή πρέπει να εξαντλείται- στην εκλογική διαδικασία. Είναι μια θέση που αρνείται την ίδια την ιστορία των δημοκρατικών καθεστώτων που σε αυτό διαφέρουν από τον αυταρχισμό: στη δυνατότητα της ελεύθερης έκφρασης της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Κυρίως όμως φανερώνει έναν ενδόμυχο φόβο για τη δυναμική εμφάνιση του πλήθους στο δημόσιο χώρο. Το διανοητικό αυτό υπόστρωμα αντανακλάται σε μια σύγχρονη παγκόσμια τάση όπου η δημοκρατία από πεδίο αντιπαράθεσης αντιθετικών απόψεων συρρικνώνεται μέσα από την έντονη δυσφορία για την «άλλη άποψη». Ας μην ξεχνάμε τις παθιασμένες αντιδράσεις στη μεγάλη συναυλία για τα Τέμπη στο Καλλιμάρμαρο. Εκεί ενεργοποιήθηκε ένα εγκατεστημένο λογισμικό δυσανεξίας με έντονο το στοιχείο της συναισθηματικής έκρηξης. Όσοι διαμαρτύρονταν για τα Τέμπη εμφανίζονταν να είναι θύματα ή πομποί θεωριών συνομωσίας. Τα κυρίαρχα Μέσα Ενημέρωσης, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης, πολιτικά πρόσωπα και δημοσιολογούντες εκεί εστίαζαν και όχι στο αίτημα του ίδιου του γεγονότος.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Μετά τη συνέντευξη του πρωθυπουργού η κατηγορία περί συνωμοσιολογίας έχει απλά καταρρεύσει. Προφανώς στη δημόσια σφαίρα υπάρχουν ψεκασμένες φωνές. Αυτό όμως δεν αναιρεί το ζόρικο δεδομένο ότι η κατηγορηματική διαβεβαίωση του κυρίου Μητσοτάκη για την εμπορική αμαξοστοιχία και η ρητορική ότι όσοι μιλούν για παράνομο φορτίο είναι επικίνδυνοι για τη δημοκρατία έχει αναιρεθεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Μια αναίρεση που ήρθε ύστερα από τη μαζική κινητοποίηση της Κυριακής και την συνειδητοποίηση ότι η ελληνική κοινωνία έχει πολλούς λόγους να θεωρεί ότι στη χώρα μας υπάρχει πρόβλημα. Ο Λεξ κάπου λέει «μη ρωτάς τι έχει γίνει και δεν εμπιστεύομαι τη δικαιοσύνη». Αυτό δεν είναι λαϊκισμός ή παραλογισμός. Μια βόλτα στα δικαστήρια αρκεί με την καθημερινή ταπείνωση των πολιτών, αλλά πέραν αυτού ας σκεφτούμε τη συσσωρευτική δύναμη του σκανδάλου των υποκλοπών και της διαχείρισης της τραγωδίας στα Τέμπη.
Πρέπει να αισθανόμαστε τυχεροί που υπήρξε η συγκέντρωση στην Πλατεία Συντάγματος και σε όλη τη χώρα στο συμβολικό μεταίχμιο των πενήντα ετών της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Η παρουσία εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών δείχνει ενδιαφέρον για το περιεχόμενο της δημοκρατία μας. Οι άνθρωποι το 2025 δεν είναι μαριονέτες. Δεν υπάρχουν παντοδύναμοι μηχανισμοί ή κόμματα που μπορούν να παραλύσουν όλες τις πόλεις της χώρας την ίδια στιγμή. Οι πολίτες επιλέγουν να συμμετέχουν σε κάτι, να επενδύσουν το χρόνο και την ενέργειά τους, όταν νιώθουν ότι κάτι τους αφορά και τους καίει. Και αν κάτι μπορεί να εκτρέψει την πορεία των πραγμάτων προς το ανεξέλεγκτο, είναι η υποτίμησή τους. Αυτό είναι το σταθερό λάθος κάθε κυβέρνησης που νιώθει ασφαλής στον μικρόκοσμο της διαχείρισης της εξουσίας. Στη συνέντευξη του ο κύριος Μητσοτάκης προσπάθησε να δείξει ότι καταλαβαίνει τη δυσφορία της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά αυτό δεν προέκυψε από μια δική του πρωτοβουλία. Ήταν η απάντηση στον εκκωφαντικό ήχο της σιωπής που εξέπεμψε η περασμένη Κυριακή.
Κωστής Καρπόζηλος