Μια από τα ίδια
Προχτές το βράδυ ήμουν προσκεκλημένος στην εκπομπή του Τάκη Χατζή. Ξέρω ότι γίνομαι επαναληπτικός, αλλά οι συζητήσεις αυτές νιώθω ότι έχουν κάτι να μας πουν για τους όρους του δημόσιου διαλόγου στη χώρα μας. Για να είμαι κυριολεκτικός, εμένα μου φαίνεται ότι δείχνουν ένα πράγμα: δεν μπορεί να γίνει διάλογος.
Αναφέρω τρία χαρακτηριστικά στιγμιότυπα.
1. Απόφαση για το Μάτι.
Η συζήτηση ξεκίνησε -όπως είναι λογικό- με την δικαστική απόφαση για μια τραγωδία που στοιχειώνει τη ζωή μας. Στην τοποθέτησή μου ξεκίνησα με κάτι που ανέφερε ένας άνθρωπος που έχασε τους δικούς του εκεί: «να ζήσουμε σε μια καλύτερη χώρα». Και αυτό που είπα είναι ότι δυστυχώς δεν ζούμε. Η χώρα μας δεν επενδύει σε έργα πολιτικής προστασίας, το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης -αυτό του υπερτουρισμού και της άναρχης δόμησης- εγγυάται την επανάληψη της τραγωδίας και η εμπειρία των Τεμπών δείχνει ότι η πολιτεία δεν μπορεί να εγγυηθεί την επαρκή διαχείριση μίας καταστροφής.
Ο έμπειρος δημοσιογράφος ακούγοντας αυτά με ρώτησε για τις υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ το 2014- που θα έσκιζε τα Μνημόνια. Δεν μπόρεσα να τον ρωτήσω παρά το εξής: γιατί πρέπει η Αριστερά, σε κάθε συζήτηση, να δίνει μια απάντηση για αυτό και κανείς, μα κανείς, δημοσιογράφος δεν κάνει το ίδιο με τους εκπροσώπους της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ. Γιατί για παράδειγμα δεν ξεκινάμε τη συζήτηση για τον κύριο Καραμανλη και τις ευθύνες του για την οικονομική κρίση, τα σκάνδαλα και τη διαφθορά, την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών; Και στην τελική, σας λέω κάτι για το 2025. Εσείς γιατί με ρωτάτε για το 2014;
2. Πολιτική ανάλυση
Θεωρητικά, οι πολιτικοί αναλυτές στα πάνελ οφείλουν να μας βοηθούν να καταλάβουμε τις τάσεις στην ελληνική κοινωνία και να σχολιάζουν το που βρισκόμαστε. Και αυτό είναι που συνήθως γίνεται. Όχι όμως προχτές. Ο κύριος Δρυμιώτης από πολύ νωρίς έσπευσε να ναρκοθετήσει τη συζήτηση. Αφήνω κατά μέρος το ύφος των παρεμβάσεών του. Ξεχωρίζω ένα επιχείρημά του για τις ευθύνες στην υπόθεση των Τεμπών όπου μας είπε ότι η κοινή λογική υπαγορεύει ότι ο κύριος Καραμανλής δεν έχει καμία: «αν είναι έτσι, τότε αφού οι συνδικαλιστές στα νοσοκομεία επισημαίνουν ελλείψεις στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος σε αυτά την ευθύνη την έχει ο υπουργός Υγείας». Αυτό δεν είναι επιχείρημα. Είναι σοφιστεία. Αλλά πέραν αυτού, δεν παύει να μου κάνει εντύπωση η σύγχυση των ρόλων και η ετοιμότητα δημοσιογράφων και πολιτικών αναλυτών να υπερασπίζονται με τόσο προφανές πάθος -δεν μπορώ να βρω άλλη λέξη- την κυβέρνηση.
Όλα αυτά κατέληξαν σε έναν κωμικό διάλογο, όταν ο Τάκης Χατζής προσπάθησε να βάλει μια τάξη στις εμπρηστικές παρεμβάσεις του κυρίου Δρυμιώτη. Ο τελευταίος αναφώνησε «να μην ξανακαλέσεις» και ο Χατζής απάντησε «δεν θα σε ξανακαλέσω». Εκεί είπα μια από τις γνωστές μου εξυπνάδες –«παιδιά, έτσι κάνουν τα 15χρονα στα πάρτυ»- αλλά προφανώς δεν έχουμε όλοι την ίδια αίσθηση του χιούμορ. Η Ομάδα Αλήθειας το αμέσως κυκλοφόρησε ένα βίντεο επαινώντας στην ουσία τον κύριο Δρυμιώτη. Εντάξει.
3. Τι θα γίνει με τη ζωή μας;
Προφανώς η συζήτηση στράφηκε στα περίφημα «προβλήματα της καθημερινότητας». Εκεί η εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας με διέκοψε για να επαναλάβει τα γνωστά για τις επιτυχίες της χώρας στην καταπολέμηση της ανεργίας. Αναρτώ εδώ το βίντεο και δεν θα σας κουράσω με την περιγραφή του.
Σημειώνω όμως το εξής: τις τελευταίες μέρες η κυβέρνηση διακινεί ένα στοιχείο για την επιστροφή ανθρώπων στην Ελλάδα: το περίφημο brain gain. Εκεί, στερεότυπα επαναλαμβάνει ότι 400.000 άνθρωποι της γενιάς μας έχουν επιστρέψει στη χώρα της ανάπτυξης. Αυτό απλά δεν ισχύει. Η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει την είσοδο 400.000 ανθρώπων στη χώρα. Όχι το brain gain. Αλλά γιατί να μιλάμε με στοιχεία; Άλλωστε για την εκπρόσωπο της Νέας Δημοκρατίας τα πράγματα είναι απλά: από το 2015 μέχρι το 2019 όλοι ήθελαν να φύγουν και από το 2019 μέχρι σήμερα όλοι φλέγονται από την επιστροφή στη χώρα της αναξιοκρατίας, των χαμηλών μισθών και της μηδενικής -μα μηδενικής- προοπτικής βελτίωσης της ζωής μας.