Macro

Κώστας Μελάς: «Η Ελλάδα ουσιαστικά βρίσκεται πάλι στην κατάσταση πριν το μνημόνιο»

Βομβαρδιζόμαστε με τους θετικούς οικονομικούς δείκτες το τελευταίο διάστημα. Ποιο το υπόβαθρό τους;

Αποδίδονται, κατά τη γνώμη μου, στην εκτίναξη του ελατηρίου. Μια οικονομία που είχε σταματήσει να λειτουργεί, από τη στιγμή που αφέθηκε να επανέλθει σε μια “λειτουργία”, όπως και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ήταν ο λόγος που μεγεθύνθηκε, με αποτέλεσμα να διπλασιαστούν ακόμη και οι αρχικές προβλέψεις. Σε αυτό συμβάλλει –αυτό συνιστά την εκτίναξη– και ότι οι άνθρωποι καταναλώνουν περισσότερο. Οι αυξημένες καταθέσεις όσων μπορούσαν να αποταμιεύσουν, ενθαρρύνουν επίσης την κατανάλωση. Ο τουρισμός έκανε ένα μεγαλύτερο άλμα, ενώ άρχισαν να γίνονται επενδύσεις, κατά το μεγαλύτερο μέρος όμως στα αποθέματα και όχι τόσο στα πάγια κεφάλαια. Αυτοί, νομίζω, είναι οι λόγοι που θα αυξηθεί το ΑΕΠ κατά 6% ή και περισσότερο το 2021. Ξεκινήσαμε από πολύ χαμηλή βάση. Αυτό φαίνεται και από την αισθητά χαμηλότερη πρόβλεψη για το 2022.

Η κυβέρνηση αξιοποιεί τις εξελίξεις για να φτιάξει κλίμα αισιοδοξίας. Οι λόγοι που έφεραν την ανάπτυξη μπορεί να συνεχισθούν;

Η πρόβλεψη του Προϋπολογισμού για το 2022, ως προς τους λόγους μεγέθυνσης, προσπαθεί να στηριχθεί στις επενδύσεις, κατά κύριο λόγο. Ακολουθεί η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές, υπό μια έννοια, που όμως δεν μπορούμε να τις λάβουμε αισθητά υπόψη μας, δεδομένου ότι οι εισαγωγές είναι μεγαλύτερες. Άρα όλο το βάρος δίδεται στην αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου 23,4%. Όλα αυτά στηρίζονται στα 4,5 δισ. που υπολογίζει η κυβέρνηση να εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Εδώ υπάρχει και η μεγάλη αβεβαιότητα, όμως. Κατά πόσο θα μπορέσουν αυτοί οι πόροι να μπουν στην οικονομία με βάση τον σχεδιασμό; Θα είναι ώριμα τα έργα;

Υπάρχουν κι άλλες αβεβαιότητες. Να τις αναφέρουμε; Πχ το ύψος των επιτοκίων.

Μια νέα αβεβαιότητα είναι η αύξηση του πληθωρισμού, δηλαδή η μείωση της αγοραστικής δύναμης, δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν είναι υπέρ της αποκατάστασης της εισοδηματικής απώλειας των κατώτερων και μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων, πχ, με αύξηση του κατώτατου μισθού ή των μισθών, γενικά. Πιθανότητα η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα συμβάλλει στην επιβράδυνση της μεγέθυνσης το 2022. Η δεύτερη αβεβαιότητα έρχεται από την Ευρώπη. Τον Μάρτιο του 2022 λήγει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω πανδημίας, όπου έχει συμπεριληφθεί και η Ελλάδα, αν και δεν έχει την επενδυτική βαθμίδα. Θα πρέπει να περιμένουμε, λοιπόν, να δούμε ποια θα είναι η συνέχεια στη νομισματική πολιτική της ΕΕ. Χωρίς τη βοήθειά της δεν θα είχαμε αυτό το κόστος χρήματος για την Ελλάδα, αυτές τις αποδόσεις για τα ελληνικά ομόλογα. Υπάρχει, πάντα, και η αβεβαιότητα της πανδημίας, αλλά φαίνεται πως η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να μην πάρει μέτρα τύπου γενικού λοκντάουν ή παρεμφερή, αλλά παραμένει παράγοντας αβεβαιότητας. Πηγή αβεβαιότητας είναι και η αύξηση των τιμών της ενέργειας που θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, εάν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις των ειδικών ότι υψηλές τιμές θα κρατήσουν, τουλάχιστον, έως τον Απρίλιο. Αυτό θα συνιστά σημαντικότατη επιβάρυνση και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και στην αύξηση του δημοσιονομικού κόστους, το οποίο υπολογίζεται, πάνω από 4,5 δισ. ευρώ. Αν σ’ αυτή την απώλεια προσθέσουμε και τον Προϋπολογισμό που προβλέπει, το 2022, ότι πρέπει να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα από τα 10,5 – 11 δισ. στα 2 δισ. πρόκειται για τεράστιες μειώσεις, που θα χρειαστεί να γίνουν. Τέταρτη πηγή αβεβαιότητας προκύπτει από το αν ανακληθούν τα μέτρα στήριξης. Κανένας δεν ξέρει σε ποια θέση θα βρεθούν όλες αυτές οι κοινωνικές κατηγορίες που μέχρι σήμερα βρίσκονται σε προσωρινή αναστολή των υποχρεώσεών τους. Αυτές οι μεταβιβάσεις στήριξαν, σε ένα βαθμό, τη μεγέθυνση του 2021.

Ο διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος, κ. Στουρνάρας, υποστήριξε ότι εάν δεν είχαμε πανδημία, η ελληνική οικονομία θα είχε πάρει επενδυτική βαθμίδα.

Θα αναφερθώ σε ένα πολύ σημαντικό σημείο που πρέπει, κάποτε, να αναδειχθεί. Έχω την εντύπωση ότι η πανδημία ήταν πέπλο που έκρυψε πολλές καταστάσεις από την πλευρά της κυβέρνησης. Ειλικρινά αναρωτιέμαι αν δεν υπήρχε η πανδημία, από πού θα προερχόταν αυτή η ανάπτυξη 3% και 4% σε μια ελληνική οικονομία; Όταν βλέπουμε με τι κόπο λέγαμε για 2%. Όλη αυτή η μεγέθυνση προήλθε, επί της ουσίας, από τα μέτρα στήριξης, περίπου της τάξης των 40 δισ., κάθε μορφής, από το χαμηλό κόστος του χρήματος λόγω ΕΚΤ. Πάνω σ’ αυτή τη διαδικασία στηρίχθηκε η μεγέθυνση του 2021. Επομένως, δεν μπορώ να κατανοήσω από πού προέρχεται μια τέτοια εκτίμηση. Μοιάζει με φωτοβολίδα που δεν προκύπτει από πουθενά. Οι μεταρρυθμίσεις στις οποίες έχει προχωρήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρότι συνάδουν με τις οδηγίες των χρηματοπιστωτικών αγορών, δεν είναι αρκετές από μόνες τους να οδηγήσουν στην κατάλληλη επενδυτική βαθμίδα, δίχως να ληφθούν υπόψη οι εξελίξεις των μακροοικονομικών μεταβλητών, αλλά και της μικροοικονομικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας.

Ήδη πριν την πανδημία είχε αρχίσει αισθητή κάμψη.

Βεβαίως. Τώρα, αυτή τη στιγμή έχουμε πόρους που προέρχονται από το κράτος. Δανεικούς πόρους από το κράτος στην κοινωνία, ασκώντας επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, να το πούμε απλά. Παράλληλα, έχουμε μια νομισματική πολιτική προσαρμοστική και επεκτατική. Πρόκειται για παράγοντες πολύ αποτελεσματικούς να ωθήσουν σε μεγέθυνση. Οι εξαγωγές, και οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου δεν ήταν τόσο σημαντικές, ούτε καν οι επενδύσεις από το εξωτερικό, ήταν τέτοιες που θα μπορέσουν να διορθώσουν την οικονομία. Ακόμη, είμαστε στον μέσο όρο της δεκαετίας ως προς τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Επομένως, αν δεν υπήρχε η πανδημία και η δυνατότητα της Επιτροπής να δοθεί κρατικό χρήμα, έστω και με τη μορφή που δόθηκε, δεν νομίζω ότι θα υπήρχαν άλλοι πόροι. Τώρα, η πρόβλεψη του κ. Στουρνάρα για τα επόμενα δέκα χρόνια κατά 3,5%, που ειρήσθω εν παρόδω βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την αντίστοιχη πρόβλεψη του ΔΝΤ, που υπολογίζεται σε 1,3%, στηρίζεται στην σωστή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Πώς κινούνται ελλείμματα και χρέος;

Η πρόβλεψη για το πρωτογενές έλλειμμα το 2021 είναι 13 δισ. ευρώ και η κυβέρνηση το 2022 θέλει να το μειώσει κατά 11 δισ. ευρώ στα 2 δισ. περίπου! Μεγάλο ερώτημα είναι το τι θα σημαίνει αυτή η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και για ποιους θα λειτουργήσει επιβαρυντικά. Σημαίνει, καταρχάς, ότι ένα μέρος της αγοραστικής τους δύναμης θα μειωθεί, οι υποχρεώσεις τους θα αυξηθούν, υπάρχει ο κίνδυνος να έχουμε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων και επίσης πίεση στον ρυθμό μεγέθυνσης. Από την άλλη μεριά, έχουμε ένα χρέος το οποίο είναι πολύ υψηλό, παρά τη ρύθμισή του, ενώ υπάρχει –κάπου ξεχασμένο– και το ιδιωτικό χρέος. Έχουμε τη μείωση των κόκκινων δανείων, αλλά το πρόβλημα έφυγε μεν από τις τράπεζες, αλλά μεταφέρθηκε στην κοινωνία. Κάποια βελτίωση του ποσοστού ως προς το ΑΕΠ του χρέους μπορεί να έχουμε, αλλά θα προκύπτει απ’ τον παρονομαστή, το ΑΕΠ, ενώ ο αριθμητής αυξήθηκε το 2021.

Μην ξεχάσουμε ότι με το που ανέκαμψε η οικονομία, διογκώθηκε το έλλειμμα του εξωτερικού ισοζυγίου. Είναι ένας ακόμη περιορισμός.

Πολύ, πάρα πολύ, σημαντικό. Η Ελλάδα, επί της ουσίας, βρίσκεται πάλι, αυτή τη στιγμή στην κατάσταση πριν το μνημόνιο. Δηλαδή, διπλά ελλείμματα: δημοσιονομικό και εξωτερικό ισοζύγιο. Οφείλεται στη στενή παραγωγική φάση, τη μικρή προστιθέμενη αξία, είναι ότι για να παράγεις ένα προϊόν, πρέπει να εισάγεις, σε μεγάλο βαθμό, πρώτες ύλες και τεχνολογία κ.τ.λ., κτλ. Ως Αριστερά το λέγαμε αυτό πολλά χρόνια. Από την άλλη, τη συστημική όχθη, λέγεται ότι εφόσον καλύπτουμε το έλλειμμα με άδηλους πόρους, δεν έχουμε πρόβλημα. Αντιθέτως, θεωρώ ότι οι άδηλοι πόροι είναι αυτοί που ευθύνονται, έμμεσα, ότι υπάρχει ασθενής παραγωγική βάση. Γιατί τροφοδοτούν μια κατανάλωση που δεν αντιστοιχεί στην παραγωγική βάση της οικονομίας, ενώ συγχρόνως αυξάνουν τις εισαγωγές.

Παύλος Κλαυδιανός

Πηγή: Η Εποχή