Συνεντεύξεις

Κωστής Καρπόζηλος: «Δεν αρκεί να λες τι να γίνει. Δείξτο και κάντο»

Η συζήτηση με τον Κωστή Καρπόζηλο ιστορικό και διευθυντή των ΑΣΚΙ ξεκίνησε από την ιδεολογική αποτίμηση της κυβέρνησης ΝΔ, που εκπροσωπεί “μια απενοχοποιημένη Δεξιά, η οποία νιώθει ότι δεν έχει να απολογηθεί για το παρελθόν της”. Πρόκειται για μία κυβέρνηση που ήρθε προετοιμασμένη, που στηρίζεται στη λογική της πράξης. Κατέληξε, ωστόσο, στο μέλημά μας, τον ΣΥΡΙΖΑ, τη στρατηγική του και το πώς θα μπορούσε να πάρει νέα ορμή.
Η κριτική που ασκούμε και μέσα από την «Εποχή» είναι ότι η κυβέρνηση στηρίζεται αμέριστα στην επικοινωνιακή πολιτική. Τον τελευταίο καιρό, όμως, επιχειρεί να εμφανιστεί ως η απόλυτη αυθεντία, η μόνη αδιαμφισβήτητη, η οποία δεν επιτρέπει έλεγχο από τους θεσμούς, τους φορείς, την κοινωνία. Πώς θα περιέγραφες την κυβέρνηση της ΝΔ;
Το βασικό είναι ότι εκπροσωπεί μία απενοχοποιημένη Δεξιά, η οποία νιώθει ότι δεν έχει να απολογηθεί για το παρελθόν της. Έχει απαλλαγεί από την εσωτερικευμένη ενοχή που είχε η δεξιά παράταξη μετά το 1974. Αυτή η απενοχοποίηση είναι θετική για το πολιτικό σύστημα γιατί ξεκαθαρίζει το πεδίο και δίνει χώρο σε σύγχρονες ταυτοτικές διαφορές. Την ίδια στιγμή, όμως, έχει οδηγήσει τη ΝΔ στο άλλο άκρο: στην αλαζονεία και σε έναν υπέρμετρο εκνευρισμό έναντι της κριτικής. Σκέφτομαι ότι το αυταρχικό πρόσημο είναι προϊόν της «απελευθέρωσης» που νιώθει. Τέλος, θα πρέπει να δούμε ότι η νέα δεξιά αυτή ταυτότητα δεν αναφέρεται στη «δεξιά». Το αντίθετο. Προσπαθεί να κατοχυρωθεί ως το κόμμα της κοινής λογικής που υπερβαίνει την παραδοσιακή αντίθεση Αριστερά-Δεξιά.
Στην Βουλή ο Κ. Μητσοτάκης είπε ότι ζήτησε από τους επιστήμονες να εισηγηθούν την τρίτη δόση στους τέσσερις μήνες και επίσης ότι δεν υπάρχουν στοιχεία για αυξημένη θνησιμότητα στους εκτός ΜΕΘ διασωληνωμένους. Πώς αυτά να εμφανιστούν ως «κοινή λογική»;
Προφανώς υπάρχουν αντιφάσεις. Αλλά ας δούμε το τελευταίο μέτρο για το πρόστιμο στους ανεμβολίαστους πάνω από 60 ετών. Είναι ένα αυταρχικό μέτρο από τη στιγμή που συνδέεται με ένα οριζόντιο πρόστιμο. Από την άλλη είναι μια κίνηση υψηλού συμβολισμού: εστιάζει σε ένα υπαρκτό πρόβλημα, το αντιμετωπίζει με μια αποφασιστική κίνηση -αμφιλεγόμενη μεν, αποφασιστική δε-, στρέφεται κατά του κοινωνικού ακροατηρίου της δεξιάς παράταξης (άρα κλονίζει το επιχείρημα περί μικροπολιτικής διαχείρισης) και προβάλλεται ως μια ορθολογική κίνηση εξυπηρέτησης του συλλογικού συμφέροντος. Αυτά συνθέτουν τη μεγάλη εικόνα.
Η ΝΔ διαχρονικά θέλει να εμφανίζεται ως ένα κόμμα ευρωπαϊκό. Ο τρόπος που χειρίζεται το προσφυγικό, που προκαλεί ακόμα και την ήπια –αλλά συνεχώς διογκούμενη- κριτική της ΕΕ, δείχνει μία στροφή; Η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού-προσφυγικού χάριν του εσωτερικού ακροατηρίου τι δείχνει;
Έχουμε την αίσθηση συχνά ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υπάρχουν για να βάζουν ένα φρένο, έχοντας κατά νου ένα ιστορικό φορτίο που πια έχει εξαντλήσει τα καύσιμά του. Η ΕΕ είναι αυτή που πρώτη εργαλειοποίησε το προσφυγικό με την συμφωνία με τον Ερντογάν και είναι αυτή που περιέγραψε το προσφυγικό ως απειλή. Οι εθνικές κυβερνήσεις στη διαχείριση του προσφυγικού δοκιμάζουν το όριο των υπερεθνικών ολοκληρώσεων και κάθε φορά ανακαλύπτουν ότι υπάρχει και άλλος χώρος δίχως συνέπειες. Κατά συνέπεια, η ΝΔ εμφανίζεται –και είναι– εντός του νέου ευρωπαϊκού παραδείγματος.
Αυτές τις μέρες επισκέπτεται τα νησιά ο πάπας, φέρνοντας στο προσκήνιο την προσφυγική κρίση. Είναι μια ευκαιρία να πέσει φως στα θύματα αυτών των πολιτικών.
Φυσικά, αλλά πρέπει να μην υπερεκτιμούμε τη δύναμη του συμβολικού. Αυτή τη στιγμή δεν είμαστε στο 2015. Έχει υποχωρήσει η δυναμική της αλληλεγγύης, αλλά και η συζήτηση γύρω από την ανάγκη ανανέωσης των κοινωνιών μας μέσα από πληθυσμιακές εισροές. Ξεχνάμε -γιατί ήρθε η πανδημία- το καθοριστικό επεισόδιο της οχύρωσης, συμβολικής και πραγματικής, της χώρας απέναντι στους πρόσφυγες στον Έβρο. Τότε είδαμε τη στρατηγική της «κοινής λογικής» της κυβέρνησης: προάσπιση της χώρας απέναντι σε μία «ασύμμετρη απειλή».
Η κυβέρνηση της ΝΔ στα δυόμιση αυτά χρόνια πέρασε σωρεία μεταρρυθμίσεων που άλλαζαν άρδην το τοπίο στην εργασία, την παιδεία, τις ελευθερίες, κ.λπ. Τι μας δείχνει αυτό;
Πρώτον, ότι υποτιμήσαμε τη ΝΔ. Στην πολιτική για να αντιμετωπίσεις την άλλη πλευρά πρέπει πρώτα να την εκτιμήσεις, να την καταλάβεις, να δεις τις αρετές της και να μην εστιάζεις μόνο στα μειονεκτήματά της. Η ΝΔ ήρθε στην κυβέρνηση προετοιμασμένη, με σχέδιο και χρονοδιάγραμμα. Δεύτερον, ότι είναι μια κυβέρνηση που στηρίζεται στη λογική της πράξης: ότι κάθε σαρωτικό νομοσχέδιο αποδεικνύει ότι θέλει να φέρει την αλλαγή στη χώρα. Εκεί εδράζεται και το αδύνατο σημείο της: η ρητορική της μεγάλης αλλαγής εκφυλίζεται στην ανακύκλωση ενός παλιού μοντέλου και στον συμβιβασμό με τη μετριότητα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικοινωνιακά προσπαθεί να ακολουθήσει τα βήματα του Μπάιντεν. Αλλά πολιτικά δεν μπορεί. Η πολιτική του, παρά τη διαρκή επίκληση της τομής, είναι η ανακύκλωση του γνώριμου.
Παρατήρησες ότι η ΝΔ ήρθε έτοιμη να κυβερνήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνησε μεν πρώτη φορά και ήταν σαφώς άπειρος, όμως έμεινε στην κυβέρνηση τεσσεράμισι χρόνια. οι μεταρρυθμίσεις που άφησε πίσω του δημιουργούν αυτή την αίσθηση της αποφασιστικής παρέμβασης;
Ο ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία των τεσσάρων ετών άργησε να καταλάβει ότι μπορούσε να αντισταθμίσει το τραύμα του καλοκαιριού του 2015 με κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Υπήρχε νομίζω μία αίσθηση ότι εφόσον ισορρόπησε το έργο, καλό είναι να μην ανοίγουμε νέα μέτωπα. Έτσι έχασε χρόνο και κυρίως δεν προχώρησε σε τολμηρές πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν. Ακόμα και σημαντικές μεταρρυθμίσεις -σκέφτομαι την ιθαγένεια- δεν εντάχθηκαν σε ένα συνολικό όραμα ριζοσπαστικής αλλαγής της χώρας. Η μεγαλύτερη τομή -η συμφωνία των Πρεσπών- ήρθε πολύ αργά και ακόμα και έτσι είχε πολύ θετικά αποτελέσματα. Οι τομές είναι αυτές που δημιουργούν την αίσθηση ότι έχει αξία η υπόθεση. Το πρόβλημα είναι ότι έχουν περάσει δύο χρόνια από το 2019 και ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να έχει προτάσεις, αλλά δεν μπορεί να τις μεταβολίσει σε ένα ελκτικό και πειστικό πρόγραμμα για την επόμενη μέρα. Δεν μπορεί η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ να εξαντλείται στο ότι θα γυρίσει το ρολόι προς τα πίσω, ξηλώνοντας τις όποιες μεταρρυθμίσεις της ΝΔ. Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εκφράσει τον συγχρονισμό της χώρας με τη διεθνή συζήτηση για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο και αυτό το κοινωνικό συμβόλαιο να έχει τίτλο, περιεχόμενο και συγκεκριμένες νομοθετικές απολήξεις για τα μεγάλα ερωτήματα: περιβάλλον, εργασία, παιδεία, υγεία, κοινωνικό κράτος και δημόσιες πολιτικές.
Ο Η. Νικολακόπουλος είχε πει στην «Εποχή» πριν δύο βδομάδες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται πρόγραμμα και ανανέωση στα πρόσωπα. Το ίδιο επανέλαβε και ο Γ. Μπαλαμπανίδης την προηγούμενη εβδομάδα. Ποια η γνώμη σου;
Συμφωνώ και θα γίνω πιο συγκεκριμένος, αν και μερικές φορές σκέφτομαι ότι μπορεί να μοιάζουμε με τους προπονητές της κερκίδας! Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να δείξει ότι εννοεί την ανανέωση της πολιτικής ζωής με τέσσερα νέα πρόσωπα. Πραγματικά πρόσωπα. Το πρώτο πρέπει να εκπροσωπεί τη δεύτερη γενιά μεταναστών που αυτή τη στιγμή η φωνή της αλλάζει το χάρτη της χώρας- ας σκεφτούμε τη μουσική και μόνο. Το δεύτερο πρέπει να συνομιλεί με το νέο φεμινιστικό κίνημα που συνιστά ένα δυναμικό και πολύμορφο πεδίο συγκρότησης μίας νέας πολιτικής και κοινωνικής ταυτότητας. Το τρίτο πρόσωπο να προέρχεται από την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα που έχει καταφέρει μέσα σε λίγα χρόνια να μεταβάλλει τους όρους της δημόσιας συζήτησης. Το τέταρτο πρόσωπο να συμπυκνώνει την οικολογική ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ: όχι ως επιμέρους συμπλήρωμα, αλλά ως αφετηρία πολιτικής συγκρότησης. Και οι τέσσερις αυτοί άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι millennials. Σε αυτή τη γενιά έχει τη μεγαλύτερη απήχηση ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η γενιά έχει το μεγαλύτερο ποσοστό απροσδιόριστης ψήφου και αυτή η γενιά είναι η πραγματική νεολαία- όχι εμείς οι σαραντάρηδες! Η νεανικότητα και η ωριμότητα αυτής της γενιάς πρέπει να αποκτήσει τη δική της φωνή και στα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ και στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Ασκείται κριτική πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει στα καλούπια των κομμάτων εξουσίας. Λειτουργεί ως μονοπρόσωπο κόμμα, που συγκρούεται με τον ηγέτη του δεύτερου πόλου, για όλα τα ζητήματα. Ποια η γνώμη σου;
Υπάρχει η αντίληψη ότι ο πολιτικός χρόνος λειτουργεί με μία κυκλικότητα, άρα η φθορά του ενός πόλου ευνοεί τον άλλον. Αυτή η οπτική αντιμετωπίζει την πολιτική με όρους κανονικότητας. Νομίζω δεν είμαστε εκεί. Είμαστε σε μια εποχή που τα κόμματα πρέπει να αποδεικνύουν και να ανανεώνουν τη χρησιμότητα τους καθώς δεν έχουν να στηριχτούν σε παραδοσιακές ταυτίσεις, ενώ οι κρίσεις που μας περιβάλλουν μεταβάλλουν αντίστοιχα και το πολιτικό πεδίο. Για να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεσματικός και η ψήφος σε αυτόν να μην είναι απλώς ψήφος στο «λιγότερο κακό», θα πρέπει να ξανασκεφτεί κινήσεις που να αναστατώνουν τους όρους του παιχνιδιού. Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή εισπράττει ίσως από τη φθορά της κυβέρνησης, αλλά δεν εμπνέει. Η «νέα αρχή» για παράδειγμα είναι ένα καλό σύνθημα, αλλά δεν μπορεί να εξαντλείται στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει περισσότερους διορισμούς. Πρέπει να περιγράψει πώς θέλει να είναι η ελληνική κοινωνία του 2031. Και αυτή η περιγραφή να είναι οραματική και ταυτόχρονα συγκεκριμένη. Δεν είναι ζήτημα προτάσεων γενικά και αόριστα. Προτάσεις έχουν όλοι. Το ζητούμενο για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι να δείξει ότι οι προτάσεις του -που και αυτές συχνά δεν χαρακτηρίζονται από συμπύκνωση και ευκρίνεια- μπορούν να γίνουν πράξη. Αυτό είναι το πλεονέκτημά του. Είναι ένα κόμμα που διεκδικεί τη δυνατότητα άσκησης πολιτικής και όχι απλά άρθρωσης κριτικής. Πώς μπορεί να πείσει; Φτιάχνοντας υποδείγματα και γεγονότα. Δεν αρκεί να λέμε για παράδειγμα ότι είμαστε με τον εμβολιασμό. Δείξτο και κάντο. Με περιοδείες, με μια εμπνευσμένη εκστρατεία, με μια ατμόσφαιρα κοινωνικού συναγερμού, με τοπικής κλίμακας πρωτοβουλίας πόρτα-πόρτα, με την επισήμανση της αδράνειας της πολιτείας, με μια αίσθηση αυτοπεποίθησης ότι εφόσον εσείς δεν μπορείτε να προασπίσετε το κοινό καλό, εμείς μπορούμε και θα το κάνουμε. Όπως το είχε πει η Nike: Just do it.
Είναι ένα τέτοιο παράδειγμα του «μην το λες, κάνε το» οι εκλογές στον ΔΣΑ και η υποψηφιότητα Καμπαγιάννη;
Η υποψηφιότητα Καμπαγιάννη είναι μια τέτοια στιγμή. Ο Καμπαγιάννης μίλησε για αυτούς που είναι στην γαλέρα της δικηγορίας και η γαλέρα τον ανέδειξε πρώτο στις κάλπες των νεότερων δικηγόρων. Η υποψηφιότητά του θυμίζει το αυτονόητο: ότι οι άνθρωποι παίζουν ρόλο· το βλέμμα, το ηχόχρωμα, το αίσθημα εμπιστοσύνης, η σιγουριά που αποπνέει κάποιος που πιστεύει αυτό το οποίο λέει. Έτσι πρέπει να είναι η Αριστερά του 21ου αιώνα: φιλόδοξη στους στόχους, μαχητική εντός και εκτός των θεσμών, δραστήρια και κοινωνική.

Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή