Η κυβέρνηση έχει αναγάγει την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας από τη χώρα μέσα στο 2023 σε υπέρτατο εθνικό στόχο (sic). Μάλιστα μάλλον πίστευε ότι αυτό θα συμβεί πριν από τις εκλογές, κάτι που τελικά δεν συνέβη. Η ιστορία διδάσκει ότι η καλλιέργεια υπέρμετρων προσδοκιών οδηγεί συχνά σε απογοητεύσεις. Γιατί όμως αυτή η υπέρμετρη σπουδή για την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας; Νομίζω ότι αυτό οφείλεται πρωταρχικά σε πολιτικούς λόγους. Στο μυαλό της κυβέρνησης Μητσοτάκη η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας φαντάζει ως επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα που ισχύει και για τις άλλες χώρες της ευρωζώνης. Επομένως η πολιτική απήχηση αυτού του επιτεύγματος θεωρείται μεγάλη και σπουδαία, εφάμιλλη με παλαιότερες κατακτήσεις, π.χ. εξόδου από τα μνημόνια ή και, με κάποια υπερβολή, εισόδου στο ευρώ. Η Ελλάδα επιστρέφοντας στην επενδυτική βαθμίδα θα παύσει να θεωρείται χώρα β΄ κατηγορίας και θα μπορεί να απολαύσει όλα όσα διαλαλούν το οικονομικό επιτελείο και τα ΜΜΕ που αναπαράγουν κατά λέξη τις κυβερνητικές απόψεις. Είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τους συλλογισμούς της κυβέρνησης ότι αρκεί σε μια χώρα να γίνει «κανονική» προβιβαζόμενη στις κατώτερες θέσεις των βαθμίδων αξιολόγησης από τους «οίκους αξιολόγησης». Η Ελλάδα ήταν σε επενδυτική βαθμίδα όταν μπήκε στα μνημόνια τον Μάιο, με το κόστος δανεισμού της στα ύψη. Αποκλείσθηκε από τις αγορές τον Απρίλιο, αλλά έχασε την επενδυτική βαθμίδα από τη Moody’s στις 14 Ιουνίου του 2010, δηλαδή περίπου ένα μήνα αργότερα.
Η προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης της επιστροφής της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα βασιζόμενη, θα έλεγα και σε υπέρμετρες προσδοκίες, που η ίδια η κυβέρνηση καλλιέργησε, δυστυχώς για την κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν επετεύχθη πριν τις εκλογές, δημιουργώντας προφανώς απογοήτευση. Όμως αυτή την απογοήτευση επιχειρεί να μετατρέψει σε νέο επιχείρημα υπέρ αυτής υποστηρίζοντας ότι η πολιτική σταθερότητα μετά τις εκλογές αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την επίτευξη του εγχειρήματος και η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να την προσφέρει είναι η ίδια. Νομίζω ότι και αυτό είναι ένα μαχητό από την αντιπολίτευση επιχείρημα διότι αναβαθμίσεις τις ελληνικής οικονομίας είχαμε, και αρκετές μάλιστα, κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κυβέρνησης.
Ξέφρενος οικονομισμός
Όμως η αναγωγή σε εθνικό στόχο της επιστροφής της ελληνικής οικονομίας σε επενδυτική βαθμίδα, υποκρύπτει –εμφανές είναι αλλά τέλος πάντων– και τον ξέφρενο οικονομισμό που διακατέχει την κυβέρνηση, αναφορικά με τον τρόπο που ερμηνεύει το μέλλον της χώρας. Το οικονομικό υπόδειγμα που υπηρετεί η κυβέρνηση βασίζεται πρωταρχικά σε μια ανοικτή οικονομία και στην προσέλκυση πόρων από το εξωτερικό κάθε μορφής – Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου αλλά και δάνειων πόρων με την έκδοση δημοσίου ή εταιρικού χρέους. Σήμερα, καλλιεργείται η εντύπωση ότι η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα, θα ενισχύσει τις τιμές των ελληνικών ομολόγων και θα μειώσει τις αποδόσεις τους. Πράγματι, ενδεχόμενη απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα καταστήσει τα ελληνικά ομόλογα επιλέξιμα από μια μεγαλύτερη γκάμα ξένων funds. Μερικά από τα τελευταία θα αγοράσουν ελληνικά χρεόγραφα. Όμως όλα αυτά τα είχε η Ελλάδα την περίοδο ένταξης στο ευρώ μέχρι την οικονομική χρήση χρέους. Επίσης δεν πρέπει να ξεχνούμε τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί στις αρχές του 2000, με την επικείμενη τότε ένταξη του Χρηματιστηρίου Αθηνών στις ανεπτυγμένες αγορές. Το γεγονός ότι η λίμνη των εν δυνάμει επενδυτών στο ελληνικό χρηματιστήριο μεγάλωνε σημαντικά, είχε δημιουργήσει προσδοκίες ότι ανάλογη θα ήταν η άνοδος του Γενικού Δείκτη και των τιμών των μετοχών υψηλής κεφαλαιοποίησης. Ως γνωστόν, εκείνες οι προσδοκίες διαψεύσθηκαν.
Θα φέρω ένα παράδειγμα από το σήμερα και τις συνέπειες της λογικής του συγκεκριμένου υποδείγματος: Παρατηρούμε ότι μετά την ελληνική κρίση χρέους του 2009 ο δείκτης ανοιχτής οικονομίας (εισαγωγές συν εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ) για την Ελλάδα άρχισε να μειώνει σταδιακά την απόκλισή του από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, φτάνοντας το 82% του ΑΕΠ το 2022 (σταθερές τιμές του 2015). Η ενίσχυση της εξωστρέφειας θα μπορούσε να έχει θετικές επιδράσεις στον ρυθμό μεγέθυνσης μιας οικονομίας, όταν αυτή είναι ισορροπημένη και στηρίζεται σε σταθερή και συνεχώς διευρυνόμενη παραγωγική βάση με προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αν όμως συνοδεύεται με διερευνόμενα εξωτερικά ελλείμματα, τότε ενδέχεται να καταστήσει την εγχώρια οικονομία ευάλωτη στους εξωτερικούς κραδασμούς.
Στην περίπτωση της Ελλάδας η ενίσχυση του ρυθμού μεγέθυνσης της εγχώριας οικονομίας επιφέρει την αύξηση της εξωστρέφειας αλλά ταυτόχρονα και την επιδείνωση του ελλείματος του εξωτερικού ισοζύγιο λόγω του ότι οι εισαγωγές είναι υψηλότερες από τις εξαγωγές. Μάλιστα τα τελευταία τρία χρόνια (2020-2021-2022) ενώ αυξάνει η εξωστρέφεια (2020: 75,0%, 2021: 80,0%, 2022: 82,0%), αυξάνουν και τα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγίου (το έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών έφθασε τα 39 δισ. ευρώ ή 18,4% του ΑΕΠ όσο και το έτος 2008 λίγο πριν την κρίση) όσο και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (2019: -1,5%, 2020: -6,6%, 2021: -8,2%, 2022: -9,7% του ΑΕΠ).
Ναι μεν, αλλά…
Αναμφισβήτητα, η ένταξη της Ελλάδας στις χώρες με επενδυτική βαθμίδα θα είναι θετική εξέλιξη για τα ελληνικά χρεόγραφα του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα. Τα χρεόγραφα θα είναι επιλέξιμα για το πρόγραμμα αγορών της ΕΚΤ και περισσότερα ξένα θεσμικά χαρτοφυλάκια θα μπορούν να τα αγοράσουν με βάση το καταστατικό τους. Επίσης, το Δημόσιο θα μπορέσει να μειώσει το απόθεμα ρευστότητας, μειώνοντας ισόποσα το δημόσιο χρέος.
Όμως, τα πάντα είναι σχετικά. Αν υπάρχει διεθνώς τάση μείωσης του ρίσκου, τα ελληνικά ομόλογα θα τιμωρηθούν, γιατί είναι μαζί με τα ιταλικά οι αδύναμοι κρίκοι της αλυσίδας του ευρώ. Είτε έχουν την επενδυτική βαθμίδα είτε όχι. Αν οι ελληνικές κυβερνήσεις ακολουθήσουν άφρονες δημοσιονομικές και γενικά οικονομικές πολιτικές, τα ομόλογα θα τιμωρηθούν ξανά και το κόστος δανεισμού από τις αγορές θα αυξηθεί.
Ο Κώστας Μελάς διδάσκει οικονομικά στο Πάντειο πανεπιστήμιο.