Macro

Κώστας Μελάς: Μια χαμένη τετραετία για την κοινωνική ευημερία

Η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο της δημοσιοποιούν πλήθος στοιχείων σε μια προσπάθεια να δείξουν και να πείσουν για τα επιτεύγματά τους στον οικονομικό τομέα κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας. Πλανάται, όμως, ένα κρίσιμο ερώτημα που δίνει ουσία σε όλους αυτούς τους αριθμούς και το οποίο χρειάζεται πρώτα να τεθεί και στη συνέχεια να απαντηθεί: Για ποιον λόγο ασκείται η οικονομική πολιτική, ποιοι είναι ο στόχοι της; Σύμφωνα με όλα τα εγχειρίδια της οικονομικής πολιτικής, ο τελικός στόχος είναι η αύξηση της κοινωνικής ευημερίας. Ανεξαρτήτως της οικονομικής θεωρίας που ακολουθείται, ο στόχος είναι κοινός: αύξηση της κοινωνικής ευημερίας. Τα μέσα και οι τρόποι που χρησιμοποιούνται είναι διαφορετικοί.
 
Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αυξήθηκε η κοινωνική ευημερία κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μητσοτάκη; Νομίζω πως όχι. Προς επίρρωση, ας εξετάσουμε πώς εξελίχθηκαν τα μεγέθη που αφορούν κατά κύριο λόγο το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αλλά και τον πραγματικό μέσο μισθό. Πρόκειται για μεγέθη που η μέτρησή τους μπορεί να γίνει εξ αντικειμένου και δεν δύνανται να υπεισέλθουν (παρ)ερμηνείες.
 
1. Το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (μη χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί θεσμικών τομέων), μειώθηκε το 2020 κατά 4,3%, το 2021 αυξήθηκε 7,6%, ενώ το 2022 μειώθηκε κατά 6,9%. Συνολικά και για ολόκληρη την τριετία το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 3,6%.
 
2. Στην Ελλάδα ο πραγματικός μέσος μισθός, μετά την επίδραση των μεταβολών στη φορολογία και τις κοινωνικές εισφορές, την τριετία 2020-2022 παρουσίασε αύξηση κατά 0,2% (ΟΟΣΑ, Taxing Wages 2020-2021-2022). Συγκεκριμένα, ο μέσος ακαθάριστος ονομαστικός μισθός το 2020, σε σχέση με το 2019, μειώθηκε κατά 2,2%. Ο πληθωρισμός ήταν αρνητικός -1,2%. Ο πραγματικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά 1,0%. Η μέση φορολογική επιβάρυνση και οι κοινωνικές εισφορές μειώθηκαν κατά 3,0%. Συνεπώς, ο μέσος πραγματικός μισθός αυξήθηκε κατά 2,0%. Το 2021 ο μέσος ακαθάριστος ονομαστικός μισθός παρέμεινε αμετάβλητος. Ο πληθωρισμός ήταν 0,4%. Ο πραγματικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά 0,4%. Η μέση φορολογική επιβάρυνση και οι κοινωνικές εισφορές μειώθηκαν κατά 6,3%. Συνεπώς, ο μέσος πραγματικός μισθός αυξήθηκε κατά 5,9%. Το 2022 ο μέσος ακαθάριστος ονομαστικός μισθός αυξήθηκε κατά 1,5%. Ο πληθωρισμός ήταν 9,7%. Ο πραγματικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά 7,4%. Η μέση φορολογική επιβάρυνση και οι κοινωνικές εισφορές αυξήθηκαν κατά 0,3%. Συνεπώς, ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,7%.
 
3. Το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας την τριετία 2020-2022 παρουσίασε σωρευτική αύξηση κατά 5,3%. Συνεπώς, ο πραγματικός μέσος μισθός απώλεσε το 5,1% από την αύξηση του ΑΕΠ. Η μεγέθυνση του ΑΕΠ κατευθύνθηκε στα κέρδη. Οι απώλειες με βάση το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είναι πολύ μεγαλύτερες, όπως εύκολα συνάγεται από τους αριθμούς. Επομένως, τεκμηριώνεται η ανισοκατανομή στην κατανομή του εισοδήματος την τριετία 2020-2022.
 
4. Τα ίδια συμπεράσματα προκύπτουν αν παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του μεγέθους της αποταμίευσης. Σύμφωνα με τους τριμηνιαίους εθνικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της ΕΛΣΤΑΤ, η συνολική αποταμίευση στην Ελλάδα το 2022 ανήλθε στα 23,0 δισ. ευρώ (ροή, όχι συσσωρευμένος πλούτος) από 18,4 δισ. ευρώ το 2019. Ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθε στο 11,0%, από 10,0% το 2019. Όμως αν εξετάσουμε την κατανομή των αποταμιεύσεων, θα δούμε ότι η αποταμίευση των νοικοκυριών το 2022 είναι αρνητική -5,7 δισ. ευρώ (-2,7% του ΑΕΠ), ενώ αντίστοιχα των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων είναι θετική 23,6 δισ. ευρώ (11,3% του ΑΕΠ). Μάλιστα, βαίνει αυξανόμενη ολόκληρη την τριετία: το 2020 11,3 δισ. ευρώ, το 2021 18,0 δισ. ευρώ και το 2022 23,6 δισ. ευρώ.
 
Τρεις παρατηρήσεις για τα ανωτέρω:
 
α. Ως συνολικό μέγεθος η αποταμίευση «κρύβει» το απλό γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός των νοικοκυριών όχι μόνο δεν μπορεί να αποταμιεύσει, αλλά δυσκολεύεται αφάνταστα να εξασφαλίσει τα άκρως απαραίτητα για την καθημερινή του επιβίωση.
 
β. Η μείωση της αποταμίευσης, η συνέχιση της ακρίβειας και η σταδιακή μείωση όποιων κρατικών επιδοτήσεων είναι παράγοντες που φαίνεται ότι θα συμβάλουν στη συνέχιση του ρυθμού μείωσης των δαπανών των νοικοκυριών για κατανάλωση τους επόμενους μήνες μέχρι και το τέλος του έτους 2023, δυσκολεύοντας περαιτέρω την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών.
 
γ. Η παραπάνω κατάσταση δείχνει με απόλυτο τρόπο τις έντονες ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας δεδομένου ότι τα νοικοκυριά θα έπρεπε να πραγματοποιούν αποταμιεύσεις, να τις διοχετεύουν στον τραπεζικό τομέα και οι επιχειρήσεις να δανείζονται έχουσες αρνητική αποταμίευση. Αυτή θα έπρεπε να είναι μια «κανονική» κατάσταση σε μια οικονομία που μεγεθύνεται ισορροπημένα και μπορεί να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις της με υγιή τρόπο, δηλαδή χωρίς εξωτερικά ελλείμματα.
 
Ο Κώστας Μελάς είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο