Αν έχεις κάπου ν’ ακουμπήσεις τούτες τις άγριες μέρες, να ξαποστάσεις «για να δεις τα πλάγια σου» που θα έλεγε και η μάνα μου, είναι, νομίζω, ο λόγος εκείνων που μέσα σ’ αυτό τον κατάκοπο καιρό παλεύουν με το θηρίο της πανδημίας. Έξω και μακριά από ψεύτικα χειροκροτήματα, από γλυκασμούς ψεύδους και από φανερή εχθρότητα των κυβερνώντων γι’ αυτό που ονομάζουμε δημόσιο σύστημα Υγείας, πράγμα που με τη σειρά του σημαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι παλεύουν μέσα στο πολικό ψύχος μιας φρικιαστικής αδιαφορίας για την ανθρώπινη ζωή. Αλλά δεν σταματούν.
Γιατί όλοι είμαστε, ο καθένας δηλαδή, σάρκα από τη σάρκα του άλλου.
Αυτό είναι που δεν θα καταλάβουνε ποτέ τα θηρία με τους χοντρούς σταυρούς τώρα που αρχίζει η εβδομάδα του μεγάλου πένθους. Γιατί ποτέ τους και για τίποτα δεν έχουν πενθήσει. Οι άνθρωποι με τις χοντρές ψυχές, τις χοντρές περιουσίες, τις χοντρές καρέκλες και τα χοντρά σχέδια επί χάρτου. «Εγώ είναι ο άλλος» έγραφε σε μια επιστολή του ο Αρθούρος Ρεμπό και ήξερε πολύ καλά τι έλεγε. Αυτοί οι άνθρωποι όμως είναι ο φοβερός «κανένας» που μπορεί να ποδοπατά χωρίς έλεος και φόβο, γιατί κανένας «άλλος» δεν τους κατοικεί κι έτσι οι ίδιοι απλώς «δεν είναι». Δεν υφίστανται, δεν υπάρχουν ως ανθρώπινη κατάσταση. Ένα φονικό «τίποτα» που αντηχεί το κενό του κελύφους του. Αυτό ακριβώς το μαύρο κενό που καταπίνει τη ζωή των υπολοίπων. Τη ζωή για την οποία παλεύουν (και ουκ ολίγες φορές δίνουν, για τη ζωή, τη ζωή τους) οι πολύτιμοι «άλλοι» που λέγαμε.
«Όταν εσείς όλοι κοιμόσασταν το βράδυ, εμείς δίναμε μάχες και βάζαμε ασθενείς σε ράντζα» άκουσα να λέει η κυρία Ματίνα Παγώνη, πρόεδρος της ΕΙΝΑΠ, και ανατρίχιασα από την εικόνα που ήρθε μπροστά στα μάτια μου. «Ω, μην κοιμάστε, ω, μην νυστάζετε», τραγουδάει ο Νίκος Ξυλούρης τους στίχους του Κ.Χ. Μύρη στη μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου. «Ω, μην κοιμάστε, ω, μην νυστάζετε». Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Ακούστε ανθρώπους όπως ο κύριος Νίκος Καπραβέλος, διευθυντής της ΜΕΘ στο Νοσοκομείο «Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης. Ακούστε τον, αυτόν κι όλους τους άλλους, όχι μονάχα για τη σοφία και την αλήθεια τους. Κυρίως ακούστε τον (ακούστε τους) γιατί τα λόγια τους «φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου» όπως λέει ο Γιώργος Σεφέρης στα «Τρία κρυφά ποιήματα». Κι ακόμα πιο πολύ «την φυλάγουν», ως πολύτιμο κειμήλιο της ζωής μας, όταν η μάχη έχει χαθεί, αλλά ο πόλεμος συνεχίζεται «κι ο άνθρωπος έφυγε / δεν είναι εκεί». Είναι εκεί ωστόσο οι άλλοι. Τα λόγια τους, το πένθος τους. Γι’ αυτούς που ο πόλεμος συνεχίζεται, αξίζουν οι μάχες που ακολουθούν.
Άκουγα τον κύριο Καπραβέλο να διηγείται με ταραχή τον θάνατο ενός μόνο ανθρώπου που μόλις είχε συμβεί και που κάθε φορά είναι όλοι οι θάνατοι και κυρίως εκείνων που θα μπορούσαν να έχουν σωθεί. Το άκουγα και πάλι σκεφτόμουν τα λόγια του Γιώργου Σεφέρη: «Είναι πολλών ανθρώπων τα λόγια μας»…
Δεν ήταν η διήγηση ενός περιστατικού. Ήταν η βοή του πένθους και του θρήνου, ήταν η ορμητική λύπη που σκέπασε ένα ολόκληρο χωριό για τον θάνατο μιας γυναίκας 44 χρόνων, με έντονη κοινωνική παρουσία και προσφορά. Άκουγα τον λόγο του, τον πυκνοκατοικημένο από τους άλλους, από τα πάθη και τα πένθη κι από τον απόηχο μιας χαράς που πέρασε σαν να μην ήρθε και ήταν ακριβώς παρηγοριά και ακριβώς κουράγιο και ακριβώς επίγνωση από τον Πίνδαρο μέχρι τον (Σύρο) Ιωάννη τον Δαμασκηνό: «Σκιάς όναρ άνθρωπος» λέει ο πρώτος στον 8ο Πυθιόνικο, «ως άνθος μαραίνεται, ως όναρ παρέρχεται» λέει ο δεύτερος, αιώνες μετά, στα Ιδιόμελα της νεκρώσιμης ακολουθίας.
Γι’ αυτή τη σκιά του ονείρου, γι’ αυτό το τρέμισμα μέσα στο χάος, γι’ αυτό το άνθος που μαραίνεται μέσα στον ασύλληπτο χρόνο, αξίζουν οι μάχες και αξίζουν όλα τα λόγια.
Λείπουν οι δειλοί, λείπουν οι ριψάσπιδες, λείπουν οι τιποτένιοι της απάνθρωπης μοναχικότητας. Αλλά και πότε δεν έλειπαν;
Κώστας Καναβούρης
Πηγή: Η Αυγή