Macro

Κώστας Σπαρτινός «Φύλλα εποχών», εκδόσεις Μελάνι, 2022

Όσοι μαθαίνουν ότι εβδομηνταδυάχρονος, διατελέσας μάλιστα και βουλευτής, μηχανολόγος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, εκδίδει ποιητική συλλογή, δικαίως υποψιάζονται ότι ο «πρώτο-εμφανιζόμενος», με την ποιητική συλλογή, συμπληρώνει το προφίλ του επιδεικνύοντας κρυμμένες ευαισθησίες αποτυπωμένες σε ερασιτεχνικά ποιήματα. Με τον Κώστα Σπαρτινό, που εξέδωσε τα Φύλλα εποχών –τίτλος που παραπέμπει σε χρονικές περιόδους της ζωής του–, δεν συμβαίνει αυτό.

Οι περί την ποίηση στην Πάτρα τον γνωρίζουν ως ποιητή από τη δεκαετία του ’70. Το 1971 είκοσι ποιήματά του ανθολογήθηκαν από τον Σωκράτη Σκαρτσή στις τότε εκδόσεις «Όστρακα» και διακρίθηκαν. Το 1978 συμμετέχει σε ανθολογία Πατρινών ποιητών, επιμελημένη από τον Διονύση Καρατζά. Σε κριτική για την ανθολογία στον Εθνικό Κήρυκα της Νέας Υόρκης ο Νίκος Σπάνιας γράφει ότι του αρέσουν δύο ποιητές από την ανθολογία. Ο Κώστας Σπαρτινός και ο υπογράφων. Το 1982 ο επίμονος Σωκράτης Σκαρτσής εκδίδει στα Όστρακα νέα ανθολόγηση επτά ποιητών, Διονύσης Καρατζάς, Βασίλης Λαδάς, Κώστας Λογαράς, Σωκράτης Σκαρτσής, Κώστας Σπαρτινός, Έρση Σωτηροπούλου, Χρήστος Τσιάμης. Στο επίμετρο γράφει ότι στους ποιητές αυτούς αξίζει δημόσια αναγνωρισιμότητα αντάξια του έργου τους. Μετά το 1982 ωστόσο φάνηκαν στην Πάτρα και άλλοι άξιοι ποιητές έτσι ώστε η πόλη να καταστεί κέντρο ποιητικής παιδείας. Τούτο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις εκδόσεις Όστρακα, στο περιοδικό Υδρία και στο Συμπόσιο Ποίησης κάθε Ιούνιο. Στο συμπόσιο παρουσίασε και διάβασε ποιήματά του ο Κώστας Σπαρτινός το 1986. Ήταν λοιπόν ποιητής πολύ πριν ανακατευτεί με την πολιτική και συμμετάσχει στον ψυχοφθόρο σωρό των βουλευτών.

Στα Φύλλα εποχών επέλεξε ποιήματα από την ανθολογία του Καρατζά, 1978, του Σκαρτσή, 1982, την παρουσίαση του 1986 και ποιήματα τελευταίας σοδειάς. Από τα είκοσι της πρώτης ανθολόγησης μόνο δύο. Σύμφωνα με τους τίτλους η συλλογή περιέχει τριάντα πέντε ποιήματα. Όμως πολλά ολιγόστιχα, στοιχίζονται με αρίθμηση, σε ενότητες κάτω από ένα κοινό τίτλο, ενώ διαφέρουν θεματικά μεταξύ τους. Τα ποιήματα λοιπόν είναι πενήντα. Ολιγογράφος, συνυπολογίζοντας και τα είκοσι του 1971, έχει φτάσει σε μια ηλικία που συνήθως οι ποιητές έχουν συνταξιοδοτηθεί προ πολλού – αν δεχθούμε ότι η ποίηση είναι μια τέχνη νεότητος.

Από τη συλλογή προκύπτει ότι τα τελευταία του ποιήματα για θανάτους οικείων και φίλους του είναι τα καλύτερα. Γενικώς στα πολύστιχα ποιήματα κρύβεται η δύναμή του. Αφηγηματικά, γεγονότων πραγματικών ή μυθοπλασίας, εμφανιζόμενα ως παραλογές, με διάταξη που έρχεται από τον Έλιοτ και τον Γεώργιο Σεφέρη αλλά και με σκληρές εικόνες, σαν του Μίλτου Σαχτούρη, όταν εμφανίζει αιχμηρά κι εφιαλτικά τον κοινωνικό περίγυρο. Ο ύπνος και τα όνειρα ως χρόνος αναδιάταξης, καθαρμού και αισθησιασμού, εμφανίζονται συνεχώς, όπως και οι πεθαμένοι ως σύμβολα άδειας ζωής.

«Παίζει ο ύπνος μου

Με το μυαλό μου

Και το κορμί μου βασανίζεται ως τα άκρα του.»

«Σήμερα μέσα της βουλιάζουν τα σώματα και μένει

μονάχα ο ύπνος το ανοιγμένο τους πανί.»

«στο καφενείο παίζουν ήρεμα οι πεθαμένοι.»

Ο Σπαρτινός κινείται στο ρεύμα της ποίησης που μεταπολεμικά εγκατάλειψε τις μεγάλες ιδέες, την προσπάθεια έκφρασης συλλογικού μύθου, τον λυρισμό και έθεσε στο επίκεντρό της τον άνθρωπο και δη τον μικροαστό, είτε είναι ηττημένος αριστερός, είτε ανιχνευτής του επέκεινα, είτε θύμα των συνθηκών ή του εαυτού του, είτε αναπολεί τα βουνά της Ηπείρου. Ενώ η πεζογραφία παγκοσμίως εισχώρησε στο φαινόμενο του μικροαστού από τον δέκατο ένατο αιώνα, στην ποίηση εμφανίστηκε στον μοντερνισμό της Έρημης Χώρας. Εκεί συνωστίζονται φιγούρες των μικροαστών. Οι φόβοι του μικροαστού, οι αγωνίες του, ο στενός περίγυρος των οικείων του είναι τα θέματα του Σπαρτινού. Οι αγωνίες όμως προέρχονται από εξουσίες του περίγυρου, όχι από ψυχολογικές ανισορροπίες του υποκειμένου. Γίνεται λοιπόν καταγγελτικός και ειρωνικός απέναντι σε μια κοινωνία που παράγει «πεθαμένους». Ως προς τους οικείους και τους φίλους του τα ποιήματά του παράγουν συγκίνηση και τρυφερότητα ελεγχόμενη όμως από την τεχνική της ποίησης του που είναι στέρεη, συμπαγής και πρωτότυπη. Στο μνημόσυνο ποίημα «του διαόλου το καλάθι», τις συνήθειες φίλου του που αγαπούσε τον κινηματογράφο, διάβαζε βιβλία, έγραφε κι αυτός, ήταν κοινωνικός κ.λπ. τις μεταφέρει με συνεχείς αναλογίες και αντιθέσεις.

«Ύστερα βυθίστηκε σε σκοτεινές αίθουσες με πρόσωπα λαμπρά.

Κράτησε βιβλία κλειστά που ανοίξανε μ’ ένα αεράκι

Έγραψε κι έσβησε σημειώματα με λέξεις φωτεινές και σκοτεινές.

Χάραξε στην κρούστα της μέρας χειρονομίες βίαιες και τρυφερές.

Μοίρασε τα χαρτιά κι αυτός με τη σειρά του.

Ζήτησε συγχώρεση σε κόχες μυστικές και δεν την πήρε.

Και γύρισε εκεί που τον περίμεναν».

Βασίλης Λαδάς

Η ΕΠΟΧΗ